Ο «ΚΡΟΥΠ», «Ψαρρός» και «Γίγαντας» της ΕΟΚΑ

Στυλιανός Χριστοφή Λένας, 64 χρόνια από τη μέρα της θυσίας του

Μαύρος ήταν ο Φλεβάρης του 1957 για τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ. Οι Βρετανοί σε μιαν απέλπιδα προσπάθειά τους να προκαλέσουν βαριά πλήγματα, όπως πίστευαν, στην Οργάνωση, συγκέντρωσαν όλες τις προσπάθειές τους στα βουνά του Tροόδους, της Μαδαρής και της Παπούτσας, όπου δρούσαν οι αντάρτικες ομάδες του Γρηγόρη Αυξεντίου.Οι πληροφορίες που είχαν συγκεντρώσει από τους προδότες Απόστρατο, Πιπίνο, Καραδήμα και Τσούκκα, που αυτομόλησαν, ήταν σαφείς και συγκεκριμένες: Από τα Κρασοχώρια, το Τρόοδος, μέχρι τη Μαδαρή και την Παπούτσα ήταν συγκεντρωμένες οι περισσότερες ανταρτικές ομάδες της ΕΟΚΑ και εκεί έπρεπε να «χτυπήσουν». Με οδηγίες του κυβερνήτη στρατάρχη Χάρντινγκ, ο αρχηγός των επιχειρήσεων των βρετανικών κατοχικών στρατευμάτων, υποστράτηγος Κέντριου, μετέφερε το στρατηγείο του στις Πλάτρες για να διευθύνει εκ του σύνεγγυς, επιβαίνοντας ελικοπτέρου, τις μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις εναντίον της ΕΟΚΑ. Ένα νέο μέτρο που εφάρμοσε ο Κέντριου ήταν η διασπορά των δυνάμεων σε ευρεία κλίμακα και η αιφνιδιαστική μετακίνησή τους στις περιοχές, όπου σύμφωνα με τις πληροφορίες που συγκέντρωνε από πράκτορες και τους προαναφερθέντες τέσσερεις προδότες, μετακινούνταν τη νύχτα αντάρτες.

Οι διαταγές του Κέντριου ήταν σαφείς και αυστηρές,προς τους υφισταμένους του διοικητές των διαφόρων μονάδων, που είχαν ζώσει τα Κρασοχώρια κι ολόκληρη την Πιτσιλιά: Να μην κάνουν εμφανή την παρουσία τους έξω από τα χωριά, στους δρόμους και τα μονοπάτια κατά τη διάρκεια της ημέρας. Να κινούνται μόνο τη νύχτα και να στήνουν ενέδρες κρυμμένοι σε θάμνους σε προκαθορισμένα σημεία που είχαν υποδείξει οι προδότες Απόστρατος, Τσούκκας, Καραδήμας και Πιπίνος. Σε τρεις τέτοιες ενέδρες έπεσαν την ίδια μέρα,17 Φλεβάρη 1957, οι τρεις ήρωες της ΕΟΚΑ Στυλιανός Λένας, Δημητράκης Χριστοδούλου και Σωτήρης Τσαγκάρης.

Ήταν 17 Φλεβάρη 1957, όταν ο Στυλιανός Λένας, ο «Κρουπ» της ΕΟΚΑ και υποτομεάρχης της περιοχής νότιας Μαδαρής, και ο αντάρτης Παναγιώτης Αριστείδου συνοδευόμενοι από τον Σάββα Παμπακά από την Ποταμίτισα, ξεκινούν από ένα λαγούμι-μισοτελειωμένο κρησφύγετο, που ήταν έξω από την Ποταμίτισα, με προορισμό τον Αμίαντο. Προπορευόταν ο Παμπακάς, που ήταν τόπακας και ήξερε καλύτερα τα μονοπάτια, τον ακολουθούσε από κοντά ο Λένας, και άλλα 100 περίπου μέτρα πιο πίσω βάδιζε ο Αριστείδου. Σε συνέντευξη που μού έδωσε ο Παμπακάς αναφέρει: «Ενώ βαδίζαμε, ρώτησα τον μακαρίτη τον Λένα αν είχε ταυτότητα μαζί του και μου απάντησε «όχι». Ο καιρός ήταν ομιχλώδης και η ορατότητα μηδέν. Ενώ βαδίζαμε με προσοχή, μια στριγκλιά-φωνή «αλτ» έσκισε την ατμόσφαιρα. Βρετανοί στρατιώτες, που ενέδρευαν κρυμμένοι πίσω από θάμνους, έρχονται, σχεδόν εξ επαφής, αντιμέτωποι μ’ εμάς τους δυο που πορευόμασταν. Μόλις μας βλέπουν, μας καλούν να σταματήσουμε και ταυτόχρονα αδειάζουν τα όπλα εναντίον μας. Αρχίζουμε να τρέχουμε με ελιγμούς, σε μια προσπάθειά μας ν’ απφύγουμε τις σφαίρες του εχθρού, που πέφτουν ασταμάτητα εναντίον μας. Μπροστά ο Λένας και πίσω εγώ. Ο Λένας προσπαθούσε ν’ ανέβει μια ξερόδομη για να διαφύγει, αλλά στάθηκε άτυχος. Τον έπληξαν οι εχθρικές σφαίρες. Τραυματίστηκε πολύ σοβαρά. Άρχισαν να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του κι έπεσε στο χώμα. Κάτι ψιθύρισε, αλλά δεν κατάλαβα τι έλεγε. Δυο λέξεις μόνο κατάλαβα: «Παναγία μου τα π...» και ξεψύχησε. Εγώ συνέχισα να τρέχω για να γλιτώσω από τις σφαίρες που έπεφταν ασταμάτητα σαν χαλάζι. Στάθηκα πιο τυχερός. Κρύφτηκα πίσω από μια υπερυψωμένη αιχμή του εδάφους, έχοντας ασπίδα μια γέρικη ελιά και τελικά γλίτωσα. Δεν είδα από εκεί που ήμουν κρυμμένος πώς τον πλησίασαν, ούτε πώς τον μετέφεραν στην Ποταμίτισσα οι Εγγλέζοι. Έτρεξα στο χωριό να ειδοποιήσω τους άλλους συναγωνιστές τι συνέβη, αλλά δεν βρήκα κανέναν...».

Ο μοναδικός άνθρωπος που είδε,το πρωινό της 17ης Φλεβάρη, τον Λένα να πέφτει από τις εχθρικές σφαίρες στην προσπάθειά του να διαφύγει τη σύλληψη και τον Σάββα Παμπακά να τρέχει και τελικά να διαφεύγει, ήταν η νεαρή Παναγιώτα Θεοδώρου, από την Ποταμίτισσα. Η Παναγιώτα βρισκόταν στο περβόλι της, όπου ασχολείτο με γεωργικές εργασίες κι έβοσκε τις κατσίκες της, χωρίς ν’ αντιληφθεί την παρουσία στρατιωτών, που κρύβονταν στους θάμνους κι επιτηρούσαν την περιοχή. Όπως προαναφέραμε, οι διαταγές του στρατηγού Κέντριου προς τους υφισταμένους του ήταν σαφείς και αυστηρές: Ενέδρες σε δρόμους και μονοπάτια. Κάποια στιγμή που καθόταν και χάζευε γύρω, η Παναγιώτα διέκρινε μέσα από την ομίχλη τον συγχωριανό της Σάββα Παμπακά, ακολουθούμενο από έναν νεαρό άγνωστό της, να κινούνται με προφύλαξη προς το μέρος της. Αφηγείται σχετικά: «Ξαφνικά ενώ τους κοίταζα που με κοντοζύγωναν, ακούστηκε μια δυνατή φωνή στα αγγλικά. ‘‘Αλτ’’. Ήταν το παράγγελμα του επικεφαλής των στρατιωτών προς τους δυο πεζοπόρους να σταματήσουν. Εκείνοι, αντί να συμμορφωθούν, αγνόησαν το παράγγελμα και άρχισαν, κάνοντας ελιγμούς, να τρέχουν για να διαφύγουν. Ταυτόχρονα άρχισαν να πέφτουν πυκνοί πυροβολισμοί. Εκεί που έτρεχαν ο νεαρός προσπάθησε ν’ ανέβει σε μια ξερόδομη για να καλυφθεί και ν’ αποφύγει τις εχθρικές σφαίρες. Στην προσπάθειά του αυτή τον βρήκαν οι σφαίρες των στρατιωτών κι έπεσε στο έδαφος σφαδάζοντας. Μέσα σε φριχτούς, αφόρητους πόνους, ο άγνωστος, που ήταν πολύ κοντά μου, άκουσα να λέγει με πνιγμένη φωνή: ‘‘Παναγία μου τα πόδκια μου...’’».

Στην πραγματικότητα, όπως μου είπε αργότερα στη συνέντευξή του ο Σάββας Παμπακάς, ο Λένας είπε «Παναγία μου τα παιδιά μου», υπονοώντας τους συντρόφους του που αναμένονταν ανίδεοι από τον Άη Μάμα στην Ποταμίτισσα εκείνη τη μέρα.

Στη συνέχεια, η Παναγιώτα ιστορεί πώς είδε τον Παμπακά να διαφεύγει τα πυρά των στρατιωτών και να χάνεται από τα μάτια της μέσα στην ομίχλη, ενώ ο άγνωστος τραυματίας (Στυλιανός Λένας) σφάδαζε στο έδαφος, σχεδόν μπροστά της, από αφόρητους πόνους. Την ίδια στιγμή ξεπρόβαλαν από τους θάμνους, όπου ήταν κρυμμένοι, οι πάνοπλοι δολοφόνοι του ήρωα… Κύκλωσαν το τραυματισμένο παλληκάρι με προτεταμένα τα όπλα τους. Φοβούνταν μήπως τους ανταπέδιδε τα πυρά του.

Κατατρομαγμένη η νεαρή Παναγιώτα πήρε τις κατσίκες της και με χίλιες δυο προφυλάξεις έτρεξε σε έξαλλη κατάσταση στο χωριό, όπου μετέφερε το μαύρο μήνυμα. Οι αγωνιστές του χωριού έτρεξαν κι εξαφανίστηκαν, προτού οι Βρετανοί στρατιώτες μπουν στην Ποταμίτισσα κι αρχίσουν έρευνες και ανακρίσεις. Δεν πέρασε πολλή ώρα, που στρατιώτες μπήκαν στο χωριό μεταφέροντας και τον βαριά τραυματισμένο Λένα. Από την Ποταμίτισσα, με ελικόπτερο τον μετέφεραν στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Βάσης Ακρωτηρίου. Εκεί, ένοπλοι στρατιώτες φρουρούσαν μερόνυχτα τον μελλοθάνατο αγωνιστή, που οι ίδιοι γνώριζαν την πλούσια δράση του και την ικανότητά του στην κατασκευή βομβών και άλλων εκρηκτικών μηχανισμών, γι’ αυτό και τον αποκάλεσαν «ΚΡΟΥΠ της ΕΟΚΑ». Τελικά ο «Ψαρρός» και «Γίγαντας» της ΕΟΚΑ άφησε την τελευταία του πνοή στο στρατιωτικό νοσοκομείο Ακρωτηρίου. Ήταν 28 του Μάρτη 1957, όταν ο σεμνός, αλλά λιονταρόψυχος Στυλιανός Λένας δρασκέλισε το Πάνθεο των Ηρώων. Την ίδια μέρα, οι Βρετανοί άφηναν ελεύθερους από τις Σεϋχέλλες, τους εξόριστους Μακάριο, Κυπριανό, Παπασταύρο και Πολύκαρπο Iωαννίδη. Τη σορό του ήρωα δεν την έδωσαν στους δικούς του για ταφή. Και νεκρό ακόμη τον φοβούνταν. Τον έθαψαν στα Φυλακισμένα Μνήματα.

Έχουν περάσει από τότε 64 χρόνια και η μνήμη του παραμένει αγέραστη. Η θυσία του αδικαίωτη. Βαρύ το χρέος που μας άφησε ο Λένας και οι άλλοι ήρωες της ΕΟΚΑ.