Αναλύσεις

Ένα κρησφύγετο της ΕΟΚΑ κάτω από τη μύτη της αποικιοκρατίας

Η συμβολική σύνδεση της «Λεωφόρου Γρίβα Διγενή» με τα «Φώτα Γαβριηλίδη». Που είδαν για πρώτη φορά τον Αρχηγό της ΕΟΚΑ οι τομεάρχες του.

Όλοι γνωρίζουν το σημείο όπου τα «Φώτα Γαβριηλίδη» συναντούν τη «Λεωφόρο Γρίβα Διγενή» στη Λευκωσία. Αλλά τα ονόματα «Γαβριηλίδης» και «Γρίβας Διγενής» δεν συναντήθηκαν μόνο χωροταξικά, πάνω στον χάρτη της κυπριακής πρωτεύουσας. Και αυτό διότι ο πραγματικός Γαβριήλ Γαβριηλίδης συναντήθηκε με τον πραγματικό Γεώργιο Γρίβα και τους αγωνιστές του κατά τη διάρκεια του αγώνα της ΕΟΚΑ. Η οικία του Γαβριηλίδη φιλοξένησε κρησφύγετο της Οργάνωσης και εκεί θα κάνει την εμφάνισή του ο Διγενής μετά το τέλος του αγώνα και την υπογραφή της Ανεξαρτησίας.

Ποιος ήταν ο Γαβριήλ Γαβριηλίδης και πώς σχετίστηκε με τον ένοπλο Ενωτικό Αγώνα; Σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, ο υιός του, Αλκιβιάδης Γαβριηλίδης, μας αφηγήθηκε μερικά στιγμιότυπα αυτής της σχέσης.

1070bw.jpg

Από τη Μερσίνα στα «Φώτα Γαβριηλίδη»

Ο Άλκης Γαβριηλίδης γεννήθηκε το 1941 στη Λευκωσία. Ο πατέρας του, Γαβριήλ Γαβριηλίδης, γεννήθηκε στη Μερσίνα της Κιλικίας το 1910, από πατέρα ζαχαροπλάστη. Η οικογένειά του είχε εργοστάσιο σοκολάτας στην Τουρκία. Ο Γαβριήλ έζησε μέχρι τα 10 του εκεί και μιλούσε απταίστως τη γλώσσα. Πολλές φορές οι Έλληνες τιμωρούνταν αν μιλούσαν τη γλώσσα τους δημόσια.

Πολλοί συγγενείς του Γαβριήλ «χάθηκαν» -πιθανότατα σκοτώθηκαν- στη Μικρά Ασία, στους βίαιους διωγμούς των Τούρκων κατά των Χριστιανών. Μαζί με τους γονείς και τα αδέλφια του διέφυγαν με ένα κάρο στη Σμύρνη το 1921.

Σε παλαιότερη συνέντευξή της (Πολίτης, 12/10/2014), η σύζυγος του Γαβριήλ, Λουκία Γαβριηλίδου, το γένος Χατζηκυριάκου (με την οποία απέκτησε 4 παιδιά) εξήγησε πώς έφθασε στην Κύπρο: «Πρώτος σταθμός του καραβιού της ελπίδας ήταν η Κύπρος. Όπου, ωστόσο, οι Άγγλοι αποικιοκράτες δεν επέτρεψαν στο καράβι να δέσει στο λιμάνι, με την υποψία ότι έφερε τον μολυσματικό ιό της ευλογιάς. Το πλοίο κατέληξε στη Σμύρνη. Λίγους μήνες αργότερα η οικογένεια εξαναγκάστηκε, λόγω της σφαγής, να μπει ξανά σε ένα καράβι για να γλιτώσει. Η μοίρα την έφερε στην Κύπρο για δεύτερη φορά».

Ο Γαβριήλ, καλός μαθητής και αν και φτωχός, πλέον, κατάφερε πωλώντας γραμματόσημα στο σχολείο να φύγει για τη Γλασκώβη, όπου σπούδασε Ηλεκτρολογία & Μηχανολογία. Έζησε 10 χρόνια εκεί και επέστρεψε Κύπρο, όπου και ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τη Λουκία. Εργάστηκε στις αρχές του 1940 στην Ηλεκτρική Εταιρεία Λευκωσίας, όπου και ανελίχθηκε. Μετά ιδιώτευσε με δική του ηλεκτρική εταιρεία στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Ασχολήθηκε επίσης με το εμπόριο και την εισαγωγή ηλεκτρικών ειδών και ποτών. Μετά την Ανεξαρτησία, διετέλεσε πρώτος Πρόεδρος της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου.

Το γνωστό πολυώροφο κτήριο του «Γαβριηλίδη», από το οποίο πήρε την ονομασία «Φώτα Γαβριηλίδη» η περιοχή, κτίστηκε (πάνω σε κληρονομιά της Λουκίας) από τον Γαβριήλ μεταξύ 1963-69, με αρχιτέκτονα τον Rudland Squire και επίβλεψη Ι+Α Φιλίππου.

Gavrielides-Development-03-1024x669.jpg

Έναρξη Αγώνα & Παγκύπριο Γυμνάσιο

Ο Άλκης φοιτούσε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο όταν ξεκίνησε ο Αγώνας της ΕΟΚΑ. Στο σχολείο του οργανώνονταν τακτικά απεργίες και έζησε από κοντά το κάψιμο του αρχηγείου του British Council και τη «Μάχη της Σεβερείου», τη διαδήλωση όπου οι Έλληνες μαθητές του Γυμνασίου πετροβόλησαν τους Άγγλους στρατιώτες και τους Τουρκοκύπριους επικουρικούς αστυνομικούς που έκλεισαν το σχολείο και ξυλοκόπησαν.

Η δημιουργία του κρησφυγέτου

Κάποια μέρα μετά την έναρξη του Αγώνα, η μητέρα του βρήκε τυχαία κάποιους αγωνιστές που κρύβονταν «σε ένα φτωχικό μέρος, όπου έβοσκαν αιγοπρόβατα και υπήρχε τυροκομείο, κοντά στο κέντρο της Λευκωσίας». Η μητέρα του είχε πάει να αγοράσει τυρί, χαλλούμι και βοηθούσε και κόσμο. «Λέει τι να τους κάμουμε; Τους κάλεσε σπίτι μας», είπε ο κ. Άλκης. Ανέφερε στον άνδρα της ότι θα τους συλλάμβαναν και έπρεπε να τους βοηθήσουν. «Ο πατέρας μου εδέχτηκε, όμως, τι ήταν να κάμει; Εν εκείνη που αποφάσισε, απ’ ό,τι θυμάμαι».

Το σπίτι τους (που δεν υπάρχει πια) βρισκόταν στη γωνία Λεωφόρου Μακαρίου και Μπουμπουλίνας. Στη θέση του κτίστηκε μετά το κτήριο της Λαϊκής Τράπεζας, που σήμερα στεγάζει την Τράπεζα Κύπρου.

Φιλοξενούσαν 3 με 4 αγωνιστές, αρχικά χωρίς κρησφύγετο, αλλά με τη χρήση ενός δωματίου. Σιγά-σιγά κτίστηκε και το κρησφύγετο. Ο κ. Άλκης περιέγραψε πώς σχεδιάστηκε:

«Είχαμε ένα πολύ ωραίο υπόγειο. Ήταν τρία δωμάτια. Το πρώτο ήταν το λεγόμενο washhouse, στο οποίο πηγαίναμε και με τους Άγγλους. Διότι ο πατέρας μου ήταν και φίλος των Άγγλων και έμπορος και είχε πάει και στον στρατό της Βρετανίας και έκανε εκρηκτικά, είναι ειδικευμένος από τους Άγγλους. Εμείς πουλούσαμε και ποτά. Είχαμε και μπύρες που χάλασαν. Θα κάμουμε την κρυψώνα στο τρίτο δωμάτιο του υπογείου. Ήταν τρία μακρουλά δωμάτια, το ένα παράλληλο με το άλλο. Στο τρίτο εμπήκαν τα ποτά της μπύρας πάνω στα ράφια. Αν τα μετακινούσες τα ράφια, θα πέφταν όλα πάνω σου. Και εκεί είχε διάφορα ξύλα που μπορούσαν να βγουν, τα οποία δεν κρατούσαν τις μπύρες και έτσι έμπαινες μέσα στο κρησφύγετο πάρακατω. Ήταν σχεδόν αδύνατον να το δεις εκεί. Είχαν βάλει και σωλήνα εξαερισμού για να αναπνέουν».

gavrielides.jpg

Ο Γαβριήλ Γαβριηλίδης μαζί με την σύζυγό του Λουκία.

Την ημέρα που θα έφτιαχναν το κρησφύγετο, ο πατέρας τούς μοίρασε τις δουλειές και είπε στον μικρό Άλκη: «Εσύ πήγαινε κοιμήθου». «Θαύμα! Εγώ χάρηκα που θα κοιμόμουν. Στο τέλος κατάλαβα, η ώρα 4:00π.μ. έπρεπε να ξυπνήσω και να ισιώσω τα χώματα. Και πήγα έξω και είχε στοίβες χώματα γύρω από το σπίτι, μέχρι τον δρόμο, και πάνω στο τσιμέντο ακόμα που ήταν σαν βεράντα πίσω. Και εκεί είχε χώματα. Και έπρεπε να τα ισιώσω όλα αυτά μέχρι τις 6:00-7:00, πριν να ξυπνήσει η γειτονιά. Ήταν τα σκουρόχρωμα χώματα του κρησφυγέτου που έσκαβαν οι υπόλοιποι όλη τη νύχτα. Ίσιωνα, ίσιωνα, ίσιωνα, έφτασα μέχρι και το τσιμέντο. Βγαίνει η κοπέλα από τον δεύτερο όροφο του κτηρίου πίσω, μου λέει “Άλκη, κάμνεις κηπουρική;” Ναι ναι, λέω της! Ευτυχώς δεν θυμόταν πως εκεί ήταν τσιμέντο. Ήταν τόσο πολύ το χώμα που βγήκε, που σκεπάσαμε και το τσιμέντο. Το κρησφύγετο το έσκαψαν τουλάχιστον 2-3 άτομα της ΕΟΚΑ και ο πατέρας μου, που έβγαζε το χώμα έξω μέσα σε σακούλες».

Το «σύστημα αναγνώρισης» και «συναγερμού» λειτουργούσε ως εξής. Όταν μέλη της οικογένειας έμπαιναν στο σπίτι, κτυπούσαν διαφορετικά το κουδούνι και έτσι τους ξεχώριζαν από τους ξένους. Σε περίπτωση που χτυπούσε αλλιώς το κουδούνι, θα έπρεπε να παραμείνουν κρυμμένοι στο κρησφύγετο. Συνήθως κοιμούνταν στο επιπλέον δωμάτιο και κατέφευγαν στην κρύπτη όταν έρχονταν άλλοι μη-μυημένοι επισκέπτες ή Βρετανοί.

Σε μια περίπτωση οι Άγγλοι στρατιώτες βρήκαν την πόρτα ανοιχτή στις 6:00π.μ. «Μπήκαν μέσα στο σπίτι χωρίς να κτυπήσουν. Είχε βγει η κοπέλα έξω και σκούπιζε τη βεράντα. Η Αλίκη [αδελφή του] κοιμόταν εκεί που ήρθαν οι Άγγλοι. Μετά ήταν μια άλλη μου αδελφή, εγώ έλειπα, η ΕΟΚΑ ήταν στο τέλος δεξιά και τέλος αριστερά ήταν ο πατέρας μου με τη μητέρα μου. Ευτυχώς ήταν ξύπνιος ο πατέρας μου. Είπε εκεί “α, τι κάνετε; Καλά; Να σας δώσουμε κανένα ποτό και κοιτάζετε το σπίτι μετά; Ποτό στις έξι το πρωί! Εν τέλει τους έπεισε. Έφερε την Αλίκη, την ξύπνησε. “Παίξε πιάνο!”, της είπε. Άρχισε να παίζει πιάνο».

Οι αγωνιστές εκμεταλλεύτηκαν το παράθυρο ευκαιρίας και πρόλαβαν να κρυφτούν με ασφάλεια στο υπόγειο.

Κάτω από τη μύτη των Άγγλων

Από τους αγωνιστές που θυμάται να έμειναν και να πέρασαν αναφέρει τα ονόματα των Πολύκαρπου Γιωρκάτζη, Νίκου Κόσιη, Γιαννάκη Στεφανίδη και Άντρου Νικολαΐδη. «Όλοι τους είχαν μέσα στο σπίτι το ίδιο όνομα. Άντρος, Ανδρέας, Αντρίκκος… Ήταν όλοι του ιδίου ονόματος μέσα στο σπίτι. Δεν ξέραμε τα αληθινά τους όνοματα, ούτε εμείς. Μετά τα μάθαμε».

Τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη τον θυμάται ως ένα «πολύ ευγενικό άτομο» και εξιστόρησε ένα περιστατικό: «Σε μια περίπτωση είχαν σκοτώσει κάποιους οι Άγγλοι. Εκείνον τον καιρό ο πατέρας μου έφερε τέσσερεις Άγγλους φίλους στο σπίτι, στρατιωτικούς, δεν ξέρω τι βαθμού. Έκατσαν όλοι στην τραπεζαρία. Έβαλαν και τα πιστόλια τους πάνω στο τραπέζι να μην τα έχουν να τους ενοχλούν! Η μάνα μου τους πρόσφερε πράγματα κ.λπ. Ο Γιωρκάτζης, αν θυμάμαι καλά, είχε προτείνει να τους “κανονίσουν” ως αντίποινα. Ο πατέρας μου λέει “όχι, αυτοί είναι επισκέπτες μου”. Έτσι οι αγωνιστές παρέμειναν κρυμμένοι καθ’ όλη τη διάρκεια της επίσκεψης, αφού οι στρατιωτικοί δεν ήρθαν για έλεγχο, αλλά ως φίλοι του κ. Γαβριηλίδη. Ήταν η κάλυψή του».

Μέχρι και ο Bοηθός Kυβερνήτης είχε επισκεφθεί το σπίτι τους: «Εγώ ήμουν με τον Ανδρέα, τον μετέπειτα Στεφανίδη. Και ήρθε αυτός ο Άγγλος, ο Βοηθός Κυβερνήτης, εκεί που ήμασταν και βλέπαμε την ελιά, την οποία η μάνα μου μόλις είχε μπολιάσει. Ήρθε μόνος του, περπατούσε στον κήπο. Και λέω του Εγγλέζου, “ο συμμαθητής μου”. Ο Άντρος στο τέλος έμεινε Άντρος, ήταν ο Άνδρος Νικολαΐδης».

Το ότι ο Γαβριηλίδης παρέμεινε υπεράνω υποψίας το αναφέρει και βρετανική πηγή. Ο συγγραφέας του «Britain’s Small Wars» αναφέρει: «Ήταν ένας επιφανής Έλληνας επιχειρηματίας στην πρωτεύουσα που εξειδικευόταν στις ηλεκτρικές συμβάσεις. Εξωτερικά έδινε την εντύπωση πως διαφωνούσε με την ΕΟΚΑ. Με αυτήν την κάλυψη, έγινε ένα ηγετικό στέλεχος του “Nicosia Club”, ενός προμαχώνα της “βρετανικότητας”, όπου ξεκουράζονταν ανώτατοι αξιωματικοί του στρατού και της αστυνομίας. […] Οι πρώτοι τρομοκράτες της ΕΟΚΑ που έμειναν στο σπίτι ήταν ο Γιαννάκης Στεφανίδης, 20, και ο ηγέτης των μαθητών Ανδρέας Νικολαΐδης. Ο Γαβριηλίδης ήξερε πως, με τη φήμη του, ήταν σχεδόν απίθανο πως οι Δυνάμεις Ασφαλείας θα έκαναν έφοδο στην οικία του. Είχε δίκαιο, διότι ποτέ δεν τον ανακάλυψαν. Το σπίτι έγινε το Αρχηγείο της ΕΟΚΑ Λευκωσίας. Ήταν εδώ που ο Γρίβας αποχαιρέτησε τους φίλους του πριν από την αναχώρησή του για την Ελλάδα τον Μάρτιο του 1959».

Κρυφό δίκτυο επικοινωνίας

Ο κ. Άλκης Γαβριηλίδης έδωσε και μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια για το κρυφό δίκτυο επικοινωνίας της ΕΟΚΑ: «Επειδή μπορούσε να συλληφθεί κάποιος που έπαιρνε ένα μήνυμα, υπήρχαν μπαστούνια που βάζαμε τα γράμματα μέσα. Και έκλειε το μπαστούνι. Ήταν τα μηνύματα που πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι. Απ’ ό,τι ξέρω, τέσσερεις οικίες που είχαν σχέση μεταξύ τους με άτομα μέσα, 2-3 το κάθε σπίτι. Το κάθε σπίτι μετά ήξερε κάποιους άλλους. Δεν ήξεραν όλοι, όλους». Μετά έμαθε ποια ήταν αυτά τα σπίτια και μερικοί ήταν και συγγενείς του.

CCI26032021_0002.jpg

«Ημέρα Ελευθερίας στην οικία Γαβριηλίδη. Ιστάμενοι από αριστερά: Λουκία, Αλίκη Γαβριηλίδη, Φρίξος Δημητριάδης – Τομεάρχης Σολέας, Γαβριήλ Γαβριηλίδης, Νίκος Ιωάννου – Τομεάρχης Μαραθάσας. Καθήμενοι: Κυριάκος Πατατάκος, Γεώργιος Γεωργιάδης – Τομεάρχης Τηλλυρίας, Νεόφυτος Σοφοκλέους – Τομεάρχης Μηλικουρίου» (Ιωάννου-Ψωμάς…, σ. 526).

Σπουδές στη Σκωτία

Μετά τη δημιουργία του κρησφυγέτου της ΕΟΚΑ, ο Γαβριήλ «έδιωξε» τον νεαρό Άλκη στην Βρετανία για σπουδές. Αυτό αύξανε την κάλυψή του και παρέμενε υπεράνω υποψίας έναντι των Βρετανών. Από την άλλη, εξέλιπε ο κίνδυνος σύλληψής του και εξαναγκασμού του να μιλήσει και έτσι να προδοθεί το κρησφύγετο και να κινδυνέψουν οι αγωνιστές.

Επιπλέον, αν ανακάλυπταν οι Άγγλοι ότι στο σπίτι κρυβόντουσαν μέλη της ΕΟΚΑ, μπορεί να το κατεδάφιζαν, όπως έκαναν σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις. Δύο τέτοιες περιπτώσεις ήταν η ανατίναξη της οικίας της κόρης τού ιερέα παπα-Χαράλαμπου, Κυριακούς Παπαχαραλάμπους, στο Σαράντι, και του αγροφύλακα Άριστου Θεοδώρου στο Όμοδος («Φιλελεύθερος», 29/01/1957).

Ο Άλκης ερχόταν Κύπρο κατά τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Λαμπρής. Όταν ήρθε από Αγγλία, μέσω Αθήνας, το Σάββατο της Λαμπρής, το 1956, οι Άγγλοι, άγνωστο γιατί, μετέφεραν όλους τους επιβάτες του αεροπλάνου στα Κρατητήρια. Πήγε ο ίδιος ο πατέρας του να τον συναντήσει. Ο πατέρας του μίλησε στους φρουρούς και τον ρώτησαν αν θέλει να τον βγάλει. Αυτός είπε «αφήστε τον μέσα» για να διατηρείται υπεράνω υποψίας, καθώς είχε το κρησφύγετο στο σπίτι του. Όλη νύχτα άκουγε τις καμπάνες. «Το θεωρούσα λίγο άσχημο να με έχουν φυλακή νύχτα του Πάσχα. Ήταν ο Καλός Λόγος! Μεσάνυχτα και λοιπά. Δεν πειράζει, χαλάλι». Τον άφησαν την επόμενη ημέρα.

Όπως και ο πατέρας του, ο Άλκης σπούδασε Ηλεκτρολογία στη Γλασκώβη.

Το ρόπαλο των Τουρκοκυπρίων επικουρικών

Το 1958, κατά τις φασαρίες με τους Τουρκοκύπριους, ο Γαβριήλ είχε πάει για να συλλέξει πληροφορίες για την ΕΟΚΑ, καθώς γνώριζε την Τουρκική, για να δει μέχρι πού έφθασαν. Οι Τουρκοκύπριοι είχαν υποψιαστεί πως κάτι δεν πήγαινε καλά, καθώς η διάλεκτος που τους μιλούσε ήταν τουρκική και όχι τουρκοκυπριακή.

Οι Τούρκοι επιτέθηκαν στο αυτοκίνητό του, του έσπασαν πολλά τζάμια και τον τραυμάτισαν και ένα από τα ρόπαλά τους έμεινε μέσα και το πήρε μαζί του στο σπίτι, όπου επέστρεψε γεμάτος αίματα.

Εμφάνιση Διγενή στην οικία Γαβριηλίδη

Με την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου και τη λήξη του Αγώνα της ΕΟΚΑ, αποφασίστηκε όπως ο Αρχηγός Διγενής αποχωρήσει από την Κύπρο για Αθήνα.

Στις 15 Μαρτίου 1959, ο Γρίβας συναντήθηκε με συνεργάτες του στο σπίτι του Σωκράτη Ηλιάδη και με τους τομεάρχες της ΕΟΚΑ στο σπίτι του Γαβριήλ Γαβριηλίδη. Τους κάλεσε να στελεχώσουν την πολιτική ζωή του τόπου και να συσπειρωθούν γύρω από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για το ειρηνικό κτίσιμο της νέας Πολιτείας (Παναγιώτης Παπαδημήτρης, «Ιστορική Εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου», τόμος 13, σ. 14).

CCI26032021.jpg

«Ο Διγενής μετά των Στελεχών του στην οικία Γαβριήλ Γαβριηλίδη». Κάτω αριστερά, ο Γαβριηλίδης (Ιωάννου-Ψωμάς…, σ. 523).

Ο κ. Γαβριηλίδης ανέφερε πως «ο Γρίβας ήρθε και έκανε τη συνάντηση στο σπίτι μας, κρυφή, όλα κρυφά βέβαια, όλοι οι αρχηγοί του Αγώνα, οι τομεάρχες… Περίπου σαράντα άτομα».

Στο βιβλίο του «Εμπειρίες και Βιώματα» (2015), ο Νίκος Ιωάννου-Ψωμάς αναφέρει πως το τέλος του αγώνα τον βρήκε μαζί με τον Γιωρκάτζη στο σπίτι του Γαβριήλ Γαβριηλίδη, «αυτού του υπέροχου αγωνιστή». Ο Γιωρκάτζης διευθέτησε με πάρα πολλή μυστικότητα τη συνάντηση. Όλοι αγωνιούσαν να γνωρίσουν από κοντά τον Αρχηγό. «Στο τέλος το σπίτι του Γαβριηλίδη γέμισε από σκληρούς αγωνιστές της Ελευθερίας, τους οποίους ο οικοδεσπότης Γαβριήλ και η σύζυγός του Λουκία υποδέχονταν με αγάπη. Είχαν ετοιμάσει τα πάντα για την υποδοχή του Διγενή και των αγωνιστών», γράφει ο Ψωμάς.

Ο Στρατηγός Γρίβας στα «Απομνημονεύματα Αγώνος ΕΟΚΑ» (έκδοση 1961, σ. 406-407) μιλά με συναισθηματισμό γι’ αυτήν τη συνάντηση:

«Η επιθυμία μου ήδη ήτο να ζήσω ολίγας στιγμάς μεταξύ του κυπριακού λαού και να προσκυνήσω τους τάφους εκείνων, οι οποίοι έπεσαν υπό την ηγεσίαν μου εις τον αγώνα διά την ελευθερίαν της Κύπρου. Ο δυνάστης όμως δεν εφάνη τόσον ιπποτικός ώστε να το επιτρέψη. […] Εφ’ όσον η επιθυμία μου αυτή δεν ικανοποιήθη, επεζήτησα, τουλάχιστον, συνωμοτικώ τω τρόπω να σφίξω το χέρι και να εναγκαλισθώ τους τομεάρχας και λοιπούς αμέσους συνεργάτας μου. Πράγματι, η συνάντησις εγένετο την εσπέραν της 15ης Μαρτίου εις τας εν Λευκωσία οικίας των Ηλιάδη και Γαβριηλίδη, αφού ελήφθησαν σχετικαί προφυλάξεις. Η στιγμή της συναντήσεως με τους αμέσους συνεργάτας μου υπήρξε, τη αληθεία, εξόχως συγκινητική. Ουδέποτε θα την λησμονήσω… Τινάς τούτων έβλεπα διά πρώτην φοράν. […] Διά πρώτην φοράν εις την ζωήν μου, συνεκινήθην τόσο βαθειά, διότι μπροστά μου, ωσάν οπτασία, επέρασαν τα γεγονότα τεσσάρων ετών ηρωϊκού επικού αγώνος, με πρωτεργάτας εκείνους, που έβλεπα εκείνην τη στιγμήν και οι οποίοι έφεραν στην μνήμην μου και εκείνους, οι οποίοι μας άφησαν για πάντα. Και εδάκρυσα…».

Τι έγινε με το «Νικοσία Κλαμπ» το 1964

Μετά την Ανεξαρτησία, η οικογένειά τους διατήρησε επαφές με κάποιους από τους πρώην αγωνιστές όπως τον Τεύκρο Λοΐζου, τον Κόσιη, τον Γιωρκάτζη και τον Τάσσο Παπαδόπουλο, που ήταν της ΠΕΚΑ και δικηγόρος αγωνιστών.

Ο Άλκης, ο οποίος είχε φιλικές σχέσεις και περιόδευσε την Κύπρο μαζί τους, συνέχισε τις σπουδές του και πηγαινοερχόταν κατά τις διακοπές. Βρισκόταν στην Κύπρο όταν ξέσπασε η Τουρκανταρσία και παραλίγο να εγκλωβιστούν στο σπίτι τους στην Κερύνεια.

alkisgabrielides.JPG

Ο Άλκης Γαβριηλίδης, Μάρτιος 2021.

Μας διηγήθηκε τι έκανε ο πατέρας του για να γλιτώσει το «Nicosia Club» από την ΤΜΤ:

«Το “Νικοσία Κλαμπ” προϋπήρχε. Σε αυτό μέλη ήταν Άγγλοι και Κύπριοι. Η πλειοψηφία ήταν πάντοτε Έλληνες, αλλά είχε και Αρμένιους και Μαρωνίτες, και Τούρκους. Δύο υπάλληλους που είχαμε ήταν Τούρκοι και είχαμε και Άγγλο υπάλληλο. Παλιά βρισκόταν στην Παλιά Λευκωσία, εκεί που έκαναν τους χορούς κ.λπ. Το “Νικοσία Κλαμπ” αγόρασε κάμποση γη έξω από το Λήδρα Πάλας, πάνω στον Πεδιαίο ποταμό, προς τα βόρεια. Περίπου 500 δεκάρια. Είχε περίπου χίλια μέλη, ήταν μια Λέσχη στην οποία συμμετείχαν πολλές οικογένειες της Λευκωσίας. Το 1963 έπρεπε να σωθεί το κλαμπ διότι οι Τουρκοκύπριοι ήθελαν να το εντάξουν στον θύλακα Λευκωσίας. Ο πατέρας πήρε κάμποσους αστυνομικούς, πρώην της ΕΟΚΑ, και πήγαν στο κτήριο. Και έτσι γλίτωσε το κλαμπ εκείνη τη στιγμή».

Το 1974, παρά τις προσπάθειές τους, δεν κατάφεραν να το σώσουν και περιήλθε στα χέρια του τουρκικού στρατού.

* Αστυνομικές Σπουδές, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου