Διεθνή

Η προδιαγεγραμμένη μοίρα της Μιανμάρ προς το στρατιωτικό πραξικόπημα

Στη διάρκεια των χρόνων που πέρασε επικεφαλής της χώρας, η Αούνγκ Σαν Σου Τσι, βλέποντας με ρεαλισμό την πολιτική κατάσταση, συμβιβαζόταν με τους πανίσχυρους στρατιωτικούς

Η κήρυξη έκτακτης ανάγκης στη Μιανμάρ και η ανάληψη της εξουσίας από τον στρατό μπορεί να εξηγηθεί εάν τεθεί κάτω από το πρίσμα της θεμελιώδους «αρχής» που διέπει την πολιτική ζωή της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες: Οι στρατηγοί είχαν πάντα το πάνω χέρι. Παρά την προσπάθεια για εκδημοκρατικοποίηση της χώρας από το 2010, το σύνταγμα που συνέταξαν οι ίδιοι διαιώνιζε την κυριαρχία τους επί των πολιτικών αποφάσεων και άφηνε ελάχιστα παράθυρα διαφοροποίησης αυτής της κατάστασης. Πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας, η πρώην επικεφαλής της πολιτικής κυβέρνησης, Αούνγκ Σαν Σου Τσι, και ο στρατηγός Μιν Αούνγκ Χλάινγκ, οι οποίοι, παρά τις διαφορές τους, μοιράζονται την ίδια φιλοδοξία, ακολουθώντας όμως διαφορετικές οδούς. Το ερώτημα της επόμενης ημέρας είναι κατά πόσον η χούντα, που έχει εδραιώσει πια την εξουσία της, θα τηρήσει την «υπόσχεση» για κήρυξη νέων εκλογών.

Το πεπρωμένο της Μιανμάρ

Σε μια εξέλιξη που δεν προκάλεσε καμιά έκπληξη, ο στρατός της Μιανμάρ επέβαλε πραξικόπημα και ανέλαβε την εξουσία της χώρας, η οποία «γνωρίζει» εδώ και μια δεκαετία ότι αυτή είναι η «μοίρα» της. Η πάλαι πότε Βιρμανία, βρισκόταν σχεδόν πέντε δεκαετίες κάτω από τον πλήρη έλεγχο των στρατιωτικών και μόλις το 2010 είχε αρχίσει η διαδικασία προς την εκδημοκρατικοποίησή της.

Σε αυτό το πλαίσιο είχαν αφεθεί ελεύθεροι πολιτικοί κρατούμενοι, μέσα στους οποίους η μετέπειτα ηγέτιδα της ντε φάκτο πολιτικής κυβέρνησης από το 2016, Αούνγκ Σαν Σου Τσι, που είχε αναλάβει εν μέρει μια πολιτική κυβέρνηση με τους όρους που επέβαλε η στρατιωτική ηγεσία.

Η Αούνγκ Σαν Σου Τσι, κάτοχος Νόμπελ Ειρήνης, έχοντας περάσει 15 χρόνια σε κατ’ οίκον κράτηση, ανέλαβε την εξουσία μετά τις εκλογές του 2015. Οι εκλογές αυτές είχαν χαρακτηριστεί οι πιο ελεύθερες που διεξήχθησαν ποτέ στη χώρα και καλλιέργησαν το κλίμα αισιοδοξίας για την πορεία προς τον εκδημοκρατισμό.

Εντούτοις, ο στρατός είχε προνοήσει στο σύνταγμα που συνέταξε το 2008 να βάλει ρήτρες που να απαγορεύουν την ανάληψη της προεδρίας από την Αούνγκ Σαν Σου Τσι, περιορίζοντάς την με αυτόν τον τρόπο στη θέση τής «κρατικής συμβούλου», με αρμοδιότητες πρωθυπουργού, της οποίας όμως η εξουσία περνούσε μέσω του Προέδρου Ουίν Μιντ, στελέχους του κόμματός της.

Λίγα 24ωρα πριν από το πραξικόπημα, ο επικεφαλής του στρατού Μιν Αούνγκ Χλάινγκ είχε δείξει τις προθέσεις του, απειλώντας ότι το Σύνταγμα της χώρας θα μπορούσε να τεθεί «σε αναστολή» ή ακόμη και να «ανακληθεί» εάν δεν τηρείτο, με τις απειλές αυτές να γίνονται τελικά πράξη τα ξημερώματα της ημέρας που θα συνερχόταν σε σώμα και θα συνεδρίαζε το νέο κοινοβούλιο, που αναδείχθηκε στις εκλογές του Νοεμβρίου, στις οποίες ο Εθνικός Σύνδεσμος για τη Δημοκρατία (NDL) είχε υποστηρίξει ότι θα κερδίσει συντριπτικά.

Η δαμόκλειος σπάθη των στρατιωτικών

Οι πρωταγωνιστές των εξελίξεων, παρά τις μεγάλες αντιθέσεις που τους χαρακτηρίζουν, μοιράζονται ένα κοινό γνώρισμα, το οποίο ήταν και ο παράγοντας που οδήγησε στο πραξικόπημα.

Σύμφωνα με αναλυτές, η Αούνγκ Σαν Σου Τσι ταυτιζόταν σε πολλά σημεία με τον στρατό και συμφωνούσε με τις θέσεις τους σε πολλούς τομείς. Αυτό όμως που «ξένισε» τη στρατιωτική ηγεσία ήταν η φιλοδοξία της να αναλάβει την προεδρία της χώρας.

Στη διάρκεια των χρόνων που πέρασε επικεφαλής της χώρας, η Αούνγκ Σαν Σου Τσι βλέποντας με ρεαλισμό την πολιτική κατάσταση της χώρας, συμβιβαζόταν με τους πανίσχυρους στρατιωτικούς, οι οποίοι βρίσκονταν επικεφαλής σε τρία σημαντικά υπουργεία (Εσωτερικών, Άμυνας και Συνόρων), μέχρι να βρει ευκαιρία να μειώσει τις εξουσίες τους.

Από το 2015 οι ηγέτες του κόμματός της έκαναν προσεκτικά βήματα, ώστε να μην προκαλέσουν τη στρατιωτική ηγεσία, με αποτέλεσμα να δέχονται σφοδρές επικρίσεις για την αδυναμία τους να περάσουν νόμους που να περιορίζουν τις αρμοδιότητες του επικεφαλής του στρατού. Κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η παραμικρή κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα πραξικόπημα.

Επιβεβαίωση αυτής της αδυναμίας, η δολοφονία του δικηγόρου Κο Νάι στις αρχές του 2017 στο αεροδρόμιο Γιανγκόν, καθώς κρατούσε τον εγγονό του. «Αμάρτημά» του η παρουσίαση ενός σχεδίου για την αντικατάσταση του συντάγματος με μια νέα έκδοση που θα αφαιρούσε από τους στρατιωτικούς τις εξουσίες τους.

Η παγιδευμένη οιονεί πριγκίπισσα

Η Αούνγκ Σαν Σου Τσι, πάντως, παρά τη δημοτικότητά της εξαιτίας της σημασίας τής οικογένειάς της και των χρόνων που πέρασε σε κατ' οίκον κράτηση, δέχθηκε έντονες επικρίσεις τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας της.

Εντός του κόμματός της είχε κατηγορηθεί για την αυταρχικότητά της και την απαίτηση για πιστή υποταγή των υφιστάμενων της. Η ίδια η δομή της ιεραρχίας του Εθνικού Συνδέσμου για τη Δημοκρατία απέρρεε από την ανάγκη επιβίωσης κάτω από τη στρατιωτική κυριαρχία, καθώς πολλοί από τους ηγέτες του απομακρύνθηκαν και καταδικάστηκαν σε μακρά ποινή φυλάκισης. Ουσιαστικά μπορούσαν να εμπιστεύονται μόνον ο ένας τον άλλο.

Σε διεθνές επίπεδο, παρά το Νόμπελ που κέρδισε το 1991, η δημόσια εικόνα της αμαυρώθηκε για πάντα από την τραγωδία των μουσουλμάνων Ροχίνγκια, για την οποία η Μιανμάρ κατηγορήθηκε για «γενοκτονία» ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου.

Περίπου 750.000 άνθρωποι αυτής της μειονότητας διέφυγαν από τις ωμότητες του στρατού και των βουδιστικών πολιτοφυλακών το 2017 και κατέφυγαν σε πρόχειρους καταυλισμούς στο Μπανγκλαντές.

Η Αούνγκ Σαν Σου Τσι, η οποία αρνήθηκε ότι υπήρξε «οποιαδήποτε πρόθεση για γενοκτονία», πήγε η ίδια για να υπερασπιστεί τη χώρα της ενώπιον του Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι δεν επέδειξε καμιά συμπόνια στην υπόθεση αυτή προκάλεσε διεθνή θύελλα αντιδράσεων μεν, αλλά στο εσωτερικό παγίωσε περαιτέρω την εμπιστοσύνη του λαού της προς το πρόσωπό της.

Η μετέωρη υπόσχεση για εκλογές

Ο επικεφαλής του στρατού της Μιανμάρ, Μιν Αούνγκ Χλάινγκ, λίγο πριν βγει στη σύνταξη προχώρησε στο τρίτο πραξικόπημα από την ανεξαρτησία της Μιανμάρ το 1948, επικαλούμενος παρατυπίες στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν τον Νοέμβριο και στις οποίες νίκησε ο Εθνικός Σύνδεσμος για τη Δημοκρατία της Αούνγκ Σαν Σου Τσι.

«Φορτωμένος» με την ευθύνη της αιματηρής καταστολής κατά της μουσουλμανικής μειονότητας των Ροχίνγκια, ισχυρίστηκε ότι η «επιχείρηση» αυτή είχε μοναδικό στόχο τους αντάρτες που δρούσαν στην περιοχή. Από την άλλη χρεώνει στον εαυτό του τη δημοκρατική μετάβαση στη Μιανμάρ, χάρη στη οποία το 2015 διεξήχθησαν οι πρώτες ελεύθερες εκλογές στη χώρα τα τελευταία 50 χρόνια.

Το ερώτημα για πολλούς ειδικούς είναι κατά πόσον θα κάνει πράξη την υπόσχεσή του για νέες εκλογές. Πολλοί εκτιμούν ότι οι πολιτικές του φιλοδοξίες δεν θα τον αφήσουν να προχωρήσει σε αυτό το βήμα πριν εξασφαλίσει ότι έχει «καθαρίσει» από βασικούς παίκτες, όπως το NDL και την Αούνγκ Σαν Σου Τσι. Ήδη προχώρησε με το σχέδιο της πολιτικής εκκαθάρισης της Αούνγκ Σαν Σου Τσι, στην οποία απαγγέλθηκαν κατηγορίες για παράνομη εισαγωγή τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού.

Παρά το γεγονός ότι σκεφτόταν να είναι υποψήφιος στις εκλογές, δεν μπορούσε να παραβλέψει ότι το κόμμα που στήριζαν οι στρατιωτικοί είχε καταρρεύσει και δεν θα ήταν ποτέ σε θέση να παραμείνει στην εξουσία με δημοκρατικές μεθόδους.

Μάλιστα, υπάρχει η άποψη ότι ο Μιν Αούνγκ Χλάινγκ ίσως εμπνεύστηκε από το παράδειγμα της γειτονικής Ταϊλάνδης, όπου στις εκλογές του 2019 ο επικεφαλής της χούντας Πραγιούτ Τσαν-Ο-Τσα κατάφερε να παραμείνει στη θέση τού πρωθυπουργού.

Σημειώνεται ότι το 2019 επιβλήθηκαν εναντίον του Μιν Αούνγκ Χλάινγκ κυρώσεις από τις ΗΠΑ για τον ρόλο του «στην εθνοκάθαρση» που συντελέστηκε εναντίον Ροχίνγκια, ενώ απαγορεύεται να εισέλθει στις ΗΠΑ και το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών έχει παγώσει τυχόν περιουσιακά του στοιχεία και έχει απαγορεύσει στους Αμερικανούς να έχουν συναλλαγές μαζί του.