Το μυστικό ξεκίνημα του Αγώνα

Μέρος Α΄

Μεγαλόπρεπα θα γιορτάσει ο Κυπριακός Ελληνισμός την εθνική επέτειο της θρυλικής Πρώτης Απριλίου 1955, της ημέρας που ακούστηκε στο νησί το εγερτήριο σάλπισμα του Αρχηγού Διγενή με το σύνθημα «Ή ταν ή επί τας». Και η χρυσή νεολαία της Κύπρου απάντησε παρούσα , έτοιμη ν’ αγωνιστεί και να πέσει, αν η ανάγκη το καλούσε, για τη χιλιάκριβη λευτεριά. Πριν ακριβώς από 66 χρόνια, άρχιζε στις πόλεις και τα χωριά ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ, που γονάτισε κι εξευτέλισε τη βρετανική αυτοκρατορία. Πολλά γράφτηκαν και λέχθηκαν για τον υπέροχο εκείνο Αγώνα, που λάμπει σαν φωτεινό μετέωρο στο στερέωμα της λαμπρής και τρισένδοξης Ελληνικής Ιστορίας, αλλά έμεινε δυστυχώς αδικαίωτος. Λίγα όμως είναι γνωστά για την προπαρασκευή του Αγώνα και τους πρωτεργάτες του. Πώς γεννήθηκε η ιδέα και πώς καλλιεργήθηκε, μέχρι να φθάσει στην έναρξή του την ιστορική Πρωταπριλιά του 1955. Θα επιχειρήσουμε, σε τρεις συνέχειες, να φέρουμε σε φως μερικά μόνο γεγονότα από τα παρασκήνια της προπαρασκευής του Αγώνα.

Ο ίδιος ο Αρχηγός Διγενής στα Απομνημονεύματά του αναφέρει ότι από το 1948 συνέλαβε την ιδέα ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα, την οποία «συζήτησε κατ’ αρχάς με τον Κύπριον δικηγόρον Χριστόδουλον Παπαδόπουλον, ύστερον δε με τον στρατηγόν Γεώργιον Κοσμάν». Επίσης , αναφέρει: «Πρότασις αναλήψεως ενόλπου αγώνος εν Κύπρω μού εγένετο υπό του Γεωργίου Στράτου, πρώην Υπουργού Στρατιωτικών και Σάββα και Σωκράτη Λοϊζίδη τον Μάιον του 1951 ήν και απεδέχθην, υπό τον όρον να μεταβώ εις Κύπρον, προς επιτόπιον μελέτην της καταστάσεως. Από της στιγμής αυτής πλέον το εθνικοαπελευθερωτικόν κίνημα της Κύπρου προσλαμβάνει την μορφήν ουσιαστικής αποφάσεως και μεταπηδά από την σφαίραν του αφηρημένου ιδανικού εις την περιοχήν της ενεργού δράσεως...».

Μετά την αποδοχήν της προτασής τους από τον Γρίβα, οι αδελφοί Λοϊζίδη συναντήθηκαν με τον Μακάριο, ο οποίος υιοθέτησε, επίσης, την πρότασή τους και ανέλαβαν να προωθήσουν τις προσπάθειές τους. Γράφει σχετικά ο Σάββας Λοϊζίδης στο βιβλίο του «Άτυχη Κύπρος»: «Μετά την συγκατάθεσιν του Αρχιεπισκόπου, ήλθαμεν μετά του αδελφού μου εις επαφήν με έναν δοκιμασμένον φίλο της Κύπρου και τέως Υπουργόν Στρατιωτικών, τον Γεώργιον Στράτον, ο οποίος συνεφώνησε ενθουσιασμένος με την ιδέαν και συνέστησεν ότι έπρεπε να κερδίσωμεν την συνεργασίαν του Κυπρίου Συνταγματάρχου ε.α. Γεωργίου Γρίβα, γνωστού διά λαμπράς εθνικάς υπηρεσίας, και ιδίως διά την ανδρείαν, την παλληκαριά και τα προσόντα του». Ο Στράτος πρότεινε, επίσης, να προσεγγιστούν στρατιωτικοί κυπριακής καταγωγής και πρώτος απ’ όλους ο συνταγματάρχης Ηλίας Αλεξόπουλος, που είχε νυμφευθεί Κυπρία. Προσεγγίστηκε ο Αλεξόπουλος και με συγκίνηση δέχθηκε να συμμετάσχει κι αυτός στην Επιτροπή και να παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια. Ο Αλεξόπουλος, που γνώριζε πολύ καλά τον Γρίβα, είπε σε μια στιγμή: ‘‘Να μην αργούμε, να δούμε τον Γρίβα. Η συμμετοχή του είναι αναγκαία’’».

Για τη συνάντηση των αδελφών Λοϊζίδη με τον Γρίβα γράφει ο Σάββας: «Ένα μεσημέρι του Μαΐου 1951, μαζί με τον αδελφό μου Σωκράτη, τον συναντήσαμε εις μίαν απομονωμένην γωνίαν του εξώστη του ζαχαροπλαστείου ‘‘Τσίτα’’, στην οδό Πανεπιστημίου. Του είπαμε καθαρά τα σχέδιά μας δι’ απελευθερωτικόν αγώνα προς ένωσιν της ιδιαιτέρας μας πατρίδος Κύπρου με την Ελλάδα, αφού οι Άγγλοι δεν τήρησαν τας κατά τον Β’ Παγκόσμιον Πόλεμον υποσχέσεις των, ούτε σέβονται τας αρχάς των Ηνωμένων Εθνών και ιδίως την αρχήν της αυτοδαθέσεως, του ετόνισα ότι, ήδη ο Αρχιεπίσκοπος είναι σύμφωνος να συμβάλει οικονομικώς και να μετέχει προσωπικώς μιας μυστικής Επιτροπής, που θα ήρχιζε τας προπαρασκευαστικάς ενεργείας και εις την οποίαν είχαν ήδη μυηθεί υπό του αδελφού μου ο τέως υπουργός Γεώργιος Στράτος και ο κατά την κατοχήν στενά συνεργασθείς μαζί του ανώτερος αξιωματικός των Μυστικών Υπηρεσιών Ηλίας Αλεξόπουλος. Χωρίς κανένα δισταγμόν εδήλωσεν ο Γρίβας την προθυμίαν συμμετοχής, δεδομένου δε, ως ήτο φυσικόν, εθέσαμεν αμέσως ως προϋπόθεσιν, ότι θα είχε την στρατιωτικήν ηγεσίαν του Αγώνος, εξεδήλωσεν αμέσως την πρόθεσιν να μεταβεί σύντομα ως επισκέπτης συγγενών του εις Κύπρον, διά να μελετήσει την κατάστασιν και τας ενδεχομένας εξελίξεις...».

Μετά την αποδοχή της ηγεσίας του Αγώνα από τον Γρίβα οι αδελφοί Λοϊζίδη συνέχισαν με αισιοδοξία τις μυστικές επαφές τους, ενώ στενοί συνεργάτες του Αρχηγού από τον καιρό της κατοχής και τους αγώνες της «Χ» άρχισαν να συγκεντρώνουν όπλα και πυρομαχικά. Ο Σάββας ήλθε σ’ επαφή με τον καθηγητή της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γεράσιμο Κονιδάρη και τον καθηγητή της Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών Δημήτριο Βεζανή, ο οποίος με τη σειρά του μύησε τους Ηλία Τσατσόμοιρο και Δημήτρη Σταυρόπουλο. Στη συνέχεια ο Σάββας προσήγγισε τον νικητή των κομμουνιστοσυμμοριτών στη μάχη της Φλώρινας, στρατηγό Νικόλα Παπαδόπουλο, τον επιλεγόμενο Παππού, και αυτός πήρε στην ομάδα των μυημένων τον δικηγόρο Αντώνιο Αυγίκο, στο γραφείο του οποίου έγινε αργότερα η ορκωμοσία της Επιτροπής.

Οι Μιχαήλ Ευσταθόπουλος, Κωνσταντίνος Ευσταθόπουλος, Γεώργιος Γαζουλέας και Παναγιώτης Μιχαλολιάκος, στενοί συνεργάτες του Γρίβα στη «Χ», σε γραπτή κοινή αναφορά τους επισημαίνουν για τη συνάντηση Μακαρίου-Γρίβα: «Κατά το έτος 1951 επεσκέφθη ο Αρχηγός, συνοδευόμενος υπό του Κωνσταντίνου Ευσταθόπουλου, τον Μακάριο εις το ξενοδοχείον Μεγάλη Βρετανία και, μεταξύ άλλων συζητήσεων επί του Κυπριακού, ο Αρχηγός είπεν: ‘‘Ουδεν τμήμα της Ελλάδος απηλευθερώθη άνευ αγώνος και αίματος και συνεπώς, δέον εις την Κύπρον να αρχίσει ένοπλος αγών’’. Εις απάντησιν, όμως, ο Μακάριος είπεν ότι, το Κυπριακόν θα το λύση διά της διπλωματικής οδού». Για τη στάση του Μακαρίου και τους ενδοιασμούς το μαρτυρεί και ο συμμαθητής , εμπνευστής του Αγώνα και ένας από τους πρωταγωνιστές της Επιτροπής, ο Σωκράτης Λοϊζίδης : «Ο Μακάριος, κατά την πρώτην συνεδρίαν της συγκροτηθείσης εις Αθήνας Επιτροπής Αγώνος, ηρώτησε τα παριστάμενα μέλη -μεταξύ των οποίων και ο Γρίβας- εάν πιστεύουν ότι είναι δυνατόν ν’ αναληφθεί ένοπλος αγών εις Κύπρον και αν υπάρχουν άνθρωποι ν’ αναλάβουν τοιαύτην προσπάθειαν. Η ερώτησις απηυθύνετο κυρίως εις εμέ, ο οποίος ως εκ της προηγουμένης θέσεώς μου εις την ηγεσίαν της Παναγροτικής Ενώσεως Κύπρου, εγνώριζα πρόσωπα και πράγματα...».

Στη συνέχεια ο Μακάριος, διατηρώντας τις επιφυλάξεις του, είπε περίπου τα εξής: «Έρχονται και με βλέπουν μερικοί με εισηγήσεις να τιμωρήσουν προδότας, αλλά ζητούν χρήματα και εξασφάλισιν. Τους είπα, προχωρήστε και όλα είναι εντάξει, αλλά ουδέν αποτέλεσμα είδα. Δεν βρήκα άξιον κανένα, εσύ Σωκράτη εβρήκες;». Ο Σωκράτης απάντησε: «Βρήκα, υπάρχουν, θα φτιάξουμε κι άλλους», οπότε ο Μακάριος είπε: «Δέχομαι να αναληφθεί αγών ως προτείνετε, υπό τον όρον, όμως, ότι θα υποσχεθείς να έλθης, Σωκράτη, κάτω εις την Κύπρον». Κι ο Σωκράτης απάντησε: «Όχι απλώς υπόσχομαι να έλθω, Μακαριώτατε, αλλά δεν δέχομαι να μην έλθω». Και τελικά ο Σωκράτης τήρησε την υπόσχεσή του. Ήρθε μυστικά στην Κύπρο συνοδεύοντας τον Διγενή.

Τον Μάϊο του 1948 ο Γρίβας συναντάται πάλι με τον συνεργάτη του Χριστόδουλο Παπαδόπουλο, στον οποίο ανέπτυξε τις σκέψεις του για τον Αγώνα και τον παρεκάλεσε να τις διαβιβάσει στον διευθυντή της εφημερίδας «Εστία», Αχιλλέα Κύρου, κι αυτόν κυπριακής καταγωγής. Τον Αύγουστο του 1950 συναντώνται Γρίβας, Παπαδόπουλος και Κύρου και αποφασίζεται η κάθοδος του πρώτου στην Κύπρο. Οι τρεις άνδρες συναντήθηκαν ξανά και συζήτησαν την κάθοδο του Αρχηγού στην Κύπρο. Τα Χριστούγεννα του 1950 ο Γρίβας συναντάται στο Γενικό Επιτελείο Στρατού με τον Αρχηγό του, στρατηγό Γεώργιο Κοσμά, τον οποίο ενημερώνει για τα σχέδιά του. Ένα μήνα, περίπου, αργότερα, ο στρατηγός τον καλεί στο γραφείο του στο ΓΕΣ και του ανακοινώνει ότι συμφωνεί απόλυτα με την κάθοδό του στην Κύπρο και την ανάληψη ένοπλης δράσης. Επίσης τον διαβεβαίωσε ότι η προσπάθειά του θα τυγχάνει της πλήρους υποστήριξής του.

Στο μεταξύ, οι μυήσεις μελών στην οργάνωση συνεχίζονται υπό άκρα μυστικότητα και η Επιτροπή συνήλθε για πρώτη φορά σε ολομέλεια, στο σπίτι του καθηγητή Δ. Βεζνή, οδό Σκουφά 34, με την ευκαιρία της παρουσίας του Μακαρίου στην Αθήνα. Αργότερα η Επιτροπή συνήλθε στο σπίτι του Σάββα Λοϊζίδη, στη οδό Μαυρομιχάλη 59, στην παρουσία του Μακαρίου και του Γρίβα. Οι συνεδρίες της Επιτροπής συνεχίστηκαν και γίνονταν συνήθως στο δικηγορικό γραφείο του Αντώνη Αυγίκου, στην οδό Σατωβριάνου 1, υπό την προεδρία του Γεώργιου Στράτου, όταν ο Μακάριος δεν ήταν στην Αθήνα. Κάποτε γίνονταν και στο σπίτι του καθηγητή Κονιδάρη, στην οδό Ασκληπιού. Στο σπίτι αυτό έγινε και η ορκωμοσία, παρουσία του Αρχιεπισκόπου και απόντος του Γρίβα, ο οποίος υπέγραψε τον όρκο αργότερα. Το κείμενο του ιερού όρκου είναι το ακόλουθο: «Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος, να φυλάξω, θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα, μυστικόν παν ό,τι γνωρίζω και θέλω ακούσει διά την υπόθεσιν της Ενώσεω ς της Κύπρου, θα υπακούω δε τυφλώς εις τας εκάστοτε διδομένας μοι σχετικάς διαταγάς».

Εν Αθήναις τη 7η Μαρτίου 1953.

Ο Κύπρου Μακάριος

Γ. Στράτος

Ν. Παπαδόπουλος

Γερ. Κονιδάρης

Σάββας Λοϊζίδης

Γ. Γρίβας

Ηλ. Τσατσόμοιρος

Δ. Σταυρόπουλος

Δ. Βεζανής

Ηλ. Αλεξόπουλος

(Ο Γρίβας δεν ήταν στη σύσκεψη και την υπέγραψε αργότερα).

Η Οργάνωση «ΚΑΡΗ»

Παράλληλα με την Επιτροπή Κυπριακού Αγώνος, δραστηριότητες για ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα ανέπτυσσε από το 1953 και η Οργάνωση ΚΑΡΗ (Κύπριοι Αγωνιστές Ριψοκίνδυνοι Ηγέτες). Αρχηγός της ήταν ο γιατρός Γιάννης Ιωαννίδης, από τη Δρούσια της Πάφου, αδελφός του εθνικού αγωνιστή Χριστόδουλου Χατζηπαύλου, που είχε εξοριστεί από τους Βρετανούς μετά το Κίνημα των Οκτωβριανών του 1931. Μέλη της οργάνωσης από το 1954 ήταν Κύπριοι φοιτητές, φλογεροί πατριώτες. Την εκπαίδευσή τους είχε αναλάβει αρχικά ο τότε υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Κοντόπουλος, έφεδρος αξιωματικός του Μηχανικού του Ελληνικού Στρατού. Αργότερα την εκπαίδευση ανέλαβαν και κυπριακής καταγωγής αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού. Ανάμεσά τους ο στρατηγός Μενέλαος Παντελίδης, οι λοχαγοί Άθως Μυριανθόπουλος και Σάββας Παπακυριακού. Την εκπαίδευση των φοιτητών στον ανταρτοπόλεμο ανέλαβαν οι Κρήτες καπεταναίοι Μπαντουβάδες, με τους οποίους είχε έλθει σ’επαφή ο Ρένος Κυριακίδης. Στελέχη της ΚΑΡΗ θα κατέβουν στην Κύπρο με εντολή του Διγενή και θα στελεχώσουν την ΕΟΚΑ, που είχε ήδη αρχίσει την ένοπλη δράση της.

Η επαφή της ΚΑΡΗ με τον Διγενή έγινε από τον φλογερό Παπασταύρο, ο οποίος διευθέτησε συνάντηση του Αρχηγού με τον εκπρόσωπο των φοιτητών, Ρένο Κυριακίδη, που είχε έρθει ειδικά για τον σκοπό αυτό στην Κύπρο, όταν οι φοιτητές εκπαιδεύονταν στην Κρήτη. Για τη συνάντησή του με τον Αρχηγό θα γράψει αργότερα ο Ρένος Κυριακίδης: «Του ανέφερα τα πάντα για την ΚΑΡΗ, τον υπεύθυνό της Γιάννη Ιωναννίδη, την εκπαίδευση των φοιτητών και την επιθυμία τους να ενωθούν με τις δυνάμεις της ΕΟΚΑ και ν’ αγωνιστούν για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο Αρχηγός με άκουε με προσοχή. Σε μια στιγμή με ρώτησε: ‘‘Πόσοι φοιτητές έχετε εκπαιδευτεί και είστε έτοιμοι να ‘ρθείτε στην Κύπρο για τον αγώνα;’’. ‘‘Αυτήν τη στιγμή είμαστε 14. Νομίζω περισσότεροι από τους μισούς είναι έτοιμοι’’. ‘‘Εντάξει. Να πας και να τους πεις να έρθουν όλοι κάτω. Χρειάζομαι στελέχη. Από την 1η του Απρίλη μέχρι σήμερα έχουν συλληφθεί πολλά στελέχη και πρέπει να έρθετε για να πάρετε τις θέσεις τους. Πρέπει να διακόψετε τις σπουδές σας και να συμμετάσχετε στον Αγώνα...».

Γύρισε ο Ρένος στην Αθήνα, ενημέρωσε τον Ιωαννίδη για τη συνάντηση με τον Διγενή κι εκείνος συγκινημένος είπε: «Το θέμα είναι σοβαρό και πρέπει να γίνει συγκέντρωση των φοιτητών- μελών στο σπίτι της οδού Σκουφά 12 για να πάρουμε αποφάσεις. Έγινε η συγκέντρωση και οκτώ από τους 14 φοιτητές δήλωσαν έτοιμοι να διακόψουν τις σπουδές τους και να κατέλθουν στην Κύπρο μέσα σε 48 ώρες. Αυτοί ήταν: Ρένος Κυριακίδης, Πέτρος Στυλιανού, Θάσος Σοφοκλέους, Κύπρος Παπαδόπουλος, Ανδρέας Νέστορος, Νίκος Αγγελίδης, Φώτης Παπαφώτης και Αντρέας Λαμπριανίδης».

Η μύηση του Αντρέα Αζίνα

Στις 27 Οκτωβρίου 1952 ο Αντρέας Αζίνας κατέβηκε στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη, όπου συμπλήρωσε σχεδόν τις σπουδές του στη Γεωπονική Σχολή του Πανεπιστημίου και προτού αναχωρήσει ατμοπλοϊκώς στην Κύπρο,επισκέφτηκε το δικηγορικό γραφείο των αδελφών Λοϊζίδη. Εκεί συζήτησαν την κατάσταση στην Κύπρο και σε μια στιγμή ο Αζίνας είπε: «Αν οι Εγγλέζοι δεν ματώσουν, ουδέποτε θα μας δώσουν την ελευθερία μας», οπότε είδε τα δυο αδέφια ν’ανταλλάσσουν μια φευγαλέα ματιά. Κίνησε να φύγει κι ο Σωκράτης τον σταμάτησε, λέγοντας: «Αντρέα, απόψε μην κλείσεις τίποτα για το βράδυ. Θα σου κάνω το τραπέζι. Θα συναντηθούμε στου Γαμβέτα, το γνωστό καφενείο των Κυπρίων, απέναντι από το πανεπιστήμιο». Συναντήθηκαν και πήγαν σ’ένα εστιατόριο στα Εξάρχεια, όπου ο Σωκράτης είπε τα πάντα στον Αζίνα. Του αποκάλυψε ότι ο Αρχηγός βρίσκεται για δεύτερη φορά στην Κύπρο και τον ρώτησε αν είναι έτοιμος για τον Αγώνα. Κατάπληκτος ο Αζίνας απάντησε: «Από τώρα, απ’ αυτήν τη στιγμή είμαι ένας από εσάς.Θα πάω στον Μακάριο και θα του ζητήσω να με φέρει σ’ επαφή με τον Γρίβα». Γυρίζοντας ο Αζίνας ζήτησε και συναντήθηκε με τον Μακάριο, ο οποίος του ανέφερε τα πάντα και του έδωσε τη διεύθυνση του γιατρού Μιχάλη Γρίβα, αδελφού του Αρχηγού, για να τον συναντήσει, όπως και έγινε . Από τότε ο Αρχηγός ανέθετε αποστολές στον Αζίνα, που από εκείνη τη στιγμή έγινε ο σύνδεσμός του με τον Μακάριο. Ανάμεσα στις αποστολές που του ανέθεσε ήταν και η στρατολόγηση εμπίστων πατριωτών, ανάμεσα στους οποίους ήταν η πρώτη ομάδα της γενέτειράς του Χλώρακας, όπου συνελήφθη αργότερα με το πλήρωμα του πλοιαρίου «Άγιος Γεώργιος», που μετέφερε οπλισμό για τον Αγώνα. Επίσης με υπόδειξη του εθναπόστολου δασκάλου Νικόλα Χατζηκωστή πλησίασε τον Αβραάμ Νικολάου από τον Άγιο Μάμαντα και του ανέθεσε τη στρατολόγηση αγωνιστών από τα χωριά της Πιτσιλιάς- Αμιάντου. Στα τέλη Ιανουαρίου 1953 ο Αζίνας ξανασυναντήθηκε με τον Γρίβα στη Λευκωσία, τον ενημέρωσε για όλες τις ενέργειες που του είχε αναθέσει και συμφώνησαν να συναντηθούν στην Αθήνα τέλη Μαρτίου- αρχές Απριλίου.

Επαφές αρχηγού στην Κύπρο

Η πρώτη αναγνωριστική άφιξη του Γρίβα στην Κύπρο έγινε τέλη Ιουλίου 1951. Στις 5 του μήνα αναχώρησε από την Αθήνα και με την άφιξή του στο νησί άρχισε τις επαφές με διάφορους παράγοντες. Στις 28 Μαΐου συναντήθηκε με τον Μακάριο και στη συνέχεια πήγε στον Καλοπαναγιώτη, όπου συνάντησε τον φλογερό Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό, ο οποίος, σε αντίθεση με τις επιφυλάξεις και ενδοιασμούς του Μακαρίου, τον προέτρεψε να επισπεύσει τις προσπάθειές του και του υποσχέθηκε πλήρη συμπαράσταση και οικονομική βοήθεια. Θα γράψει για τη συνάντηση εκείνη ο Αρχηγός: «Ούτος συνεφώνησε μετ’ εμού και μου υπεσχέθη ότι θα συνεννοείτο σχετικώς μετά του Αρχιεπισκόπου». Και ο Κυπριανός τήρησε την υπόσχεσή του. Συναντήθηκε με τον Μακάριο και διέλυσε σε μεγάλο βαθμό τις επιφυλάξεις και τους ενδοιασμούς του. Θα πει για τη συνάντησή του με τον Μακάριο, 24 μέρες αργότερα, ο Διγενής: «Στις 4 Αυγούστου, που συναντηθήκαμε με τον Αρχιεπίσκοπο, δεν ήταν τόσο επιφυλακτικός και διστακτικός για τον ένοπλο αγώνα, όπως την προηγούμενη συνάντησή μας».

Η δεύτερη επίσκεψη του Αρχηγού στην Κύπρο έγινε στις 3 Οκτωβρίου 1952. Μόλις ο Διγενής έφθασε στη Λευκωσία, ζήτησε να συναντηθεί με τον Μακάριο, αλλά επειδή ο Αρχιεπίσκοπος ήταν έτοιμος ν’αναχω ρήσει στην Αμερική, του συνέστησε να συναντηθεί με τον Μητροπολίτη Κιτίου Άνθιμο.Προτύτερα ο Μακάριος είχε συστήσει στον Παπασταύρο και τον Αζίνα να συναντηθούν με τον Αρχηγό, να τον ακούσουν και να κάνουν ό,τι τους ζητούσε. Ο Παπασταύρος είχε γνωρίσει για πρώτη φορά τον Γρίβα και στη συνάντησή τους, στο σπίτι του αδελφού του Αρχηγού, Μιχάλη Γρίβα, συνοδευόταν από τον εθνικό αγωνιστή Πολύκαρπο Ιωαννίδη. Η δεύτερη συνάντηση Διγενή-Παπασταύρου έγινε τον Σεπτέμβρη του 1954, όταν οι προετοιμασίες για την έναρξη του Αγώνα ήταν σε προχωρημένη φάση. Ήταν τότε που ο Διγενής είχε αναθέσει στον Παπασταύρο να στρατολογήσει νέους για τον Αγώνα. Ο Παπασταύρος δεν αποκάλυψε στον Διγενή ότι στρατολογούσε από καιρό νέους για την ΚΑΡΗ. Έτσι, όταν όλα ήταν έτοιμα, ο φλογερός Παπασταύρος ενημέρωσε τον Ιωαννίδη και οι φοιτητές της οργάνωσης και οι νέοι της ΟΧΕΝ που ετοίμαζε στην Κύπρο πύκνωσαν τις τάξεις της ΕΟΚΑ

(Την ερχόμενη Κυριακή: Νέες συναντήσεις Μακαρίου - Γρίβα στην Αθήνα. Η συγκέντρωση οπλισμού για τον Αγώνα. Ο ρόλος του ναυάρχου Σακελλαρίου και του πλοιάρχου Σταμπολή, οι τελευταίες επαφές του Αρχηγού στην Αθήνα, η αποστολή του πρώτου οπλισμού και η κάθοδος του Διγενή για την έναρξη του Αγώνα).