Διεθνή

Η αδυναμία επιβολής σκληρών μέτρων στη Ρωσία «υπενθυμίζει» στην ΕΕ τη θέση της

Μπορεί η ΕΕ να επιδιώκει να έχει διεθνές εκτόπισμα και λόγο σε ενεργειακά ζητήματα και ανθρώπινα δικαιώματα, όταν αυτά όμως αφορούν τη Ρωσία, φαίνεται ότι περιορίζονται σημαντικά οι δυνατότητές της

Στο ταξίδι «αναζήτησης προθέσεών» του στη Μόσχα στις αρχές του Φεβρουαρίου ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ, Ζοζέπ Μπορέλ, κουβαλούσε στις αποσκευές του την επιλογή ενός διαλόγου επαναπροσέγγισης. Αντ’ αυτού ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, έβαλε τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση, τοποθετώντας στη θέση που του αρμόζει τον συνομιλητή του. Οι κινήσεις αυτές φυσικά δεν προκαλούν έκπληξη. Η ατυχής επίσκεψη του Μπορέλ στην πραγματικότητα ανάγκασε τις Βρυξέλλες να δουν κατάματα την αλήθεια και να αποδεχθούν την αδυναμία τους να πρωταγωνιστούν στις διεθνείς εξελίξεις. Ο ντροπιασμένος Μπορέλ, επιστρέφοντας από τη Μόσχα, επιβεβαίωσε ότι η Ρωσία δεν θέλει διάλογο, δίνοντας το σήμα για την εξέταση κυρώσεων εναντίον της. Με τη λήψη της απόφασης για κυρώσεις, όμως, παρά τις φωνές για την υιοθέτηση πιο σκληρής στάσης, εξετάζεται κατά πόσον η ΕΕ, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν είναι ενωμένη σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, μπορεί να αναλάβει την ευθύνη για μια διαφορετική αντιμετώπιση της Μόσχας. Από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, οι ΗΠΑ, ανησυχώντας για τον «ομφάλιο λώρο» που δημιουργείται μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας, καλεί τους Δυτικούς συμμάχους της σε σύνταξη ενός ενιαία μετώπου.

Οι νέες κυρώσεις και οι αντιδράσεις

Οι κυρώσεις που αποφάσισε η ΕΕ να επιβάλει στη Ρωσία με αφορμή τη φυλάκιση του Αλεξέι Ναβάλνι αποτελούν τη φυσική συνέχεια της εξελισσόμενης επιδείνωσης των σχέσεων των δύο μερών.

Ευρωπαίοι διπλωμάτες ανέφεραν ότι οι κυρώσεις θα αφορούν τέσσερεις υψηλόβαθμους Ρώσους αξιωματούχους, τον επικεφαλής της Ανακριτικής Επιτροπής της Ρωσίας, η οποία χειρίζεται τις έρευνες για μεγάλα εγκλήματα, τον διευθυντή των ρωσικών φυλακών, τον διευθυντή της Εθνοφρουράς της Ρωσίας και τον γενικό εισαγγελέα της χώρας.

Οι κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας τέθηκαν κάτω από το νέο πλαίσιο, το οποίο στοχεύει σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ομοιάζει με το σύστημα που εφαρμόζουν οι ΗΠΑ. Τα μέτρα, γνωστά και ως «κυρώσεις Μαγκνίτσκι», αν και δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των πιο σκληρών επικριτών του Κρεμλίνου εντός της ΕΕ, καταδεικνύουν την τάση για μια πιο σκληρή προσέγγιση της ΕΕ.

Η στάση αυτή καθρεφτίζεται στις δηλώσεις του Μπορέλ, ο οποίος σημείωσε ότι «η Ρωσία απομακρύνεται από την Ευρώπη και δεν ενδιαφέρεται για συνεργασία, αλλά για αντιπαράθεση με την ΕΕ».

Σημειώνεται ότι η «όρεξη» της ΕΕ για επιβολή κυρώσεων κατά της Μόσχας είχε μειωθεί σημαντικά μετά τα μέτρα που έλαβαν εναντίον της το 2014, εξαιτίας της προσάρτησης της Κριμαίας και της κρίσης στην Ουκρανία. Αντίθετα, ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, το προηγούμενο διάστημα τάχθηκε υπέρ ενός νέου διαλόγου με τον Πούτιν, ενώ η Γερμανία όντας συνδεδεμένη με τη Ρωσία, μέσω των εργασιών για τη δημιουργία του αγωγού Nord Stream 2, πέρα από κάποιες συμβολικές καταδίκες, δεν διακινδυνεύει να έρθει σε ρήξη με τη Μόσχα.

Μετά τις ανακοινώσεις για τα μέτρα, ακτιβιστές εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους, αφού ήλπιζαν σε πιο βαριές κυρώσεις. Ασκούσαν πιέσεις για ευρύτερες ενέργειες που θα στόχευαν ολιγάρχες κοντά στον Πούτιν, ειδικά όσοι έχουν μεγάλες επενδύσεις στην ΕΕ. Ενδεικτική είναι η αντίδραση του Jakub Janda, διευθυντή του European Values Center for Security Policy, ο οποίος έγραψε ότι «αφού η Ρωσία προσπάθησε να δολοφονήσει τον αρχηγό της αντιπολίτευσης και κτύπησε βίαια χιλιάδες διαδηλωτές, η ΕΕ επιβάλλει κυρώσεις σε τέσσερεις Ρώσους. Αυτό είναι γελοίο, ο Πούτιν θα γελάει».

Μπορεί η ΕΕ να κτυπήσει πιο σκληρά;

Αναλυτές συμφωνούν ότι τα μέτρα που αποφασίστηκαν δεν θα προκαλέσουν καμιά ουσιαστικά αλλαγή, θέτοντας το εύλογο ερώτημα τι κρατάει πίσω την ΕΕ από το να επιβάλει σκληρότερες κυρώσεις στη Ρωσία.

Ο προφανής λόγος είναι η ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από τη Ρωσία. Η Μόσχα εξάγει στα κράτη μέλη του μπλοκ περίπου το 40% του φυσικού αερίου και το 30% του πετρελαίου. Για κάποιες ευρωπαϊκές χώρες μάλιστα τα νούμερα αυτά είναι υψηλότερα, όπως για τη Γερμανία, η οποία εισάγει το 50% του φυσικού αερίου από ρωσικές εταιρείες, ενώ δεν πρέπει να λησμονείται η δυναμική που δημιουργείται με την κατασκευή του Nord Stream 2. Σε κάποιες χώρες της ανατολικής Ευρώπης η ενεργειακή εξάρτηση αγγίζει τα 2/3, ενώ στις Βαλτικές Χώρες το ποσοστό φτάνει το 100%, σύμφωνα με εκτιμήσεις.

Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέπεται η απουσία κοινής φωνής στην εξωτερική πολιτική της ΕΕ και η ύπαρξη διαφορετικών συμφερόντων για κάθε κράτος μέλος. Σύμφωνα με ειδικούς, το καλύτερο ίσως παράδειγμα είναι η Γερμανία, η οποία σχοινοβατεί μεταξύ της ανάγκης για προώθηση μιας δημοκρατικής ατζέντας μέσω της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και της διασφάλισης των ενεργειακών αναγκών της πανίσχυρης βιομηχανίας της. Από την άλλη, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, το Παρίσι προσπάθησε να πλησιάσει τη Μόσχα, λόγω των γεωπολιτικών ζητημάτων στη Μέση Ανατολή και την Αφρική, περιοχές όπου η ρωσική επιρροή έχει επεκταθεί τα τελευταία χρόνια.

Επιπρόσθετα, κάποιες χώρες της ανατολικής Ευρώπης άρχισαν να βλέπουν τη Ρωσία ως αντίβαρο για τις ελλείψεις των Βρυξελλών. Τελευταίο παράδειγμα αποτελεί η στροφή της Ουγγαρίας προς τη Μόσχα για αγορά του εμβολίου Sputnik V, λόγω της αδυναμίας της ΕΕ να εξασφαλίσει ικανοποιητικές ποσότητες εμβολίων για τα κράτη μέλη της.

Φυσικά, η ΕΕ θα μπορούσε να επιβάλει κυρώσεις στις εξαγωγές φυσικού αερίου και πετρελαίου της Ρωσίας, αλλά θα πρέπει να είναι έτοιμη να δεχθεί το τεράστιο πλήγμα και τις αλυσιδωτές συνέπειες που θα φέρουν αυτές οι ενέργειες. Μπορεί η ΕΕ να επιδιώκει να έχει διεθνές εκτόπισμα και λόγο σε ενεργειακά ζητήματα και ανθρώπινα δικαιώματα, όταν αυτά όμως αφορούν τη Ρωσία, φαίνεται ότι περιορίζονται σημαντικά οι δυνατότητές της.

Η ρωσική ανάγνωση

Στη Ρωσία η πανδημία του κορωνοϊού ενίσχυσε το αφήγημα της ηγεσίας ότι οι υπερεθνικοί σχηματισμοί, όπως η ΕΕ, είναι καταδικασμένοι να αποτύχουν. Αυτό ήταν και παραμένει το μήνυμα με το οποίο το Κρεμλίνο και τα ελεγχόμενα από το κράτος ΜΜΕ προσπαθούν να εμποτίσουν τη ρωσική κοινωνία. Απέναντι στην αποτυχία της ΕΕ παρουσιάζονται οι επιτυχίες των απολυταρχικών καθεστώτων της Κίνας και της Ρωσίας, οι οποίες τα πήγαν καλύτερα στη διαχείριση της πανδημίας. Η «αποτυχία» αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην ΕΕ, αλλά συγκεκριμενοποιείται στην περίπτωση των ΗΠΑ, όπου αναδείχθηκε η αδυναμία του πολιτικού τους συστήματος και η λάθος πορεία που ακολουθούν οι δυτικές κοινωνίες.

Αν και οι εξελίξεις με τη διαχείριση της πανδημίας στην ΕΕ δύσκολα μπορούν να αμφισβητήσουν το αφήγημα του Κρεμλίνου, ειδικοί εντάσσουν στον παράγοντα της αποτυχίας των ευρωπαϊκών χωρών την έκθεση στον έλεγχο. Θεωρούν ότι πρόκειται για τη λογική συνέπεια της μεγαλύτερης διαφάνειας των δημοκρατικών πολιτικών συστημάτων. Δεν υπήρχε ή υπάρχει συγκρίσιμη έκθεση σε έλεγχο όσον αφορά την κατάσταση του κορωνοϊού στη Ρωσία, με ανεξάρτητες έρευνες να δείχνουν ότι τα νούμερα για τα κρούσματα και τους θανάτους στη ρωσική επικράτεια είχαν χειραγωγηθεί από τις κρατικές Αρχές.

Μεσούσης της κρίσης της πανδημίας, όμως, αναδείχθηκε και το ζήτημα της σύλληψης και κράτησης του Ναβάλνι. Η υπόθεση αυτή δίνει άλλη μια ευκαιρία στο Κρεμλίνο να δείξει το «πραγματικό» πρόσωπο της Δύσης, αφού ο επικριτής του Πούτιν γίνεται ο δίαυλος για τη σύνδεση της ΕΕ με τα εσωτερικά ζητήματα της Μόσχας.

Τώρα το κάθε μέρος είναι «υποχρεωμένο» να δώσει τη μάχη του. Το Κρεμλίνο θα συνεχίσει να προωθεί την άποψη ότι ο Ναβάλνι και οι υποστηρικτές του είναι μαριονέτες της εχθρικής Δύσης. Μάλιστα, οι κινήσεις των συνεργατών του «επιβεβαιώνουν» αυτούς τους ισχυρισμούς, στέλνοντας επιστολές στον Αμερικανό πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, και στις Βρυξέλλες, ζητώντας επιβολή κυρώσεων σε 35 Ρώσους αξιωματούχους και επιχειρηματίες.

Οι παρασκηνιακές κινήσεις των ΗΠΑ

Την ίδια ώρα η διοίκηση Μπάιντεν εξετάζει την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας με στόχο μια ενδεχόμενη αναπροσαρμογή τους, ώστε να αυξηθεί ο άμεσος αντίκτυπός τους.

Σύμφωνα με διπλωματικές πληροφορίες που επικαλούνται ξένα ΜΜΕ, οι σύμβουλοι του νέου πλανητάρχη για την εξωτερική πολιτική φαίνεται ότι θέλουν να διαμορφώσουν μια πιο ολοκληρωμένη και συνεπή στρατηγική απέναντι στη Ρωσία, η οποία θα περιλαμβάνει τους τομείς της άμυνας, της οικονομίας, της ενέργειας και της διπλωματίας.

Σε παρασκηνιακό επίπεδο, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι κάλεσαν τους Δυτικούς συμμάχους τους να περιοριστούν από το να στέλνουν διφορούμενα μηνύματα στη Μόσχα, επιδιώκοντας οικονομικές σχέσεις που θα υπονομεύουν και ίσως να απαλείφουν τις οικονομικές και πολιτικές συνέπειες των κυρώσεων. Οι κινήσεις αυτές σαφώς και έχουν να κάνουν με την κατασκευή του αγωγού Nord Stream 2, ο οποίος αποτελεί για τους Αμερικανούς ένα ακόμα βήμα προς την περαιτέρω ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία.

Μάλιστα, η Μόσχα δεν έκρυψε την ενόχλησή της μετά τις δηλώσεις του εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Νεντ Πράις, ότι οι ΗΠΑ τάσσονται κατά της κατασκευής του αγωγού Nord Stream 2 για γεωπολιτικούς λόγους. «Οι δηλώσεις αυτές επιβεβαιώνουν ότι η Ουάσιγκτον υπονομεύει τις θεμελιώδεις αρχές του ελεύθερου εμπορίου και ανταγωνισμού», δήλωσε η εκπρόσωπος του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα.