Πολιτισμός

Κώστας Αξελός: Ο στοχαστής του Παιγνιδιού του Κόσμου

Αν η φιλοσοφία και η μεταφυσική δεν αποτελούν την τελευταία λέξη της σκέψης, αν ζούμε στην αρχή του τέλους τους, ενός τέλους που δεν γνωρίζουμε πόσο θα διαρκέσει, τότε, εκείνο που επέρχεται, είναι μια σκέψη ποιητική, ανοικτή, ερωτηματική, συντονισμένη με τον ρυθμό του κόσμου, διανοιγμένη στην περιπλάνηση. Αυτό είναι το διακύβευμα που ανέλαβε ο Αξελός, θέτοντας υπό ερώτηση όλη την κληρονομημένη οντοθεολογία, καθώς και όλους τους «ισμούς» και τις ιδεολογίες που «καρποφόρησαν» στο αποσαθρωμένο σώμα της

Συμπληρώθηκαν στις 4 Φεβρουαρίου έντεκα χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου Έλληνα στοχαστή, Κώστα Αξελού, ενός από τους μεγαλύτερους στοχαστές της εποχής μας. Ενός στοχαστή που συνέδεσε, με φιλοσοφική και πνευματική συνέπεια, το ταξίδι της προσωπικής του περιπέτειας με το ξετύλιγμα της «πλανητικής σκέψης», σε όλες τις μορφές και τις αρθρώσεις της, αλλά και τις αμορφίες και τις εξαρθρώσεις της.

Ο Αξελός υπήρξε, ίσως, ο τελευταίος μεγάλος στοχαστής, αποπειρώμενος να συλλάβει τον ρυθμό του παιγνιδιού του κόσμου, πέρα από δόγματα, ιδεολογίες, θεωρητικούς αταβισμούς και εποχικότητες, ένας στοχαστής «έξω από όλα τα κυκλώματα ή τα αντικυκλώματα, που δεν προσπαθεί να ιδρύσει σχολές και να έχει οπαδούς».

Στοχάστηκε, με τα μέσα και στα όρια της σκέψης, τον άνθρωπο και τον κόσμο στην πολύμορφη, αινιγματική σχέση τους.

Έθεσε ερωτήματα για να ιχνηλατήσει καίριες, αλλά πιο ερωτηματικές απαντήσεις, πολέμησε και συμφιλιώθηκε με τη γόνιμη αμφισημία του στοχασμού, αποφεύγοντας τόσο την ηχηρή επιπεδότητα, όσο και τις δημοφιλείς μόδες.

Αν η φιλοσοφία και η μεταφυσική δεν αποτελούν την τελευταία λέξη της σκέψης, αν ζούμε στην αρχή του τέλους τους, ενός τέλους που δεν γνωρίζουμε πόσο θα διαρκέσει, τότε, εκείνο που επέρχεται, είναι μια σκέψη ποιητική, ανοικτή, ερωτηματική, συντονισμένη με τον ρυθμό του κόσμου, διανοιγμένη στην περιπλάνηση.

Αυτό είναι το διακύβευμα που ανέλαβε ο Αξελός, θέτοντας υπό ερώτηση όλη την κληρονομημένη οντοθεολογία, καθώς και όλους τους «ισμούς» και τις ιδεολογίες που «καρποφόρησαν» στο αποσαθρωμένο σώμα της.

Μ’ έναν ρωμαλέο βηματισμό προς τα πίσω, προς τις απαρχές του στοχασμού, στις προσωκρατικές πηγές του, ξεδίπλωσε τη σκέψη προς εκείνο που αναδύεται μέσα στη λάμψη του αινίγματος: το Παιγνίδι του Κόσμου, παιζόμενο μέρος του οποίου είναι ο άνθρωπος, το Παιγνίδι του οποίου είμαστε «τα περιπλανώμενα ομιλούντα αποσπάσματα».

Σε μια εποχή «που δεν μας ανήκει», αλλά της ανήκουμε, στα διάκενα και στις μεταβάσεις μιας «εποχιακότητας» που κατακρημνίζει τη σκέψη, «κλήρος» του στοχαστή είναι η ανάληψη της τόλμης να σκέφτεται, να σκέφτεται εκείνο χωρίς το οποίο ο άνθρωπος είναι αδιανόητος και που αποσύρθηκε «επικηρυγμένο» μέσα σε μιαν αρχαϊκή και μοντέρνα ονοματοθεσία - Φύση, Θεός, Ον, Άνθρωπος Κόσμος - χωρίς να παραλείπει, ταυτόχρονα, να στοχάζεται την κυρίαρχη ροπή της εποχής - την τεχνική που κατακλύζει όχι μόνον το παρόν αλλά και το μέλλον, και μια πολιτική ληξιπρόθεσμης έμπνευσης που επαναλαμβάνεται διαχειριζόμενη τις αδυναμίες της.

«Ο αυριανός κόσμος, ο βιομηχανικός, μαζικός, μηδενιστικός, ηλεκτρονικός και τεχνικοποιημένος πολιτισμός, θα τεχνικοποιήσει ακόμη και τη φαντασία. Υπάρχει ένα πέρα από την τεχνική; Και από ποιον κυριαρχείται η τεχνική; Δεν μπορώ να απαντήσω... Σήμερα, φαίνεται ότι είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Υπάρχει έως και μια τεχνική των φαντασιώσεων. Ο κινηματογράφος, η ίδια μας η ζωή είναι μια μορφή τεχνικής. Είναι σαν αυτό που ακούω από τους φοιτητές, να λένε ‘έκανα έρωτα’ χρησιμοποιώντας τη λέξη ‘κάνω’ σαν να έκαναν ένα σκαμνί ως μαραγκοί…», θα πει γι’ αυτό που ο Χάιντεγκερ ονόμαζε πεπρωμένο του σύγχρονου κόσμου, καθώς ολόκληρο το ιστορικό γίγνεσθαι αναλίσκεται μέσα στην τεχνική και την τεχνο-επιστήμη.

Η δε πολιτική, άρρηκτα συνυφασμένη με την ιδεολογία, ακόμη κι αν αυτοπροτείνεται ως μη ιδεολογική, «δεν αποτελεί παρά μια τεχνικογραφειοκρατική διαχείριση για τους εκάστοτε κυβερνώντες, όσο και για τους εκάστοτε αντιπολιτευόμενους», σ’ έναν κόσμο που «οι ιδεολογίες, γενικευόμενες πεθαίνουν. Μετά από αυτές, μια μέση απατηλή νοοτροπία θα κυριαρχήσει για πολύ». Μια νοοτροπία που «έχει στοιχεία από όλα. Λίγο φιλελεύθερα, λίγο σοσιαλιστικά, λίγο χριστιανικά, λίγο εβραϊκά, λίγο προλεταριακά, λίγο αστικά, λίγο από τις φιλοσοφίες, αλλά είναι πάντα ένα μπέρδεμα, χωρίς αυτό να είναι σκέψη. Κάνει τους ανθρώπους να νομίζουν ότι σκέπτονται». Η ιδία η δημοκρατία «μένει ουτοπική, δηλαδή δεν έχει πουθενά τόπο να πραγματοποιηθεί. Το ίδιο της το νόημα μας ξεφεύγει».

Μεταφιλοσοφικό εγχείρημα

Ο ίδιος όριζε το εγχείρημά του «μεταφιλοσοφικό και σκεπτόμενο»... «Από τον προφιλόσοφο Ηράκλειτο ώς την ολοκλήρωση της φιλοσοφίας και τη διαπίστωση του τέλους της ιστορίας στον Χέγκελ, μέσα από τον στοχαστή Μαρξ, τους Χέλντερλιν, Ρεμπό, τελευταίους ποιητές, τον Νίτσε, κριτικό και εξάγγελο, τον αναλυτή Φρόιντ και τον Χάιντεγκερ, ο οποίος δεν παύει να είναι ένας αινιγματικός στοχαστής που στοχάζεται το αίνιγμα, έχω ακολουθήσει μια κεντρική σκέψη που μου επιβαλλόταν, προσπαθώντας να κάνω την ιδέα της αλήθειας να βγει από τους αρμούς της και να θεωρήσω τον κόσμο σαν να μην είναι ούτε με νόημα ούτε παράλογος, αλλά όπως ξετυλίγεται σαν παιγνίδι που περιέχει και που συντρίβει τη συνδυαστική όλων των παιγνιδιών».

Ως προς το ερώτημα «τι να πράξουμε;», απαντά: «Να προσπαθήσουμε να στεκόμαστε και να κρατιόμαστε όσο γίνεται πιο όρθιοι, σε μια στάση στοχαστικής εγρήγορσης, ακόμη και ιδίως όταν όλα ισοπεδώνονται, έρπουν και μηδενίζονται». «Να μην ξεχνάμε πως η φύση, δυνατότερη από τον άνθρωπο, την επιστήμη και την τεχνική, απεριόριστη αλλά όχι αναγκαστικά άπειρη, έχει τα όρια της ανοχής και της αντοχής». «Να αφομοιώσουμε την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας, όπου όλες οι ιδεολογίες χρεοκόπησαν, όσο κι αν εν μέρει πέτυχαν, και να αντιτάξουμε στον δεσπόζοντα πολιτικαντιδισμό μια πιο νηφάλια ένταξη και αντίσταση που να μη στηρίζεται στην απάτη και στην εξαπάτηση, στην κερδοσκοπία και στην εκμετάλλευση».

Στο ύστερο έργο του, καθίσταται όλο και πιο επίμονη η προσπάθεια να περισυλλέξει στοχαστικά ένα πνεύμα καταστροφής που διασχίζει τον άνθρωπο και την ιστορία αρθρώνοντας μιαν απάντηση. Θα την εντοπίσει σε «μια φιλικότητα και μιαν εγρήγορση, μια φιλικότητα που γίνεται και μαχητική, όποτε είναι αναγκαίο», γιατί κάθε «στάση κυριαρχίας ή υποταγής είναι ανώφελη».

«Αυτό που επέρχεται»

Στο τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Αυτό που επέρχεται», που κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 2009 και στην Ελλάδα το 2011 (Βιβλιοπωλείον της Εστίας), εξετάζει «αυτό που επέρχεται» κι όχι, απλώς, κάποιο ή κάτι επερχόμενο, το επερχόμενο το οποίο περιλαμβάνει «και τις δυνατότητες διαφοροποίησης αυτού που γίνεται. Ό,τι έχει επέλθει, αυτό που επέρχεται κι εκείνο που είναι να έλθει, σε καθέναν από τους τόπους του, σε καθεμιά από τις στιγμές του, παραμένει ανείπωτο. Εμπλέκεται με το κενό και συνεπάγεται το κενό, ζωντανεύει τα λόγια και τις δράσεις που, επίσης, το διαπλάθουν». «Αυτό που επέρχεται συνδέεται με όλες τις καθημερινές και υπερκαθημερινές πράξεις και παραλείψεις μας, με την εικονικότητα που του δανείζει τα ενδύματά της και που καταλήγει να γίνεται ένα σώμα μαζί του. Από αμνημονεύτων χρόνων, η ανθρωπότητα, είτε αγνοώντας το είτε έχοντας την επίγνωσή του, αναζητεί το μυστικό του ‘είναι’ και το διακύβευμα του ‘γίγνεσθαι’. Γύρω απ’ αυτό διατυπώθηκαν λέξεις κυρίαρχες που πήραν κατόπιν τον δρόμο τους. Το ίδιο το επερχόμενο, όμως, υπερέχει και στο παρόν και στο μέλλον. Προκαλεί και περιλαμβάνει ερωτήσεις και απαντήσεις, ερμηνείες και δράσεις που μένουν όλες σε εκκρεμότητα, μετέωρες».

Σε μας εναπόκειται να επεξεργαστούμε τους όρους τούτης της φιλικότητας, μέσα σε μια στοχαστική εγρήγορση για το επερχόμενο, γι’ αυτό που επέρχεται. Γιατί ο Κώστας Αξελός έφυγε, όμως, το παιγνίδι του κόσμου συνεχίζει να μας παίζει...

«Ζούμε και πεθαίνουμε το πέρας των νέων χρόνων, ένα πέρας το οποίο πιθανώς θα διαρκέσει ακόμη πολύ. Υφιστάμεθα τη διαδικασία αυτή στην οποία και συμβάλλουμε, αυτός είναι ο ορίζοντάς μας και πρέπει ακριβώς πέρα απ' αυτόν τον ορίζοντα -και μάλιστα ξεπερνώντας την ιδέα του ορίζοντα- να κοιτάξουμε προς την κατεύθυνση αυτού που αναδύεται και προσεγγίζει, συλλαμβάνοντάς μας».

Η ζωή του

Ο Κώστας Αξελός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1924. Από αστική οικογένεια, διδάχτηκε από παιδί γαλλικά και γερμανικά. H εφηβεία του φωτίστηκε από τα κείμενα των Ηράκλειτου, Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Εμπεδοκλή, Μαρξ, Νίτσε, Ντοστογιέφσκι και ποιητών όπως ο Ρεμπώ, ο Ρίλκε.

Στα δεκαεπτάμισι χρόνια του εντάχθηκε στην κομμουνιστική νεολαία και, παρά τις διαφωνίες του, πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση, υποστηρίζοντας ότι «ο πραγματικός κομμουνιστής πρέπει να κρατάει στο ένα χέρι το όπλο και στο άλλο τα βιβλία του Ρίλκε». Το 1944, στα Δεκεμβριανά, έζησε εικονική εκτέλεση στα κρατητήρια της Ασφάλειας, φυλακίστηκε σε στρατόπεδο και τελικά απέδρασε. Η σχέση του με το δογματικό ΚΚΕ δεν ήταν δυνατό να συνεχιστεί και το 1946 εγκατέλειψε τις γραμμές του.

Τέλη του 1945, με τη βοήθεια του Οκτάβιου Μερλιέ -διευθυντή τότε του Γαλλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα- επιβιβαζόταν στο θρυλικό πλέον πλοίο «Ματαρόα» μαζί με τον Κ. Καστοριάδη, τον Κ. Παπαϊωάννου, τον Κ. Βυζάντιο, τη Μ. Κρανάκη, τον Κ. Κουλεντιανό, τον Ν. Σβορώνο, τον Γ. Κανδύλη, και άλλους, με προορισμό το Παρίσι. Λίγο διάστημα μετά την αναχώρησή του, καταδικαζόταν ερήμην σε θάνατο.

Στο Παρίσι σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόννη, όπου και δίδαξε (1962-1973). Διετέλεσε αρχισυντάκτης του πρωτοποριακού τότε περιοδικού Arguments (Επιχειρήματα) από το 1956 ώς το 1962, ίδρυσε και διηύθυνε την ομώνυμη φιλοσοφική σειρά στις Editions de Minuit, στην οποία εκδόθηκαν επίσης και τα περισσότερα από τα βιβλία του.

Πασίγνωστη είναι η διένεξή του με τον Σαρτρ, τον οποίο εγκαλούσε για μη πρωτότυπη σκέψη και έκθεση παλαιότερων φιλοσοφικών ιδεών, ενώ ο Σαρτρ τον κατηγορούσε, επειδή είχε εγκαταλείψει τον κομμουνισμό.

Έχει εκδώσει είκοσι τέσσερα βιβλία και πλήθος κειμένων (γαλλικά, ελληνικά και γερμανικά), που μεταφράστηκαν σε δεκαέξι γλώσσες.

Από τις εκδόσεις Les Belles Lettres κυκλοφόρησε το 2009 το τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Αυτό που επέρχεται».

Βιβλία του στα Ελληνικά

«Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία», «Γράμματα σ' ένα νέο στοχαστή» («Εξάντας») «Ο Μαρξ στοχαστής της τεχνικής» («Καστανιώτης»), «Προς την πλανητική σκέψη», «Για μια προβληματική ηθική», «Ανοιχτή συστηματική», «Μεταμορφώσεις», «Αυτή η διερώτηση», «Αινιγματικές απαντήσεις» («Εστία»), «Γιατί σκεφτόμαστε; Τι να πράξουμε;», «Αυτοβιογραφικές σημειώσεις», «Η εποχή και το ύπατο διακύβευμα», «Το άνοιγμα στο επερχόμενο και Το αίνιγμα της τέχνης. [Επιτομή δύο διαλέξεων]» («Νεφέλη», 2009). «Αυτό που έρχεται» («Εστία, 2009)».