Η μεγάλη ενέδρα της ΕΟΚΑ και ο θανάσιμος τραυματισμός του ήρωα Χρίστου Τσιάρτα
Μια από τις πιο λαμπρές σελίδες του Έπους της θρυλικής ΕΟΚΑ ήταν η Μεγάλη Ενέδρα της 16ης Μαρτίου 1956, που κατεξευτέλισε τους σιδερόφρακτους πραιτωριανούς του Χάρντινγκ και έκανε τον στρατάρχη κυβερνήτη του νησιού μας να σκυλιάσει από το κακό του. Του είχε έρθει κατακέφαλα η είδηση ότι, το αντάρτικο του Διγενή τόλμησε να στήσει μια τόσο μεγάλη ενέδρα εναντίον των στρατευμάτων του, που καυχησιολογώντας δήλωνε, ο αφελής και ανόητος, ότι η εξάρθρωση της «τρομοκρατικής οργάνωσης», όπως αποκαλούσε την ΕΟΚΑ, ήταν ζήτημα ελάχιστου χρόνου. Δεν είχε αντιληφθεί ότι βρισκόταν στην Κύπρο και είχε να κάνει με Έλληνες, απογόνους του Λεωνίδα, του Μιλτιάδη, του Κολοκοτρώνη, του Ευαγόρα και όχι με Μάου Μάου της Κένιας, που είχε καταπνίξει στο αίμα το επαναστατικό τους κίνημα, προτού έρθει στο μαρτυρικό ελληνικό νησί μας.
Η διαταγή του Αρχηγού Διγενή προς όλους τους τομεάρχες, με την έναρξη του Απελευθερωτικού Αγώνα, ήταν σαφής και απλούστατη: «Κτυπάτε αλύπητα τον εχθρό με κάθε μέσο, σε κάθε τόπο, όπου τον βρείτε. Δώστε του να καταλάβει ότι η ΕΟΚΑ δεν είναι «μια χούφτα τρομοκρατών», όπως βλακωδώς και ανοήτως με υπεροπτικό ύφος ισχυρίζεται ο σατραπίσκος Χάρντινγκ, αλλά ένας αόρατος στρατός των Ελλήνων της Κύπρου, που αγωνίζονται για να συντρίψουν τις αλυσίδες της βρετανικής σκλαβιάς». Και η διαταγή αυτή, όπως ήταν φυσικό, βάραινε τους τομεάρχες, γατί σ’ αυτούς έπεφτε το βάρος της εκτέλεσής της. Κι ο πρώτος των πρώτων τομεαρχών και αρχηγός των ανταρτικών ομάδων Τροόδους, Πιτσιλιάς και Ορεινής Λευκωσίας, ο Καπετάν «Ρήγας», «Άρης», «Ζήδρος», «Αίαντας» και «Ζώτος», Γρηγόρης Αυξεντίου, κάλεσε συναγερμό των ανταρτών και των άλλων αγωνιστών του τομέα του. Πήρε την απόφαση να κτυπήσει τον εχθρό με όλους τους αντάρτες που είχε τότε κάτω από τις διαταγές του.
Στις 14 του Μάρτη 1956, μόλις άρχισε να βραδιάζει, ο Αυξεντίου διέταξε τους άντρες του να πάρουν τον οπλισμό και την εξάρτυσή τους, να καμουφλάρουν τα κρησφύγετα της Παπούτσας όπου λημέριαζαν, για ροβολήσουν χαμηλότερα. Γράφει ο «Μπαταριάς» (Χαράλαμπος Χριστοδούλου, από το Σαράντι), που ήταν ένας από τα παλληκάρια του Καπετάν «Ρήγα»: «Μετά από πορεία φτάσαμε στον Άγιο Θεόδωρο Αγρού και ξεκουραστήκαμε στο σπίτι του παπά της κοινότητας, Παπά Κωστή, ο οποίος μάς περίμενε. Στη συνέχεια, με οδηγό από το χωριό, αφού κάναμε δύσκολη πορεία σε μια κατασκότεινη και συννεφιασμένη νύκτα, μέσα σε βροχή, φθάσαμε στο σπίτι του παπά της Ποταμίτισσας, Παπά Αγαθοκλή, όπου και διανυκτερεύσαμε. Τόσο στον Άγιο Θεόδωρο, όσο και στην Ποταμίτισσα μάς δέχθηκαν με ενθουσιασμό και συγκίνηση και προσπάθησαν να μας εξυπηρετήσουν όσο μπορούσαν...».
Ένας άλλος λαμπρός αγωνιστής, ο «Πανταχού Παρών» στη φωνή της πατρίδας, Κυριάκος Τρύφωνος, από την ηρωική Ποταμίτισσα, θυμάται: «Μόλις νύκτωσε, 15 Μαρτίου 1956, με ειδοποίησε ο Αυξεντίου, που ήταν με τους άλλους αντάρτες στο σπίτι του Παπά Αγαθοκλή, να ετοιμάσω το αυτοκίνητό μου, ένα μικρό λεωφορείο COMMER TL 766, για να τους πάρω στα Χαντριά… Σε λίγο ήταν όλοι έτοιμοι. Ανέβηκαν στο αυτοκίνητο κι έβαλα μπροστά. Όταν φθάσαμε στις Δύμες, βρήκαμε άλλο αυτοκίνητο σταματημένο στη μέση του δρόμου. Ο οδηγός του αρνήθηκε προς στιγμή να το μετακινήσει, αλλά κάτι κατάλαβε, όταν είδε τόσους άγνωστους τέτοια ώρα εκεί και έσπευσε να το μετακινήσει βιαστικά. Προχωρήσαμε κι όταν φθάσαμε στην Κυπερούντα, προτού μπούμε στο χωριό, μου είπε ο Αυξεντίου να σταματήσω και να κατέβουν οι 15 αντάρτες που επέβαιναν, μήπως πέσουμε σε ενέδρα στον δρόμο. Εγώ γύρισα στην Ποταμίτισσα και περίμενα νέο μήνυμα για να τους μετακινήσω. Οι αντάρτες πήγαν περπατητοί στα Χαντριά, γενέτειρα του ήρωα Στυλιανού Λένα, όπου διανυκτέρευσαν στα σπίτια του Λευτέρη Γεωργίου και του Παπά Ιωακείμ. Εκεί βρήκαν και τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη και τον Αντρέα Τσιάρτα, που είχαν ειδοποιηθεί από τον Αυξεντίου και ήρθαν από τον Πολύστυπο, όπου βρίσκονταν με αποστολή. «Στα Χαντριά -αναφέρει ο ‘‘Μπαταριάς’’- μαζεύτηκαν όλα σχεδόν τα μέλη της Οργάνωσης από το χωριό και μας καλωσόρισαν με ενθουσιασμό, έτοιμοι να μας εξυπηρετήσουν».
Ενώ οι φιλόξενοι αγωνιστές των Χαντριών ετοίμαζαν φαγητό για τους 17 αντάρτες, ο Αυξεντίου με τον «Μπαταριά», τον Χρίστο Τσιάρτα και τον Γιωρκάτζη προχώρησαν προς τον Αγρό για αναγνώριση του εδάφους και επιλογή του τόπου, όπου θα στηνόταν την άλλη μέρα η ενέδρα. Ένα σημείο του δρόμου Χαντριών - Αγρού πάνω από τα Αγρίδια κρίθηκε ως το πιο κατάλληλο που προσφερόταν για την πολυ- πρόσωπη ενέδρα. Ο Αυξεντίου γύρισε με τους άλλους τρεις στα Χαντριά, δείπνησαν όλοι και κοιμήθηκαν, για να είναι ξεκούραστοι την άλλη μέρα. Πολύπειρος, όπως ήταν ο Αυξεντίου, το επόμενο βράδυ πήρε όλους τους αντάρτες, πήγαν στον τόπο της ενέδρας και υπέδειξε στον καθένα τη θέση του, για να την ετοιμάσει και γύρισαν πίσω στα Χαντριά.
Την άλλη μέρα, 16 Μαρτίου 1956, μόλις άρχισε να βραδιάζει, η πολυμελής ομάδα με τα όπλα και όλη της την εξάρτυση ξεκίνησε για να ετοιμάσει ο καθένας τη θέση του. Εκεί, ο Αυξεντίου τούς εξήγησε πώς θα διεξαγόταν η ενέδρα, ποιος ήταν ο ρόλος του καθενός και πώς θα ακολουθούσε, μετά το σύνθημά του, ο τρόπος διαφυγής της κάθε ομάδας. Γράφει σχετικά ο «Μπαταριάς»: «Ετοιμάσαμε ο καθένας τη θέση μας σκάβοντας και καμουφλάροντας την πολεμίστρα του, ανάλογα με τη μορφολογία του εδάφους. Τα δυο ‘‘Μπρεν’’ τοποθετήθηκαν σε σημεία, που να ελέγχουν και τα δύο σκέλη του πετάλου, καθώς επίσης και τα υπόλοιπα όπλα. Οι χειροβομβιστές τοποθετήθηκαν στα πιο κοντινά σημεία προς τον δρόμο, εκατέρωθεν του αργακιού... Σκάψαμε επίσης και ετοιμάσαμε το σημείο της νάρκης και το καμουφλάραμε πάλι με χώματα. Αφού έγινε ο έλεγχος από τον Αυξεντίου και όλα βρέθηκαν εντάξει, αναχωρήσαμε επιστρέφοντας στα Χαντριά...».
Εκεί που προχωρούσαν είδαν από μακριά φώτα αυτοκινήτων να έρχονται από την Κυπερούντα προς το μέρος τους. Ο Αυξεντίου διέταξε αμέσως επιστροφή και λήψη θέσεων μάχης, όπως και έγινε. Μόνο τη νάρκη δεν πρόλαβαν να τοποθετήσουν, διότι ο χρόνος δεν τους επέτρεπε.
Η μεγάλη ώρα
Ανατρέχουμε πάλι στον « Μπαταριά», για να παραθέσουμε τα ονόματα, τα ψευδώνυμα και τον οπλισμό των 17 ανταρτών, οι οποίοι πήραν μέρος στην ιστορική εκείνη ενέδρα, που έκανε τους Βρετανούς να κλειστούν από τρόμο στο καβούκι τους για αρκετές μέρες:
Γρηγόρης Αυξεντίου - «Άρης», μαρσίπ, περίστροφο και πιστόλι φωτοβολίδων
Γεώργιος Μάτσης - «Ζήνωνας», μπρεν
Αντωνάκης Αντωνάς - «Διαγόρας», βοηθός μπρεντιστής
Αυγουστής Ευσταθίου - «Ματρόζος», αραβίδα
Μιχαλάκης Ασσιώτης - «Γαλανός», στεν
Πολύκαρπος Γιωρκάτζης - «Κικέρων», μαρσίπ
Αντρέας Τσιάρτας - «Κίτσιος», στεν
Χρίστος Τσιάρτας - «Γιαγκούλας», μάουζερ
Νίκος Σπανός - «Κανάρης», στεν
Κυριάκος Κόκκινος - «Γκίκας», χειροβομβίδες
Γεώργιος Μιχαήλ - «Θαλασσινός», χειροβομβίδες και κυνηγετικό
Χαράλαμπος Χριστοδούλου - «Μπαταριάς», στεν και χειροβομβίδες
Ιωάννης Παύλου - «Πιπίνος», αραβίδα
Γεώργιος Λοϊζίδης Φώκος - «Απόστρατος», μπρεν
Χριστόφορος Χριστοφίδης - «Τάσος», κυνηγετικό, βοηθός μπρεντιστής
Αντρέας Νικολαΐδης, - «Υψηλάντης», αραβίδα
Σάββας Κουλλαμής - «Δυοβουνιώτης», μαρτίνι.
Ο Αυγουστής Ευσταθίου, που ορίστηκε παρατηρητής, μόλις πλησίασαν τα αυτοκίνητα φώναξε: «Μάστρε, τα αυτοκίνητα εν στρατιωτικά τζιαι πάρα πολλά». Όπως τα μέτρησε ο Κυριάκος Κόκκινος ήταν 27 γεμάτα στρατιώτες. Ο Αυξεντίου, ως πολύπειρος στρατιωτικός και αντάρτης, διέταξε να μη ριφθεί πυροβολισμός κι άφησε τ’ αυτοκίνητα να περάσουν. Φώναξε στα παλληκάρια του να ετοιμαστούν για επιστροφή στα Χαντριά. Μόλις συγκεντρώθηκαν, τους εξήγησε ότι θα ήταν αυτοκτονία να κτυπούσαν τόσο λίγοι, όσο παλληκάρια κι αν ήταν, τόσο πολλούς στρατιώτες. Ενώ προχωρούσαν, είδαν από μακριά τα φώτα τριών αυτοκινήτων που κινούνταν προς το μέρος τους. Αμέσως ο Αυξεντίου τούς διέταξε να γυρίσουν στις θέσεις τους, έτοιμοι για μάχη. «Τούτην τη φορά, να έχουν εφτά ψυσιές εν τους την χαρίζω», είπε στους άντρες του, δίνοντάς τους θάρρος. Ο παρατηρητής «Ματρόζος», μόλις τα αυτοκίνητα είχαν πλησιάσει φώναξε: «Είναι δυο στρατιωτικά ‘‘λαντ ρόβερ’’ και ένα πολιτικό στη μέση» και όσο πιο γρήγορα μπορούσε, γύρισε στη θέση του, κοντά στον Αυξεντίου.
Μόλις τα τρία αυτοκίνητα πλησίασαν σε θέση βολής ακούστηκε ο συνθηματικός πυροβολισμός του Αυξεντίου και η μάχη άρχισε. Και οι 17 αντάρτες κτυπούσαν με καταιγιστικά πυρά τον εχθρό. Οι πυροβολισμοί και οι εκρήξεις δημιουργούσαν ένα φοβερό πανδαιμόνιο. Ήταν μια κόλαση πυρός. Οι εκρήξεις και οι πυροβολισμοί ακούονταν στα γύρω χωριά. Το πρώτο «λαντ ρόβερ», κτυπημένο και με τραυματισμένο τον οδηγό, κατόρθωσε να διαφύγει στον αστυνομικό σταθμό Αγρού, με αρκετά θύματα, νεκρούς και τραυματίες. Σύμφωνα με τον σταθμάρχη, λοχία τότε Πολύδωρο Πολυδώρου και τον τοπικό υπεύθυνο της ΕΟΚΑ, Διομήδη Μαυρογένη, οι Βρετανοί απέκρυψαν τον αριθμό των θυμάτων, όπως έκαναν τις περισσότερες φορές σε τέτοιες περιπτώσεις, για να μην κάμπτεται το ηθικό των στρατιωτών τους. Το δεύτερο αυτοκίνητο, που ήταν πολιτικό, μετέφερε ανακριτές του στρατού και του Ειδικού Κλάδου της Αστυνομίας, του κακόφημου «Σπέσιαλ Μπραντς», οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ανακριτές-βασανιστές των αγωνιστών, βαριά κτυπημένο από τα πυρά των ανταρτών έμεινε ακινητοποιημένο στην άκρη του δρόμου, προτού φθάσει στη στροφή του δρόμου κι έτσι παγιδεύτηκε και δέχθηκε τα περισσότερα πυρά των παλληκαριών του Αυξεντίου. Οι Βρετανοί σταδιακά και κάθε τόσο έριχναν πυροβολισμούς μέχρι που η μάχη κόπασε, με άγνωστο αριθμό θυμάτων από την πλευρά τους.
Από τους αντάρτες, ο μόνος νεκρός στο πεδίο της τιμής ήταν ο εθελοντής, φτεροπόδαρος και γενναιόψυχος Χρίστος Τσιάρτας, από τον Πολύστυπο, σύζυγος της νεαρής Ευγενίας και πατέρας δυο ανήλικων παιδιών. Ο ήρωας, που στάθηκε τόσο άτυχος, δέχθηκε τον θανάσιμο τραυματισμό από τα πυρά ενός στρατιώτη που είχε γλιτώσει, τη στιγμή που αποχωρούσε, μετά τη μάχη, χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανέναν. Αργότερα, μετά τη συγκέντρωση των ανταρτών στην Ποταμίτισσα, είχε διαπιστωθεί η απουσία του. Όπως είπε στον «Μπαταριά» μετά από χρόνια ο Γιωρκάτζης, που ήταν δίπλα του ήρωα κατά την αποχώρηση, ένας-ένας οι αντάρτες ανέβαιναν έρποντας την κορυφογραμμή για να διαφύγουν, μπροστά ο Γιωρκάτζης και πίσω ο Τσιάρτας. Μόλις ο πρώτος διέφυγε ακούστηκαν πυροβολισμοί, αλλά δεν του πέρασε από τον νου ότι συνέβη κάτι κακό στον Τσιάρτα. Αργότερα, όταν οι αντάρτες συγκεντρώθηκαν στην Ποταμίτισσα, διαπιστώθηκε ότι δεν γύρισε και τότε άρχισαν ν’ ανησυχούν. Υπέθεσαν όμως ότι πιθανό να πήγε στον Πολύστυπο να δει την οικογένειά του.
Στο σπίτι του παπά της Ποταμίτισσας Αγαθοκλή Παπαδόπουλου, οι αντάρτες, αφού ξεκουράστηκαν, συνέχισαν την κοπιαστική, ανηφορική πορεία τους προς τον Άη Γιάννη, όπου φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του Γέρο Βάσιλα (Παναγιώτη Βασιλείου), όλη τη νύκτα και την επόμενη μέρα. Μόλις νύχτωσε, προχώρησαν στον Άγιο Θεόδωρο, όπου φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του Παπά Κωστή. Την άλλη μέρα, ο παπάς, που είχε αντιληφθεί από τις κουβέντες των ανταρτών ότι δεν γνώριζαν τίποτε για τον θάνατο του Χρίστου Τσιάρτα, έγνεψε διακριτικά στον Αυξεντίου και μπήκαν στο διπλανό δωμάτιο, ακολουθούμενοι από τον Γιωρκάτζη και τον «Μπαταριά». Τότε, ο Παπά Κωστής τούς ρώτησε: «Εμάθετέ το για τον Τσιάρτα;». Κι όλο αγωνία τον ρώτησαν τι συνέβη, οπότε ο παπάς τούς είπε με πνιγμένη φωνή: «Οι Άγγλοι ανακοίνωσαν ότι βρέθηκε νεκρός στον τόπο της ενέδρας ο Χρίστος Τσιάρτας, από τον Πολύστυπο». Πάγωσαν στο άκουσμα της μαύρης είδησης οι τρεις αγωνιστές. Ο Αυξεντίου, συγκλονισμένος, είπε στους άλλους: «Κρατηθείτε, μην πείτε τίποτε, για να μην ακούσει ο αδελφός του, μέχρι να βγούμε στο βουνό».
Μόλις βγήκαν από το δωμάτιο, ο Αυξεντίου είπε στα παλληκάρια του, ανάμεσά τους κι ο Αντρέας Τσιάρτας, αδελφός του Χρίστου, να ετοιμαστούν για τα κρησφύγετα, προτού τους προλάβει η μέρα. Βιαστικά ήπιαν από ένα τσάι που τους ετοίμασε η παπαδιά και αναχώρησαν. Ανέβηκαν στα κρησφύγετα της Παπούτσας, όπου την άλλη μέρα ο Αυξεντίου ενημέρωσε τον Αντρέα για τη θυσία του πολυαγαπημένου αδελφού του. Παράλληλα, ενημερώθηκαν και οι άλλοι αντάρτες για τον χαμό του συντρόφου τους, του φτεροπόδαρου, σκληροτράχηλου «Γιαγκούλα». Επίσης, ο Αυξεντίου, με την πιο κάτω επιστολή ενημέρωσε και τη γυναίκα του Χρίστου για τον θάνατο του ήρωα συζύγου της:
«Αξέχαστή μου κυρία Ευγενία, πονεμένη μα ηρωική σύζυγος του αλησμόνητου Χρίστου.
»Το πλήγμα ήταν για όλους μας βαρύ και περισσότερο για εσάς. Εύχομαι όπως ο μεγάλος Θεός σάς δώσει τη δύναμη να αντιμετωπίσετε με θάρρος και γενναιότητα και τη νέα δοκιμασία. Το γενναίο παλληκάρι κι αν έφυγε από κοντά μας, για εμάς ποτέ δεν θα πεθάνει. Με τη θυσία του στον βωμό της ελευθερίας απέκτησε και την αιωνιότητα της ιστορίας.
»Σου δίνουμε τον λόγο μας όλοι οι συναγωνιστές του, ότι θα εκδικηθούμε τον χαμό του.
»Διαβιβάζω προς υμάς τα συλλυπητήρια του Αρχηγού και σας παρακαλώ διαβιβάστε και τα δικά μου εις τον πατέρα σας.
»Θα ήθελα και εγώ πάρα πολύ να σας επισκεφθώ, αλλά οι υποχρεώσεις μου έναντι του Αγώνος δεν μου το επιτρέπουν.
»Εις άλλην περίπτωσιν θα σας γράψω τας συνθήκας της μάχης. Σας λέω μόνο τούτο: Ήτο μεγάλο ατύχημα. Ο Θεός έτσι το θέλησε.
»Ίσως μπορέσει να σας επισκεφθεί ο ‘‘Κικέρων’’.
»Αιωνία του η μνήμη.
»Κουράγιο, αγαπητή μου Ευγενία. Μετά τη φουρτούνα θα ’ρθεί η γαλήνη.
ΑΡΗΣ (‘‘Ρήγας’’)».
Με την επιστολή αυτή του Αυξεντίου γράφτηκε ο επίλογος της Μεγάλης Ενέδρας και του ηρωικού θανάτου του «Γιαγκούλα» της ΕΟΚΑ, Χρίστου Τσιάρτα.