Αναλύσεις

Στρατιώτες εξ ουρανού: Οι αλεξιπτωτιστές

Το τακτικό πλεονέκτημα των αλεξιπτωτιστών να εισέρχονται στο πεδίο της μάχης από τον αέρα είναι ότι μπορούν να επιτεθούν σε περιοχές που δεν είναι άμεσα προσβάσιμες με άλλες μεταφορές στρατευμάτων. Η ικανότητα της αεροπορικής επίθεσης να παρεμβαίνει στο πεδίο της μάχης από οποιαδήποτε τοποθεσία επιτρέπει στους αλεξιπτωτιστές να αποφύγουν τις τοποθετημένες οχυρώσεις που προστατεύουν από την επίθεση από μια συγκεκριμένη κατεύθυνση

Oι αλεξιπτωτιστές είναι επίλεκτες μονάδες στρατού - εκπαιδευμένοι να ρίχνονται με αλεξίπτωτο σε μια στρατιωτική επιχείρηση, συνήθως λειτουργώντας ως μέρος μιας αεροπορικής δύναμης. Μονάδες αλεξιπτωτιστών χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά σε μεγάλη κλίμακα κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου για μεταφορά στρατευμάτων, κι η Κρήτη κατέχει το ιστορικό «προνόμιο» να ξεχωρίζει ως στόχος κατάληψης από τους Γερμανούς με αλεξίπτωτα, αφού η θάλασσα ελεγχόταν αποτρεπτικά από τους Άγγλους. Η Κρήτη κατελήφθη τελικά, αλλά οι τεράστιες απώλειες των Γερμανών σήμαναν το τέλος παρόμοιων επιχειρήσεων.

Οι αλεξιπτωτιστές χρησιμοποιούνται συχνά σε αιφνιδιαστικές επιθέσεις, για να καταλάβουν στρατηγικούς στόχους, όπως αεροδρόμια ή γέφυρες. Οι αλεξιπτωτιστές πηδούν έξω από αεροπλάνα και χρησιμοποιούν αλεξίπτωτο για να προσγειωθούν με ασφάλεια στο έδαφος. Αυτός είναι ένας από τους τρεις τύπους στρατηγικής «αναγκαστικής εισόδου» για την είσοδο σε θέατρο πολέμου. Οι άλλοι δύο είναι από ξηρά και από θάλασσα. Το τακτικό πλεονέκτημα των αλεξιπτωτιστών να εισέρχονται στο πεδίο της μάχης από τον αέρα είναι ότι μπορούν να επιτεθούν σε περιοχές που δεν είναι άμεσα προσβάσιμες με άλλες μεταφορές στρατευμάτων. Η ικανότητα της αεροπορικής επίθεσης να παρεμβαίνει στο πεδίο της μάχης από οποιαδήποτε τοποθεσία επιτρέπει στους αλεξιπτωτιστές να αποφύγουν τις τοποθετημένες οχυρώσεις που προστατεύουν από την επίθεση από μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η πιθανή χρήση αλεξιπτωτιστών αναγκάζει επίσης τους αμυνόμενους να σκεδασθούν για να προστατεύσουν άλλες περιοχές που διαφορετικά θα ήταν ασφαλείς. Μια άλλη συνηθισμένη χρήση για τους αλεξιπτωτιστές είναι να δημιουργηθεί μια αεροπορική βάση για την προσγείωση άλλων μονάδων, όπως στη μάχη της Κρήτης.

Το αλεξίπτωτο στην ιστορία των πολέμων

Αυτό το δόγμα εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στον πόλεμο από τους Ιταλούς και τους Σοβιετικούς. Ο υπολοχαγός της Arditi Alessandro Tandura πήδηξε από ένα αεροσκάφος Savoia-Pomilio SP.4 του Gruppo speciale Aviazione I πιλοταρισμένο από τον Καναδό σμηνίτη William George Barker και τον Βρετανό σμήναρχο William Wedgwood Benn (και οι δύο πιλότοι της Royal Air Force), όταν ο Tandura έπεσε πίσω από τις αυστρο-ουγγρικές γραμμές κοντά στο Vittorio Veneto, σε μιαν αποστολή αναγνώρισης και σαμποτάζ, που ακολούθησε αργότερα το βράδυ ο Lts. Ferruccio Nicoloso και Pier Arrigo Barnaba.

Η πρώτη εκτεταμένη χρήση αλεξιπτωτιστών (Fallschirmjäger) έγινε από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου. Αργότερα στην σύγκρουση, οι αλεξιπτωτιστές χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς από τις Συμμαχικές Δυνάμεις. Καθώς τα μεταγωγικά αεροσκάφη της περιόδου (για παράδειγμα, το γερμανικό Ju 52 και το αμερικανικό C-47) ήταν μικρά, σπάνια, αν ποτέ, πήδησαν σε ομάδες μεγαλύτερες από 20 αλεξιπτωτιστές από ένα αεροσκάφος. Στα Αγγλικά, αυτό το άγημα αλεξιπτωτιστών ονομάζεται «ραβδί», «stick», ενώ κάθε άγημα στρατιωτών που συγκεντρώνονται για την εναέρια μεταφορά ήταν γνωστό ως «κιμωλία». Οι όροι προέρχονται από την κοινή χρήση λευκής κιμωλίας στις πλευρές των αεροσκαφών και των οχημάτων για την σήμανση και την καταγραφή του αριθμού του προσωπικού και του εξοπλισμού που επιβιβάζονται. Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι αλεξιπτωτιστές χρησιμοποιούσαν πιο συχνά αλεξίπτωτο κυκλικού σχεδιασμού. Αυτά τα αλεξίπτωτα θα μπορούσαν να οδηγηθούν σε κάποιο βαθμό τραβώντας τα ανυψωτικά, με τέσσερεις ιμάντες που συνδέουν τον ιμάντα του αλεξιπτωτιστή με τους συνδετήρες και γραμμές ανάρτησης που συνδέονται με τον ίδιο τον θόλο του αλεξιπτώτου. Οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές, των οποίων οι ιμάντες είχαν μόνο ένα συνδετήρα εξάρτησης στο πίσω μέρος, δεν μπορούσαν να χειριστούν τα αλεξίπτωτά τους με τέτοιο τρόπο. Σήμερα, οι αλεξιπτωτιστές εξακολουθούν να χρησιμοποιούν στρογγυλά αλεξίπτωτα ή στρογγυλά αλεξίπτωτα τροποποιημένα, έτσι ώστε να ελέγχονται πληρέστερα με εναλλαγές. Τα αλεξίπτωτα συνήθως αναπτύσσονται από μια στατική γραμμή. Η κινητικότητα των αλεξιπτώτων περιορίζεται σκόπιμα συχνά για να αποφευχθεί η διασπορά των στρατευμάτων όταν ένας μεγάλος αριθμός από αλεξίπτωτα είναι μαζί.

Ορισμένες στρατιωτικές μονάδες επιδείξεων και μονάδες ειδικών δυνάμεων χρησιμοποιούν αλεξίπτωτα «σαΐτες», τα οποία προσφέρουν υψηλό βαθμό ελιγμών και αναπτύσσονται χειροκίνητα (χωρίς στατική γραμμή) από το επιθυμητό υψόμετρο. Μερικοί χρησιμοποιούν στρατιωτικά αλεξίπτωτα υψηλού υψομέτρου, που επίσης αναπτύσσονται χειροκίνητα.

Ναζιστική Γερμανία (1935–45): Fallschirmjäger

Η πιο διάσημη πτώση αλεξιπτωτιστών ήταν η Μάχη της Κρήτης το 1941, όπου και υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Με την ονομασία αυτή έμεινε στην ιστορία η αεραποβατική επιχείρηση, που επιχείρησε η Ναζιστική Γερμανία κατά της Κρήτης στις 20 Μαΐου 1941 και η οποία έληξε δώδεκα μέρες μετά, την 1ην Ιουνίου, με την κατάληψη της Μεγαλονήσου. Ήταν μία από τις σημαντικότερες μάχες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με πολλές πρωτιές σε επιχειρησιακό επίπεδο.

Η απόφαση για την επίθεση στην Κρήτη ελήφθη από τον Χίτλερ στις 25 Απριλίου 1941, λίγες μέρες μετά την παράδοση της ηπειρωτικής Ελλάδας στις δυνάμεις του Άξονα, και έλαβε την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Ερμής» («Unternehmen Merkur»). Ήταν αμυντική και όχι επιθετική επιχείρηση, όπως αποδείχθηκε αργότερα. Οι Γερμανοί είχαν ως στόχο να εξασφαλίσουν τα νοτιοανατολικά τους νώτα, ενόψει της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα (Εκστρατεία στη Ρωσία) και να εξορμήσουν στη Βόρεια Αφρική, με εφαλτήριο την Κρήτη, όπως πίστευαν οι Σύμμαχοι.

Τις παραμονές της επίθεσης, οι Σύμμαχοι είχαν τακτικό πλεονέκτημα σε ξηρά και θάλασσα, ενώ οι Γερμανοί στον αέρα. Έτσι, το γερμανικό επιτελείο αποφάσισε να διεξαγάγει την επιχείρηση από αέρος με τη χρησιμοποίηση δυνάμεων αλεξιπτωτιστών σε ευρεία κλίμακα, για πρώτη φορά στην παγκόσμια στρατιωτική ιστορία. Επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων τέθηκε ο πτέραρχος Κουρτ Στούντεντ, 51 ετών, βετεράνος πιλότος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Είχε στη διάθεσή του 1190 αεροπλάνα (πολεμικά και μεταγωγικά) και 29.000 άνδρες (αλεξιπτωτιστές και πεζικάριους), ενώ οι Ιταλοί θα συνεισέφεραν 3.000 στρατιώτες.

Την Κρήτη υπερασπίζονταν όσοι Έλληνες στρατιώτες είχαν παραμείνει στο νησί και δυνάμεις της Βρετανικής Κοινοπολιτείας (Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί), που είχαν διεκπεραιωθεί από την κατεχόμενη Ελλάδα. Το γενικό πρόσταγμα είχε ο Νεοζηλανδός στρατηγός Μπέρναρντ Φράιμπεργκ, 52 ετών, βετεράνος και αυτός του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι υπερασπιστές της Μεγαλονήσου ανήρχοντο σε περίπου 40.000, αλλά είχαν ανεπαρκή και απαρχαιωμένο οπλισμό, ιδίως οι Έλληνες.

Στην περιοχή των Χανίων είχε εγκατασταθεί ο Βασιλιάς Γεώργιος Β' και η εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση υπό τον Εμμανουήλ Τσουδερό. Οι Σύμμαχοι γνώριζαν με μεγάλες λεπτομέρειες το γερμανικό σχέδιο επίθεσης, αφού είχαν κατορθώσει για πρώτη φορά να σπάσουν του γερμανικό κώδικα επικοινωνιών («Επιχείρηση Αίνιγμα»). Όμως, το πλεονέκτημα αυτό δεν το εκμεταλλεύτηκαν, εξαιτίας των διαφωνιών του Φράιμπεργκ με τους ανωτέρους του στο Λονδίνο. Οι Αμερικανοί δεν είχαν εισέλθει ακόμη στον Πόλεμο.

Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 8 το πρωί της 20ής Μαΐου 1941, με τη ρίψη αλεξιπτωτιστών σε δύο μέτωπα: στο αεροδρόμιο του Μάλεμε και στην ευρύτερη περιοχή των Χανίων. Τα πρώτα κύματα των αλεξιπτωτιστών ήταν εύκολη λεία για τους Νεοζηλανδούς και τους Έλληνες που υπεράσπιζαν το Μάλεμε. Στις μάχες έλαβαν μέρος και μεγάλος αριθμός αμάχων με ό,τι όπλο είχαν στη διάθεσή τους, από μαχαίρια ώς «γκράδες», όπλα από την εποχή της Κρητικής Επανάστασης.

Η συμμετοχή αμάχων στις επιχειρήσεις

Η συμμετοχή χιλιάδων αμάχων στις επιχειρήσεις ήταν ένας παράγων που δεν είχαν υπολογίσει οι Γερμανοί σχεδιαστές της επιχείρησης. Πίστευαν ότι οι Κρητικοί, γνωστοί για τα αντιμοναρχικά τους αισθήματα, θα υποδέχονταν τους Γερμανούς ως ελευθερωτές. Μία ακόμη λανθασμένη εκτίμηση της γερμανικής αντικατασκοπίας υπό τον ναύαρχο Βίλχελμ φον Κανάρης ήταν ο αριθμός των μαχητών στην Κρήτη, τους οποίους υπολόγιζαν σε 5.000 μόνο άνδρες.

Στις 4 το απόγευμα της 20ης Μαΐου ένα νέο κύμα αλεξιπτωτιστών έπεσε στο Ρέθυμνο και μία ώρα αργότερα στο Ηράκλειο. Τώρα, οι μάχες διεξάγονταν σε τέσσερα μέτωπα: Χανιά, Μάλεμε, Ρέθυμνο και Ηράκλειο. Η πρώτη μέρα της Μάχης της Κρήτης έληξε με μεγάλες απώλειες για τους Γερμανούς και αβέβαιη έκβαση. Από τα ξημερώματα της 21ης Μαΐου οι μάχες συνεχίσθηκαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα και στα τέσσερα μέτωπα. Οι Γερμανοί επικεντρώθηκαν στην κατάληψη του αεροδρομίου του Μάλεμε, όπως ήταν ο πρωταρχικός τους στόχος και τα κατάφεραν προς το τέλος της ημέρας. Η κατάληψη του αεροδρομίου ήταν στρατηγικής σημασίας για την εξέλιξη των επιχειρήσεων. Οι Γερμανοί άρχισαν να μεταφέρουν μεγάλες δυνάμεις από την Ελλάδα και με τον σύγχρονο οπλισμό που διέθεταν ήταν θέμα χρόνου η κυριαρχία τους στη Μεγαλόνησο. Την 1ην Ιουνίου, με την παράδοση 5.000 μαχητών στα Σφακιά, έπεσε η αυλαία της Μάχης της Κρήτης.

Οι απώλειες για τους Συμμάχους ήταν: 3.500 νεκροί, 1.900 τραυματίες και 17.500 αιχμάλωτοι. Οι Γερμανοί, σύμφωνα με δικά τους στοιχεία, είχαν 3.986 νεκρούς και αγνοουμένους, 2.594 τραυματίες, ενώ έχασαν 370 αεροπλάνα. Σύμφωνα, όμως, με συμμαχικούς υπολογισμούς, οι γερμανικές απώλειες ξεπέρασαν τις 16.000.

Η Μάχη στην Κρήτη ονομάστηκε και «Νεκροταφείο των Γερμανών αλεξιπτωτιστών», εξαιτίας των μεγάλων απωλειών τους, γεγονός που ανάγκασε τον Χίτλερ να διατάξει τον τερματισμό κάθε αεραποβατικής επιχείρησης στο μέλλον. Από την πλευρά τους, οι Σύμμαχοι εντυπωσιάστηκαν από τις μεγάλες δυνατότητες των αλεξιπτωτιστών στην μάχη και δημιούργησαν τις δικές τους αεραποβατικές δυνάμεις.