Από το 1821 στο 2021: Η οικονομική ιστορία
Η ιστορία πρέπει να μας διδάσκει και, δανειζόμενος τη φράση του Γιώργου Σεφέρη, επισημαίνεται ότι, «σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν, είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον»
Η καταγραφή των πιο σημαντικών γεγονότων μιας οικονομίας δίνει τη δυνατότητα ανάλυσης των αποτελεσμάτων πολιτικών αποφάσεων που πάρθηκαν, αλλά και των συνθηκών που επικρατούσαν στο διεθνές οικονομικό και διεθνές πολιτικό περιβάλλον της κάθε εποχής.
Η διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου οικονομικού μοντέλου, το οποίο δεν θα μεταβάλλεται ουσιαστικά από την εκάστοτε κυβέρνηση, αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τη δημιουργία μιας ισχυρής και βιώσιμης οικονομίας. Η ισχυρή οικονομία ενισχύει τη διαπραγματευτική ικανότητα μιας χώρας στον διεθνή πολιτικό στίβο.
Από τα αρχαία χρόνια η Ελλάδα είχε αναπτύξει την «τέχνη» του εμπορίου και αποτελεί μια πανίσχυρη ναυτιλιακή δύναμη, με τους Έλληνες εφοπλιστές, διαχρονικά, να αποτελούν τους κύριους «παίκτες» του τομέα διεθνώς.
Μέσα στην ιστορία, όμως, ως κράτος, οδηγήθηκε, πέραν της μιας φοράς, σε κατάσταση χρεοκοπίας, ενώ πολλά ήταν τα δομικά προβλήματα που παρουσιάστηκαν.
Αρχικά, ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε ως προτεραιότητα τη δημιουργία των θεσμών και των υποδομών του νέου κράτους. Προχώρησε στην ίδρυση του Νομισματοκοπείου στην Αίγινα και καθιέρωσε τον φοίνικα ως εθνικό νόμισμα, με τον Όθωνα αργότερα να καθιερώνει τη δραχμή. Εκείνη την εποχή η οικονομία ήταν κυρίως αγροτική, ενώ σημαντική ήταν και η ανάπτυξη του εμπορίου, με την παραχώρηση δανείων για την αγορά πλοίων.
Η πρώτη πτώχευση για το ελληνικό κράτος, το οποίο ήταν “εν τη γενέσει”, παρουσιάζεται το 1827, όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας δεν κατάφερε να εξυπηρετήσει τα δύο δάνεια του αγώνα (1824 και 1825), τα οποία δεν έτυχαν της σωστής οικονομικής διαχείρισης και σπαταλήθηκαν σε αλόγιστες δαπάνες.
Ο Όθωνας αναλαμβάνει τη βασιλεία το 1832 και μαζί την εξυπηρέτηση των δανείων της Επανάστασης. Το 1833 η χώρα λαμβάνει δανεισμό από ιδιώτες από την Αγγλία, τον οποίο είχαν αρνηθεί στον Καποδίστρια επειδή τον θεωρούσαν φίλο της Ρωσίας. Η κακή πορεία της οικονομίας και η πίεση των δανειστών οδηγούν τον Όθωνα στη λήψη αντιλαϊκών μέτρων σε μια προσπάθεια ενίσχυσης των εσόδων, κάτι που οδήγησε το 1843 στο στρατιωτικό κίνημα Καλλέργη, με τη χώρα να κηρύσσει λίγο αργότερα στάση πληρωμών.
Το 1879 η Ελλάδα ανακτά τη δυνατότητα να δανείζεται από τις ξένες χρηματαγορές, με τον Χαρίλαο Τρικούπη να πρωτοστατεί στον εξωτερικό δανεισμό. Προχώρησε σε δανεισμό μεγάλων ποσών για την εκβιομηχάνιση της χώρας και στην κατασκευή σημαντικών έργων υποδομής, όπως η κατασκευή σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου και η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου, ενώ σημαντικά ποσά δαπανήθηκαν για την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή της απελευθέρωσης των ελληνικών εδαφών που ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (το ένα από τα δάνεια αφορούσε την απόκτηση τριών θωρηκτών, την ίδια στιγμή που επέβαλε φόρο επί της ακίνητης ιδιοκτησίας για την αποπληρωμή του).
Στις 10 Δεκεμβρίου 1893 ο Χαρίλαος Τρικούπης, μετά τη επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών και τη μείωση των εξαγωγών, παραδέχεται στο Κοινοβούλιο της χώρας ότι «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν», έκφραση η οποία, αν και δεν καταγράφεται στα επίσημα πρακτικά της Βουλής, έμεινε στην ιστορία.
Η ήττα στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 οδηγεί σε επιδείνωση της κατάστασης, οπότε η Ελλάδα μπαίνει υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, με τους πιστωτές να επιβάλλουν την κατ’ ευθείαν είσπραξη των κερδών από το πετρέλαιο, τα σπίρτα και τα τραπουλόχαρτα, τα οποία εμπορευόταν μόνο το Ελληνικό Μονοπώλιο.
Το 1927 ο Ελευθέριος Βενιζέλος επιστρέφει στην Ελλάδα, ανακαλεί την προ τετραετίας απόφασή του για απόσυρση από την πολιτική και τον επόμενο χρόνο αναλαμβάνει τα ηνία της χώρας. Η ελληνική οικονομία βελτιώνεται σημαντικά και η δραχμή σταθεροποιείται, με το νόμισμα να εντάσσεται στον «κανόνα του χρυσού» (η ισοτιμία να διαμορφώνεται σε σχέση με την αξία του χρυσού).
Ο Βενιζέλος παρουσιάζει ένα φιλόδοξο σχέδιο επενδύσεων και προχωρεί σε σημαντική αύξηση του εξωτερικού χρέους για την υλοποίησή του αλλά και για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του ενάμισι εκατομμυρίου προσφύγων μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922. Την ίδια στιγμή ιδρύεται και η Τράπεζα της Ελλάδας για καλύτερη διαχείριση των δανείων.
Η διεθνής οικονομική κρίση, που οδήγησε στη συρρίκνωση των εξαγωγών και η κρίση του 1929 με το κραχ στο χρηματιστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών είχαν σημαντικές αρνητικές παρενέργειες στην Ελλάδα, με τη δραχμή να δέχεται πιέσεις. Η Κυβέρνηση προσπαθεί με κάθε τρόπο να στηρίξει το νόμισμα, ακόμη και με την πώληση αποθεμάτων χρυσού, όμως τα συναλλαγματικά αποθέματα εξανεμίζονται και στο τέλος αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον «κανόνα του χρυσού», οδηγώντας τη δραχμή σε μεγάλη υποτίμηση. Στις 18 Απριλίου 1932, μη μπορώντας να εξασφαλίσει την αναχρηματοδότηση των δανείων, ο Βενιζέλος κηρύσσει στάση πληρωμών και λίγο αργότερα παραιτείται.
Στο πρόσφατο παρελθόν, αν και η στάση πληρωμών αποφεύχθηκε, καταγράφεται η ένταξη της χώρας στον Μηχανισμό Στήριξης το 2010, με όλους να θυμόμαστε το διάγγελμα του Γιώργου Παπανδρέου από το Καστελόριζο. Η κατάρρευση της Lehman Brothers και η κρίση στην Ιρλανδία οδήγησαν σε αλλαγή της αποτίμησης της ελληνικής οικονομίας στις διεθνείς αγορές με τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων στις διεθνείς αγορές να εκτινάσσονται και τη χώρα να μένει εκτός αγορών (δεν υπήρχε πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης από της Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να καλύπτει τα ελληνικά ομόλογα).
Τα πιο πάνω όμως ήταν το αποτέλεσμα και όχι η γενεσιουργός αιτία. Οι προηγούμενες κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας οδήγησαν σε αύξηση του εξωτερικού δανεισμού και στην ενίσχυση των κρατικών δαπανών κυρίως για προεκλογικές και πολιτικές σκοπιμότητες, χωρίς αυτές να έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 μάς κάνουν όλους περήφανους, όμως το κόστος αποπεράτωσης των έργων (που χρηματοδοτήθηκε με δανεισμό) ήταν υπερδιπλάσιο του προϋπολογισμένου, ενώ πολλά από τα έργα, μετέπειτα, παρέμειναν σε αχρηστία.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, μεγάλος υποστηρικτής της ευρωπαϊκής ιδέας μαζί με τον Φρανσουά Μιτεράν (δεν νομίζω, κοιτάζοντας από ψηλά, να είναι ικανοποιημένοι με το πώς παρουσιάζεται το ευρωπαϊκό οικοδόμημα), αλλά και μιας πιο ανθρωποκεντρικής πολιτικής, προχώρησε στην παροχή επιδομάτων και αύξηση των δαπανών χωρίς την ανάλογη αύξηση των εσόδων.
Δομικά προβλήματα
Οι κατά καιρούς προσπάθειες των κυβερνήσεων να επιβάλουν μέτρα δημοσιονομικού συγυρίσματος προσέκρουαν στις ισχνές πλειοψηφίες του κυβερνώντος συνασπισμού και στις πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Είναι βέβαιον ότι η πορεία της οικονομίας της Ελλάδας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια αναμένεται να αποτελέσει αντικείμενο ανάλυσης και προβληματισμού. Μέσα από τις αξιολογήσεις των δανειστών είχε φανεί ξεκάθαρα ότι η χώρα αντιμετώπιζε σωρεία δομικών προβλημάτων, με έναν υπέρογκο και σπάταλο δημόσιο τομέα και κύρια χαρακτηριστικά τη φοροδιαφυγή και τη γραφειοκρατία. Χαρακτηριστικό επίσης ήταν ο λανθασμένος υπολογισμός των δημοσιονομικών ελλειμάτων και η ξαφνική αναρρίχησή τους σε διψήφιο αριθμό στις αρχές του 2010.
Τα περισσότερα μέτρα που πάρθηκαν, αφορούσαν τον δημόσιο τομέα, τον ασφαλιστικό τομέα και τη φορολογική διαχείριση, χωρίς να σημαίνει ότι όλα τα μέτρα που επιβλήθηκαν ήταν σωστά. Σημαντική ήταν η μετέπειτα παραδοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ότι ο συντελεστής ύφεσης είχε εκτιμηθεί με λανθασμένο τρόπο.
Η χώρα ήταν η πρώτη που ζήτησε οικονομική στήριξη από την Ευρώπη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ουσιαστικά ήταν η αφορμή για τη δημιουργία του Μηχανισμού Στήριξης. Ένας μηχανισμός που τελικά αποδείχθηκε στην πράξη πως έπρεπε να προϋπήρχε και η απουσία του οποίου αποδεικνύει την τότε ανικανότητα των ευρωπαϊκών δομών να διαχειριστούν τέτοιας μορφής κρίση.
Σημειώνεται όμως ότι υπήρξαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις που θα βοηθήσουν τις παραγωγικές δυνάμεις. Το ασφαλιστικό σύστημα και το σύστημα υγείας μεταρρυθμίζονται, οι διαδικασίες σε ό,τι αφορά τα ακίνητα επιταχύνονται μέσω της καλύτερης λειτουργίας του κτηματολογίου, ενώ σημαντικά είναι τα βήματα που έχουν γίνει σε ό,τι αφορά τη φορολογική συμμόρφωση αλλά και την τεχνολογική αναβάθμιση. Σε ό,τι αφορά τα τραπεζικά ιδρύματα, υιοθετήθηκαν νέες νομοθεσίες, όπως αυτές που αφορούν τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, ενώ σημαντικός ήταν ο αριθμός των συναλλαγών που αφορούσαν πωλήσεις χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων.
Επισημαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια υπήρξαν και σημαντικές πολιτικές αλλαγές, όπως για παράδειγμα ο εξανεμισμός των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ και η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ. Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ με την ανάδειξή του στην εξουσία αναγκάστηκε να ακολουθήσει το μνημόνιο, το οποίο προεκλογικά είχε δεσμευτεί να ακυρώσει, αφήνοντας μάλιστα σημαντικά αποθέματα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η νέα κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας και τις δεσμεύσεις της για προσέλκυση επενδύσεων και φορολογικές ελαφρύνσεις, με την πρόσφατη έκδοση τριανταετούς ομολόγου να καταγράφεται στα θετικά.
Αν αναλύσει κάποιος τα πιο πάνω γεγονότα, υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες. Αλόγιστη αύξηση των δαπανών και του χρέους, χωρίς ανταποδοτικό χαρακτήρα, δομικά οικονομικά προβλήματα, αδυναμίες υιοθέτησης σωστών πολιτικών και οικονομικών αποφάσεων και αξιολόγησης του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος.
Η ιστορία πρέπει να μας διδάσκει και, δανειζόμενος τη φράση του Γιώργου Σεφέρη, επισημαίνεται ότι, «σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν, είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον».