Ισότητας διαστρεβλωμένη διάσταση

Η δημοκρατική δομή πολιτευμάτων σε όλες της τις αποχρώσεις, είτε αναφέρεται στην εξ αρχής παραδοσιακή δημοκρατική ταυτότητα, η οποία αποτυπώνεται στη λειτουργία ενός ενιαίου συνόλου, είτε σε ομοσπονδιακή τοιούτη, παραπέμπει πρωτίστως και αφετηριακά στην ισότητα μεταξύ πολιτών του κρατικού συνόλου ως δομικό γνώρισμα του συστήματος.

Συνεπώς, η οποιαδήποτε παραβίαση της ισότητας των ατόμων- πολιτών, που προβάλλεται ως υποδομή του πολιτικού συστήματος και αποτελεί στοιχείο του κράτους δικαίου, αυτονοήτως δε και του ευρωπαϊκού κεκτημένου, τελεί υπό μία απαγορευτική διάσταση όταν η αναφορά παραπέμπει σε σύγχρονο κράτος.

Στην περίπτωση της Κύπρου και της Κυπριακής Δημοκρατίας, η πολιτική ισότητα των ατόμων παραβιάστηκε ήδη με την οικοδόμηση της κυπριακής πολιτείας το 1960 μέσα από την παροχή αυξημένων δικαιωμάτων στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, καθ’ υπέρβασιν ακριβώς της ισότητας των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας εν τω συνόλω τους. Επισημαίνεται πως η τουρκοκυπριακή κοινότητα τελούσε προ της ίδρυσης του κυπριακού κράτους σε καθεστώς μειονότητας, εθνικής ή θρησκευτικής, σε όλη την ιστορική διαδρομή της Κύπρου, από την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς το 1571 έως και το 1960.

Αυτή η παραβίαση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων του κυπριακού λαού ως συνόλου συντελέστηκε με ιδιαίτερη υποβάθμιση της πληθυσμιακής πλειοψηφίας των Ελλήνων, οι οποίοι σε ένα δημοκρατικά δομημένο πολίτευμα θα προσδιόριζαν τις αποφάσεις ως προς το παρόν και το μέλλον του λαού της χώρας. Η ανωτέρω θεμελιώδης αναφορά παραβίασης της δημοκρατικής αρχής της πλειοψηφίας παραπέμπει σε οργανωμένη βρετανική ενορχήστρωση αποσκοπούσα στον ενταφιασμό τής διά της άσκησης του δικαιώματος της αυτοδιαθέσεως ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.

Βάσει της λογικής της ισότητας των ομάδων – κοινοτήτων και όχι των ατόμων – πολιτών ως διεθνώς είθισται, εξισωνόταν στην κυπριακή περίπτωση η πλειοψηφία με τη μειοψηφία. Η ανωτέρω εξίσωση, που συνιστά θεμελιακό λάθος του Ελληνισμού κατά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, προεκτείνεται σήμερα από την Τουρκία με τις «ευλογίες» και πάλι του βρετανικού παράγοντα σε μια προβαλλόμενη ως ομοσπονδιακής δομής λύση ισότητας κοινοτήτων – κρατικών εν προκειμένω οντοτήτων στο πλαίσιο ενός αυριανού κρατικού οικοδομήματος, ουσία συνομοσπονδιακού χαρακτήρα.

Το σχήμα αυτό, είτε η αναφορά παραπέμπει σε διζωνική ομοσπονδιακή είτε σε συνομοσπονδιακή δομή, προώρισται εκ των πραγμάτων να παραβιάζει κατάφωρα τη συμμετοχή και τα δικαιώματα των ατόμων-πολιτών ως φορέων δικαιωμάτων, που να δημιουργούν πλειοψηφική, δημοκρατική εξουσία.

Η ανωτέρω συνθήκη, η οποία και κατά τα αναμενόμενα επιδιώκεται να συζητηθεί στην επερχόμενη πενταμερή διάσκεψη για το Κυπριακό, αποτελεί «συνεπή» συνέχεια και απόληξη, όχι μόνο των Συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου, που ως γνωστόν αποτελούν το «προπατορικό αμάρτημα» του Κυπριακού Προβλήματος, αλλά κυρίως τής από το 1983 «ανακήρυξης» της «ΤΔΒΚ» ως του «τουρκοκυπριακού ομόσπονδου κρατιδίου», όπου παραβλέποντας το γεγονός ότι αποτελεί προϊόν εισβολής και κατοχής, προορίζετο εξαρχής να οικοδομήσει ως συνιστώσα οντότητα ένα συνομοσπονδιακού τύπου κρατίδιο με το κράτος του νότου – Κυπριακή Δημοκρατία.

Η ανωτέρω συνθήκη προσεγγίζει την ισότητα ως κυριαρχική ισότητα των κρατιδίων - μερών του συνομοσπονδιακού συστήματος και όχι των πολιτών. Οι πολίτες τελούν εν αφανεία.

Η προσέγγιση αυτή συνιστά ένα ακόμα τουρκοβρετανικής έμπνευσης πείραμα, το οποίο έρχεται σε αντίθεση με κάθε ομοσπονδιακής δομής προηγούμενο σε όλη την Ευρώπη, καθώς τα σύγχρονα γνωστά ομοσπονδιακά κράτη, προεξαρχόντων του γερμανικού, αυστριακού και ελβετικού παραδείγματος, προβάλλουν την αυτονομία των μερών παράλληλα με τη λειτουργία του κρατικού λαού εν τω συνόλω του.

Οι επερχόμενες συνομιλίες στο πλαίσιο της άτυπης πενταμερούς, που κατά τα αναμενόμενα δεν θα ευδοκιμήσουν, οφείλουν εν μέσω κλιμακούμενης τουρκικής επιθετικότητας να αφυπνίσουν Αθήνα και Λευκωσία, οδηγώντας τες στη στρατηγική στόχευση μιας όχι τύποις, αλλά ουσία ευρωπαϊκής διάρθρωσης πολιτεύματος για την επόμενη της λύσεως μέρα της Κύπρου.

*Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο