Αναλύσεις

Πώς ξεκίνησε ο εξελληνισμός της Κύπρου

«Από τον 14ον αιώνα π.Χ. που ξεκίνησε ο εξελληνισμός της, η Κύπρος αντιμετωπίζει το λεγόμενο «Κυπριακό Πρόβλημα», με διάφορες εξωτερικές δυνάμεις να στοχεύουν και να επιχειρούν τον έλεγχο της Κύπρου για εκμετάλλευση της γεωστρατηγικής της θέσης και των φυσικών της πόρων, και με τον λαό της Κύπρου να υπερασπίζεται την ελληνική του ταυτότητα και πολιτισμό»

Οι πολιτισμικές και κοινωνικές σχέσεις και αλληλοεπιδράσεις στην Ανατολική Μεσόγειο κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (16ος - 11ος αι. π.Χ.) περιελάμβαναν εμπόριο, μετανάστευση, αποικισμό ή/και στρατιωτική εμπλοκή. Η Μυκηναϊκή επέκταση στην Ανατολική Μεσόγειο επέφερε για τους Μυκηναίους, τους πρώτους δηλαδή Έλληνες στην ηπειρωτική Ελλάδα, τη διαπίστωση ότι η Κύπρος κατείχε στρατηγική θέση στις θαλάσσιες διαδρομές μεταξύ Ελλάδας και Μέσης Ανατολής. Οι Μυκηναίοι το εκμεταλλεύτηκαν και ήδη από τον 14ον αιώνα π.Χ. ξεκίνησαν την ίδρυση και λειτουργία σταθμών διαμετακομιστικού εμπορίου στην Κύπρο που διευκόλυναν τις εμπορικές τους δραστηριότητες με τη Μέση Ανατολή. Στο μεταξύ, κάτι εξίσου σημαντικό τους οδήγησε να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στο νησί, να κυριαρχήσουν σταδιακά σε αυτό, να αποκτήσουν τον έλεγχο της επικράτειάς του και σταδιακά να το εξελληνίσουν. Ήταν το γεγονός ότι η Κύπρος ήταν μια από τις σημαντικότερες πηγές χαλκού στη Μεσόγειο. Η ανακάλυψη από τους Μυκηναίους ότι ένας φυσικός πόρος τόσο πολύτιμος όσο ο χαλκός ήταν άμεσα διαθέσιμος στο νησί, αύξησε σημαντικά τη σημασία του. Η ξυλεία, ως το κύριο υλικό για τη ναυπηγική βιομηχανία, ήταν προφανώς μια άλλη σημαντική πρώτη ύλη γι’ αυτούς στο νησί.

Η σημασία και οι επιπτώσεις της ύπαρξης χαλκού

Είναι πολύ καλά τεκμηριωμένο ότι τα χάλκινα εργαλεία και ιδιαίτερα τα χάλκινα όπλα χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς στον Μυκηναϊκό πολιτισμό. Ειδικά τα χάλκινα όπλα ήταν πρωτίστως ζωτικής σημασίας για τους Μυκηναίους λόγω των στρατιωτικών τους δραστηριοτήτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι μια σύγκριση μεταξύ των τοπικών κυπριακών όπλων και των Μυκηναϊκών όπλων δείχνει ξεκάθαρα ότι το νησί υστερούσε πολύ σε σύγκριση με τους Μυκηναίους στον σχεδιασμό, στην κατασκευή, στην τεχνολογία και στην αποτελεσματικότητα των όπλων. Έχοντας αυτό κατά νουν, μπορούμε να αντιληφθούμε καλύτερα το επίπεδο ενδεχόμενης αντίστασης που θα αντιμετώπιζαν οι Μυκηναίοι κατά τη διαδικασία της εγκατάστασης, εκμετάλλευσης και κυριαρχίας στο νησί, παρόλο που δεν υπάρχουν ενδείξεις για τέτοια πολεμική αντίσταση. Αντίθετα, παρατηρείται ειρηνική συνύπαρξη, όπως για παράδειγμα βλέπουμε μετά από αρχαιολογικές ανασκαφές στα νεκροταφεία, όπου συνυπήρχαν τάφοι των τότε αυτοχθόνων Κυπρίων και των Μυκηναίων.

Διάρθρωση οικισμών, δημιουργία αστικών

κέντρων και οικονομικές διεργασίες

Ένας νέος τύπος οικονομίας και πολιτικής οργάνωσης εμφανίστηκε στην Κύπρο, βασισμένος στη Μυκηναϊκή εκμετάλλευση του χαλκού. Το νέο οικονομικό και πολιτικό σύστημα προκάλεσε αύξηση των οικισμών και του πληθυσμού στις περιοχές εκμετάλλευσης, επεξεργασίας και εξαγωγής του χαλκού, και αντανακλάται από τη γεωγραφική κατανομή των οικισμών που στόχευε στην εξυπηρέτηση της μέγιστης εκμετάλλευσης των πηγών χαλκού προς όφελος των Μυκηναίων. Με άλλα λόγια, η κατανομή και η οργάνωση των οικισμών κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στην Κύπρο αντικατοπτρίζουν τον πλήρη οικονομικό και πολιτικό έλεγχο και κυριαρχία των Μυκηναίων στην Κύπρο.

Οι οικισμοί ήταν διαρθρωμένοι σε ομάδες/συμπλέγματα/συστάδες. Κάθε ομάδα/σύμπλεγμα/συστάδα περιελάμβανε ένα πλούσιο παράκτιο αστικό κέντρο με λιμάνι. Τα παράκτια αστικά κέντρα κατελάμβαναν εξέχουσες θέσεις σ’ αυτές τις ομάδες οικισμών. Αυτό είναι προφανές λαμβάνοντας υπόψη τον πλούτο που ανακαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές, τη λειτουργία τους ως βιομηχανικές πόλεις που ασχολούνταν με την τελική επεξεργασία και παραγωγή χαλκού από το ορυκτό μετάλλευμα, καθώς και στοιχεία ύπαρξης σ’ αυτά γραμματισμού (επιγραφές). Όπου δεν υπήρχαν τεχνητά λιμάνια, οι εκβολές του ποταμών ήταν κατάλληλες για τις ανάγκες της ναυτιλίας. Τα παράκτια αστικά κέντρα προφανώς παρείχαν επικοινωνία με περιοχές εκτός Κύπρου, προωθώντας έτσι το εμπόριο με το Αιγαίο, τη Μικρά Ασία, τη Συρία-Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Αλλά, πάνω απ' όλα, έλεγχαν την εξόρυξη, επεξεργασία, παραγωγή και εξαγωγή του χαλκού για ικανοποίηση πρωτίστως των σχετικών αναγκών των ίδιων των Μυκηναίων, αλλά και των αναγκών των αγορών στην Ανατολική Μεσόγειο που εκείνοι εξυπηρετούσαν.

Τα παράκτια αστικά κέντρα, όπως η αρχαία Έγκωμη, η Δεκέλεια/Πύλα, το Κίτιον, η περιοχή της Αλυκής στη Λάρνακα, το Μαρώνι, η Καλαβασός, η Λάπηθος, η Τούμπα του Σκούρου (Μόρφου), και άλλα, στη βάση συστηματικών αρχαιολογικών ανασκαφών, προσφέρουν μια εξαιρετική εικόνα της υλικής ευημερίας τους και του τεράστιου αριθμού υλικών αγαθών που εισάγονταν από το εξωτερικό. Το Μυκηναϊκό εμπόριο είναι πολύ καλά τεκμηριωμένο αρχαιολογικά σε σχεδόν όλες τις ομάδες οικισμών, κρίνοντας ειδικά από τη Μυκηναϊκή κεραμική και άλλα αντικείμενα που έφτασαν στο αποκορύφωμά τους προς το τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Αυτό το εισαγόμενο Μυκηναϊκό υλικό προφανώς διανεμόταν στα διάφορα μέρη σε κάθε ομάδα οικισμών μέσω των μεγάλων παράκτιων αστικών κέντρων, τα οποία τελικά εξελίχθηκαν σε Μυκηναϊκές αποικίες. Τα ποτάμια ήταν πιθανώς ζωτικά συνδεδεμένα με ορισμένους οικισμούς σε όλες τις ομάδες. Αυτό μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητό, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία της παροχής νερού στην επιβίωση των οικισμών. Φαίνεται πιθανό ότι ορισμένοι από αυτούς τους οικισμούς ασχολούνταν αποκλειστικά με τη γεωργία, παράγοντας έτσι το απαιτούμενο πλεόνασμα για κατανάλωση στα παράκτια αστικά κέντρα και σε άλλους οικισμούς που ασχολούνταν κυρίως με την εξόρυξη και αρχική επεξεργασία του χαλκού, καθώς και με διοικητικές και οικονομικές δραστηριότητες στα αστικά κέντρα.

Ένας αριθμός οικισμών σε κάθε ομάδα βρίσκονταν κοντά σε ορυχεία χαλκού. Φαίνεται πιθανό ότι ο πληθυσμός τους ασχολείτο κυρίως με την εξαγωγή και προκαταρκτική επεξεργασία του ορυκτού χαλκού. Στην πράξη, οι οικισμοί αυτοί ήταν τοποθετημένοι σε γραμμές επικοινωνίας με τα πλούσια βιομηχανικά παράκτια αστικά κέντρα, έτσι ώστε η πρώτη ύλη χαλκού που παραγόταν από αυτά να μεταφέρεται στα παράκτια αστικά κέντρα. Ορυκτός χαλκός υπήρχε για κάθε ομάδα οικισμών, όπως για παράδειγμα στα ορυχεία της Λίμνης, της Σκουριώτισσας, στο Απλίκι και στην Αμπελικού, στις περιοχές Τρούλλοι, Σια, Κόρνος, Πάνω Λεύκαρα και Ορά, στη Χοιροκοιτία, στην Καλαβασό, στο Μοναγρούλι, στη Μαθηκολώνη, στην ευρύτερη περιοχή της Λαπήθου, και αλλού. Από την άλλη πλευρά, απομεινάρια σκουριάς σε αρκετές τοποθεσίες, όπως η αρχαία Έγκωμη, το Κίτιον, η περιοχή της Αλυκής Λάρνακας, η Αρπέρα, τα Κλαυδιά, το Μαρώνι, η Καλαβασός, το Μαρί, η Μονή, και άλλες, δείχνουν δραστηριότητες εξόρυξης και επεξεργασίας του χαλκού. Από την άλλη, ευρήματα σε ανασκαφές βιομηχανικού εξοπλισμού στα παράκτια αστικά κέντρα δείχνουν ότι εκεί γινόταν η τελική επεξεργασία του χαλκού και η κατασκευή από αυτόν είτε χάλκινων προϊόντων είτε ταλάντων για εξαγωγή. Αυτή η δραστηριότητα ήταν τότε η κύρια βάση της οικονομίας, η οποία προφανώς εξυπηρετούσε πρωτίστως τους Μυκηναίους σε περιφερειακή βάση, και δευτερευόντως τον τοπικό πληθυσμό.

Σύστημα οικονομικής και διοικητικής οργάνωσης

Η ροή ακατέργαστου χαλκού, ξυλείας και γεωργικού πλεονάσματος από τη μία, και η ροή εισηγμένων κεραμικών και άλλων αντικειμένων από την άλλη, είναι χαρακτηριστικά της φύσης των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων μεταξύ των διαφόρων αστικών κέντρων και οικισμών, και της συνολικής οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης. Φαίνεται ότι υπήρχε ένα συγκεκριμένο πρότυπο διαδραστικών σχέσεων, επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης μεταξύ του παράκτιου αστικού κέντρου και των άλλων οικισμών, και ένα συγκεκριμένο πολιτικοοικονομικό μοντέλο που επαναλαμβανόταν σε κάθε ομάδα οικισμών, όπου τα παράκτια αστικά κέντρα -τα οποία ελέγχονταν εξολοκλήρου από τους Μυκηναίους- μπορούν να ταξινομηθούν ως κέντρα υψηλής τάξης, και οι άλλοι οικισμοί σε κάθε ομάδα ως κέντρα χαμηλής τάξης.

Τα κέντρα χαμηλής τάξης ήταν υπεύθυνα για την εξόρυξη και προκαταρκτική επεξεργασία του μεταλλεύματος, είτε στην περιοχή των ορυχείων είτε εντός των οικισμών, ενώ η τελική επεξεργασία του χαλκού και η κατασκευή χάλκινων ταλάντων και χάλκινων/μπρούτζινων αντικειμένων πραγματοποιείτο στα παράκτια αστικά και βιομηχανικά κέντρα, δηλαδή στα κέντρα υψηλής τάξης. Αυτή η δραστηριότητα είχε προφανώς οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις. Ο κασσίτερος χρησιμοποιείτο επίσης ευρέως στην Κύπρο κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στη παραγωγή μπρούντζου (κράμα χαλκού και κασσιτέρου). Ο κασσίτερος εισαγόταν στο νησί, επομένως τα κέντρα υψηλής τάξης είχαν επίσης την εισαγωγή και προμήθεια κασσιτέρου υπό τον έλεγχό τους. Η ξυλεία και τα γεωργικά προϊόντα προφανώς διοχετεύονταν από τα κέντρα χαμηλής τάξης στα κέντρα υψηλής τάξης. Από την άλλη, τα εισαγόμενα κεραμικά αγγεία και άλλα αντικείμενα κινούνταν προς την αντίθετη κατεύθυνση, ούτως ώστε αυτά τα προϊόντα να διανέμονται από τα κέντρα υψηλής τάξης στα κέντρα χαμηλής τάξης. Τούτο ήταν προφανώς η φυσική συνέπεια του γεγονότος ότι αυτοί οι τύποι υλικών εισάγονταν μέσω των λιμένων των κέντρων υψηλής τάξης. Επομένως, η διανομή τους ελεγχόταν από αυτά τα αστικά κέντρα.

Η οργάνωση και η αλληλεπίδραση των οικισμών σε κάθε ομάδα φαίνεται να ακολουθούν ένα μοντέλο με βάση τη Θεωρία του Κεντρικού Τόπου (Central Place Theory). Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, κάθε κέντρο υψηλής τάξης αναπτύσσει και ελέγχει μια περιοχή με κέντρα χαμηλής τάξης, με ομοιόμορφη κατανομή, διανομή και μεταφορά πόρων προς όλες τις κατευθύνσεις μέσα σ’ αυτήν την περιοχή. Το μοτίβο και διάταξη αυτού του μοντέλου καθορίζεται από τη ροή χαλκού, ξυλείας και γεωργικών προϊόντων από τη μία πλευρά, και εισηγμένων αντικειμένων από την άλλη. Βασικός παράγοντας και συντελεστής είναι ο ρόλος που διαδραμάτιζε η Μυκηναϊκή δύναμη έξω από το σύστημα.

Ο ρόλος των Μυκηναίων και οι πολιτισμικές επιπτώσεις

Το μοντέλο αυτό χαρακτηρίζεται από τη διοικητική αρχή, σύμφωνα με την οποία το μοντέλο λειτουργεί προς όφελος της κυρίαρχης ελίτ και όχι του μικρού παραγωγού (στην περίπτωση χαλκού, ξυλείας και γεωργικών προϊόντων) ή καταναλωτή (στην περίπτωση εισαγόμενων αντικειμένων). Είναι σχεδιασμένο και διαρρυθμισμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε τα κέντρα χαμηλής τάξης να βρίσκονται στην ενδοχώρα της περιοχής που ελέγχει ένα κέντρο υψηλής τάξης. Οι συναλλαγές και οι αλληλεπιδράσεις είναι άμεσες μεταξύ του κύριου αυτού αστικού κέντρου και των περιφερειακών δευτερευόντων. Σε κάθε περιοχή, το κέντρο υψηλής τάξης ελέγχει πλήρως και αποκλειστικά τα κατώτερα κέντρα και την ενδοχώρα. Επομένως, αυτό το σύστημα οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης φαίνεται να ήταν πολύ αποτελεσματικό στη διαμόρφωση διακριτών πολιτικών-διοικητικών μονάδων. Εκτός από αυτήν τη διοικητική πτυχή, το μοντέλο χαρακτηρίζεται επίσης από την ύπαρξη μιας ελέγχουσας Μυκηναϊκής δύναμης/ελίτ με έδρα έξω από το σύστημα, και μια ροή εμπορευμάτων με βάση το πιο πάνω μοντέλο. Η Μυκηναϊκή δύναμη/ελίτ αποτελεί το υψηλότερο επίπεδο οντότητας, ενώ το κέντρο υψηλής τάξης βρίσκεται σε μονοπωλιακή θέση.

Με βάση αυτό το μοντέλο, οι ελίτ πολιτικές ομάδες βρίσκονται σε κέντρα στα οποία μπορεί να μεγιστοποιηθεί ο έλεγχος του περιφερειακού οικονομικού συστήματος. Προφανώς, το μόνο σημείο από το οποίο μπορεί να ασκηθεί ο μεγαλύτερος πολιτικός έλεγχος είναι το κέντρο υψηλής τάξης. Φυσικά στην περίπτωση της Κύπρου της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, οι ελίτ ομάδες που βρίσκονται στα κέντρα υψηλής τάξης είναι στην πραγματικότητα η επέκταση της πραγματικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ που βρίσκεται εκτός Κύπρου, δηλαδή των Μυκηναϊκών. Φαίνεται ότι οι θρησκευτικοί θεσμοί γενικά και το ιερατείο ειδικότερα ήταν τα κύρια συστατικά της ελίτ της πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας. Αυτό φαίνεται σαφώς, για παράδειγμα, στο Κίτιον, όπου στη βιομηχανική του συνοικία Καθάρι στο βόρειο τμήμα του, τα βιομηχανικά εργαστήρια χαλκού βρίσκονταν εντός του θρησκευτικού χώρου των ιερών, που ελεγχόταν από το ιερατείο που προφανώς αποτελούσε, μαζί με τη θρησκευτική, και την πολιτική και οικονομική εξουσία. Αυτό το είδος Μυκηναϊκής πολιτικής και οικονομικής ελίτ έπαιξε σημαντικό ρόλο, λόγω της φύσης και της λειτουργίας του, στην εισαγωγή και επικράτηση της Ελληνικής Μυκηναϊκής θρησκείας, γλώσσας, τέχνης και πολιτισμού γενικά στον τοπικό πληθυσμό. Αυτό ουσιαστικά οδήγησε στον ομοιόμορφο εξελληνισμό των διαφόρων περιοχών της Κύπρου στο πλαίσιο της εφαρμογής του συγκεκριμένου μοντέλου πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης.

Εξελληνισμός και «Κυπριακό Πρόβλημα»

Ο εξελληνισμός της Κύπρου, που ξεκίνησε στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, αναπτύχθηκε και ολοκληρώθηκε στις επόμενες ιστορικές περιόδους. Οι εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες των Μυκηναίων στην Ανατολική Μεσόγειο, μαζί με την εκμετάλλευση και το εμπόριο του χαλκού, ήταν τα σημεία εκκίνησης για την παρουσία τους και μεταφορά στην Κύπρο του πολιτισμού τους, του Ελληνικού πολιτισμού. Οι Μυκηναίοι, στο πλαίσιο του μοντέλου της Θεωρίας του Κεντρικού Τόπου, που περιέγραψα και ανάλυσα πιο πάνω, ενήργησαν αρχικά ως ελέγχουσα οικονομική και πολιτική ελίτ εκτός του συστήματος, και μετά τη σταδιακή μετανάστευση, αποικισμό κυρίως μετά την κάθοδο των Δωριέων και τον Τρωικό πόλεμο, και οικονομική και πολιτική κυριαρχία επί των παράκτιων αστικών κέντρων και περιφερειών τους, κυριάρχησαν στην Κύπρο, οδηγώντας έτσι στην ολοκλήρωση του εξελληνισμού της, που περιελάμβανε, επίσης, σε μικρή κλίμακα, και άλλα περιφερειακά κοινωνικά και πολιτιστικά στοιχεία και επιρροές από άλλες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου. Έκτοτε, η Κύπρος αντιμετωπίζει σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της το λεγόμενο «Κυπριακό Πρόβλημα», με διάφορες εξωτερικές δυνάμεις σε διαφορετικές χρονικές περιόδους να στοχεύουν και να επιχειρούν τον έλεγχο της Κύπρου για εκμετάλλευση της γεωστρατηγικής της θέσης και των φυσικών της πόρων, και με το λαό της Κύπρου να υπερασπίζεται την ελληνική του ταυτότητά και πολιτισμό.

* Καθηγητής Ιστορίας-Αρχαιολογίας στο PhilipsUniversity, και πρώην Πρύτανης Πανεπιστημίου