Διερευνητικών επαφών ασαφές παρόν και άδηλο μέλλον

Λίαν προσφάτως, δηλαδή τη 16η τρέχοντος, έλαβεν χώραν ο 62ος γύρος των διερευνητικών επαφών Ελλάδας – Τουρκίας, αρχής γενομένης από το 2002. Σύμφωνα με το σκεπτικό της εν λόγω διαδικασίας, οι ανωτέρω αποσκοπούν στην εξεύρεση κοινού τόπου, που να οδηγήσει στην προσέγγιση των δύο κρατών και στην κατά ταύτα διευθέτηση των υφιστάμενων μεταξύ τους διαφορών.

Στο ελληνοτουρκικό παράδειγμα, η χώρα που προδήλως αναπτύσσει διεκδικήσεις, παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας, είναι η Τουρκία, όπερ και παλαιόθεν, δηλαδή κατά παράδοση, παραβλέπεται από τον διεθνή παράγοντα και τους κατά τούτο υφιστάμενους παρατηρητές των εξελίξεων στον βωμό μιας αδικαίωτης, ούτω καλούμενης ειρήνης, μεταξύ των δυο χωρών εταίρων στο ΝΑΤΟ.

Σημειώνεται πως η διεθνής προβολή υφιστάμενων διαφορών δεν απηχεί την πραγματικότητα της μη ύπαρξης διαφορών, αλλά σε μείζονα βαθμό την κατά ταύτα μετατροπή των τουρκικών διεκδικήσεων σε διαφορές.

Αν και οι προβαλλόμενες από την Άγκυρα, ούτω καλούμενες «διαφορές», που παραπέμπουν σε αποστρατιωτικοποίηση ελληνικών νήσων και στις προσδιοριζόμενες από την Τουρκία «γκρίζες ζώνες», δεν γίνονται αποδεκτές από την ελληνική πλευρά, εντούτοις δημιουργούν μία πραγματικότητα, η οποία αντανακλάται στη διεθνή σκηνή ως υφιστάμενη διένεξη.

Κατά τους τουρκικούς ισχυρισμούς το Αιγαίο εμφανίζεται ως μία ιδιαιτερότητα, όπου στην όποια διαπραγμάτευση, ο προσδιορισμός της θαλάσσιας αυτής περιοχής οφείλει να προσεγγιστεί ως ειδικής περίπτωσης παραπέμπουσας σε ημίκλειστη θάλασσα. Επ΄ αυτού του σκεπτικού δεν λαμβάνεται, εν προκειμένω, υπόψη η ύπαρξη νήσων και βραχονησίδων ελληνικής κυριαρχίας σε όλη την αιγαιϊκή επικράτεια, αλλά και το ότι σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας οι ειδικές συνθήκες ημίκλειστων θαλασσών παραπέμπουν όλως ιδιαιτέρως και κατ’ εξοχήν σε θέματα περιβάλλοντος και θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας και όχι σε θέματα άσκησης κυριαρχίας.

Ούτως ή άλλως, κατά την τουρκική οπτική, αριθμός υφιστάμενων ελληνικών νησιών που βρίσκονται εν τω μέσω των ηπειρωτικών ακτών των δυο χωρών, αντιμετωπίζονται από την Άγκυρα ως νήσοι και βραχονησίδες που κατέχονται από την Ελλάδα παρανόμως.

Το επίδικο ζήτημα, κατά την προσέγγιση των Αθηνών, παραπέμπει αποκλειστικά στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, κατ’ επίκλησιν του δικαίου της θάλασσας και ουδέν πέραν τούτου.

Δεδομένης της εκ διαμέτρου αντίθετης οπτικής των δύο πλευρών, τίθεται ακριβώς το ερώτημα περί της φιλοσοφικής και πολιτικής διάστασης που διέπει τις διερευνητικές επαφές, δηλαδή ποιο είναι το δικαιϊκό υπόβαθρό τους και τι θα μπορούσε να προσδοκά η Ελλάδα ως όφελος από την εν λόγω διαδικασία;

Το γεγονός ότι η Άγκυρα προσέρχεται στις άτυπες κατά τα ανωτέρω επαφές με την Ελλάδα αποσύροντας ακόμη και εμφανώς προσχηματικά, τις σε παράνομη παρουσία πλέουσες ναυτικές μονάδες της, επιχειρεί να προβάλει μια εικόνα χώρας προς τον διεθνή παράγοντα, που προτίθεται να εμπεδώσει ειρηνική και με αμοιβαίο όφελος επίλυση των «διαφορών» των δύο χωρών.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο δίνει πρόσχημα υποστήριξης, κυρίως στους εντός ΕΕ συμμάχους της, των Γερμανών προεξαρχόντων, οι οποίοι δεδομένων των ισχυρών συμφερόντων που συνδέουν τις δυο χώρες, αναζητούν σταθερά χείρα στήριξης του τουρκικού παράγοντα.

Έκφραση τούτης της αναγνώρισης καλής πρόθεσης επίλυσης των «διαφορών» με την Ελλάδα, είναι και το επερχόμενο «πάγωμα» μέχρι νεωτέρας ευρωπαϊκών κυρώσεων έναντι της Τουρκίας, που είχαν διατυπωθεί κατά τον Δεκέμβριο του 2020.

Το ερώτημα που ανάγλυφα εκδηλώνεται παραπέμπει στο γιατί η Αθήνα συμβάλλει στον εν προκειμένω εξαγνισμό της Άγκυρας προσερχόμενη εν μέσω ενός ομιχλώδους και επιβαρυντικού για την τουρκική πραγματικότητα περιβάλλοντος στις διερευνητικές επαφές, χωρίς να θέσει ως προαπαιτούμενο έναντι της έναρξης οποιασδήποτε μορφής διαλόγου, εθνικές στοχοθεσίες υπερασπιζόμενες εν τοις πράγμασι διεθνούς δικαιοταξίας προβλέψεις.

*Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο