Όταν η ΕΟΚΑ άνοιγε τον δρόμο της λευτεριάς

Η θυσία των ηρώων Δ. Χριστοδούλου και Σ. Τσαγκάρη, Δεκαεφτά Φλεβάρη 1957

Την ίδια μέρα που ο Στυλιανός Λένας τραυματίστηκε θανάσιμα, τη στιγμή που πήγαινε με τον Σάββα Παμπακά από το πρόχειρο κρησφύγετό του στην Ποταμίτισσα, άλλοι δυο ήρωες, ο Δημητράκης Χριστοδούλου από τη Δερύνεια κι ο Σωτήρης Τσαγκάρης από το Πελέντρι πρόσφεραν τον εαυτό τους θυσία στον πανίερο βωμό της χιλιάκριβης λευτεριάς. Ο πρώτος, έξω από την Ποταμίτισσα, νοτιοδυτικά του χωριού, κι ο δεύτερος έξω από τη γενέτειρά του Πελέντρι.

Για τη θυσία του Δημητράκη Χριστοδούλου μίλησαν δυο συναγωνιστές του, ο Αντρέας Καμέρης, από την Ποταμίτισσα και ο Σωκράτης Οικονόμου, από τον Άη Μάμα, που είχαν εμπλακεί στην πορεία τής υπό τον Ευγόρα Παπαχριστοφόρου ομάδας του Στυλιανού Λένα, η οποία ξεκίνησε από τη Γεράσα για να μεταβεί στην Ποταμίτισσα, μέσω Άη Μάμα. Ο Αντρέας Καμέρης ήταν εκείνος που περίμενε τους αντάρτες στην τοποθεσία «Έξω Αλώνια», μετά από συνεννόηση με τον Σωκράτη Οικονόμου, που θα τους οδηγούσε εκεί από τον Άη Μάμα. Ο Καμέρης, σε αναφορά του στο Συμβούλιο Ιστορικής Μνήμης Αγώνα ΕΟΚΑ, αναφέρει: «Ήταν ημέρα Κυριακή, 17 Φεβράρη, που σκότωσαν τον Λένα μας, Δημήτρη και Τσαγκάρη. Εκείνη τη μέρα ακούσαμε ότι οι Άγγλοι σκότωσαν κάποιον αντάρτη στη Λειβαδιά, περιοχή Ποταμίτισσας. Εγώ έχυνα πλάκα με άλλους χωριανούς στο σπίτι της μετέπειτα πεθεράς μου, Κυριακούς Τσιαμπάζη. Σταματήσαμε και πήγαμε στον δρόμο από τον οποίο θα περνούσαν οι Άγγλοι με τον τραυματισμένο αντάρτη. Μετά από λίγο έφτασαν κι έφεραν σ’ ένα πρόχειρο φορείο τον Λένα, όπως μάθαμε αργότερα το όνομά του.

»Το απόγευμα ήρθε ο Σωκράτης Τσαγκάρης, αδελφός του ήρωα Σωτήρη Τσαγκάρη, που βρήκε ηρωικό θάνατο την ίδια μέρα και μου είπε, κατά τις οκτώ η ώρα το βράδυ, να πάω στα Έξω Αλώνια, μαζί με το Χριστόφορο Στυλιανού, για να παραλάβουμε μια ομάδα ανταρτών, που θα ’ρχονταν στην Ποταμίτισσα. Γύρεψα τον Χριστόφορο, αλλά δεν τον βρήκα. Έλειπε στη Λευκωσία. Εγώ, πριν νυχτώσει, παρακολουθούσα τον δρόμο και είδα ότι, μετά που έφυγαν οι Άγγλοι με τον Λένα, δεν φάνηκαν να κυκλοφορούν καθόλου στρατιώτες. Πήγα στο μέρος που μου είπε ο Σωκράτης και κάθισα κάτω από το μονοπάτι και περίμενα. Δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε, αλλά αγωνιούσα. Θα ήταν περίπου η ώρα εννέα, όταν άκουσα πυροβολισμούς στο αργάκι του Πυρού. Κατάλαβα αμέσως ότι η ομάδα έπεσε σε ενέδρα των Άγγλων. Έφυγα τρεχάτος και πήγα σπίτι μου. Ανέβηκα στην ταράτσα και περίμενα να δω τι έγινε. Πέρασε λίγη ώρα και είδα να έρχονται στο σπίτι του Καπετάνιου Άγγλοι στρατιώτες. Δεν τους έβλεπα, αλλά το κατάλαβα που φώναζαν. Πήραν τον γάιδαρό του, στράφηκαν πίσω και σε λίγη ώρα επέστρεψαν και έφεραν πάνω στον γάιδαρο κάποιον σκοτωμένο. Όπως μάθαμε αργότερα, ήταν ο Δημητράκης Χριστοδούλου. Επίσης, μάθαμε ότι κατά τη συμπλοκή των στρατιωτών με τους αντάρτες σκοτώθηκε κι ένας στρατιώτης...».

Ο Σωκράτης Οικονόμου, που μας έφυγε πρόσφατα σε βαθιά γεράματα, στη συνέντευξη που μου έδωσε, αναφέρει ότι πήρε τους αγωνιστές από τον Άη Μάμα δυο περίπου μίλια έξω από την Ποταμίτισσα και πήγε μόνος του στο χωριό, όπου συνάντησε στο σπίτι τους τον Σωκράτη Τσαγκάρη (αδελφό του ήρωα Σωτήρη) και τη γυναίκα του Ειρήνη, η οποία ετοίμασε φαγητό, γέμισε και μια μπουκάλα κρασί για τους ξένους και οι δυο αγωνιστές πήγαν στο σημείο όπου τους περίμεναν οι καταζητούμενοι αντάρτες. Όταν έφτασαν εκεί, ο Σωκράτης Οικονόμου, αφού μίλησε για λίγο μαζί τους, τράβηξε μόνος στον Άη Μάμα. Ο Σωκράτης έμεινε περισσότερη ώρα εκεί και αφού διευθέτησε την παραλαβή τους από τον Αντρέα Καμέρη, γύρισε κι αυτός στην Ποταμίτισσα.

Δυστυχώς, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμεναν. Ο Καμέρης τούς περίμενε, αλλά άργησαν. Και η καθυστέρηση στάθηκε μοιραία. Ίσως από εσφαλμένη συνεννόηση στην ώρα της άφιξης και της παραλαβής τους. Ή, ίσως, οι αντάρτες, που δεν γνώριζαν την περιοχή, λόγω του σκότους και της κακοκαιρίας, να μπήκαν σε άλλο μονοπάτι από εκείνο που τους περίμενε. Γιατί ο Καμέρης αναφέρει ότι ακούστηκαν πυροβολισμοί. Ήταν φανερό ότι οι αντάρτες είχαν πέσει σε ενέδρα στρατιωτών. Εκεί που προχωρούσαν με κάθε προφύλαξη, μια στριγγλιά φωνή, «αλτ», τάραξε τη σιγαλιά της παγερής νύχτας. Ταυτόχρονα οι ριπές αυτομάτων και οι κλαγγές των τυφεκίων προκάλεσαν πανδαιμόνιο. Ο προπορευόμενος Δημητράκης δέχεται τις εχθρικές σφαίρες στο κεφάλι και το στήθος. Προτού πέσει νεκρός, προλαβαίνει και σπρώχνει στο χαντάκι και γλιτώνει τον Κυριάκο Χριστοφόρου, που τον ακολουθούσε. Οι άλλοι δυο σύντροφοι, Παπαχριστοφόρου και Ασσιώτης, κατορθώνουν να διαφύγουν και να φτάσουν στην Τριμίκλινη. Ο τρίτος, ο Κυριάκος, τραυματισμένος στο χέρι, θα γυρίσει στον Άη Μάμα. Ο Ήρωας της Δερύνειας μένει εκεί, πεσμένος στο στενό μονοπάτι, βάφοντας με το άλικο αίμα του τα χώματα της Ποταμίτισσας.

Η ζωή του Δημητράκη στο Αντάρτικο κράτησε πέντε περίπου μήνες, αλλά ήταν γεμάτη δράση. Δρασκελούσε με τον Αυξεντίου, τον Λένα, τον Παπαχριστοφόρου και άλλους ανυπόταχτους, σκληροτράχηλους αντάρτες, τα βουνά της Μαδαρής και της Παπούτσας. Τα χωριά της Πιτσιλιάς είχαν γίνει το δεύτερό του σπίτι. Ακόμα και σήμερα, οι επιζώντες αγωνιστές που τον γνώρισαν, μιλούν με συγκίνηση και θαυμασμό για τον αδαμάντινο χαρακτήρα και την παλληκαριά του μελαχρινού αντάρτη της Δερύνειας. Όλοι τονίζουν ότι δεν ήταν μόνο γενναίος και ακούραστος μαχητής. Ήταν επίσης ανοιχτόκαρδος και ευγενικός. Καλός Έλληνας και καλός χριστιανός. «Ξάνθος» ήταν το ψευδώνυμό του, αλλά στους συναγωνιστές του είχαν επικρατήσει πιο οικεία ονόματα, όπως «Μαυρής» και «Μελαχρινός».

Η θυσία του Σωτήρη Τσαγκάρη

Ας παρακολουθήσουμε τώρα την τρίτη θυσία. Εκείνην του ήρωα Σωτήρη Τσαγκάρη, που έγινε την ίδια μέρα με τον θανάσιμο τραυματισμό του Λένα και τη θυσία του Δημητράκη Χριστοδούλου. Τη θυσία του υπεύθυνου της Οργάνωσης στο Πελέντρι. Ενός φτωχού ξυλουργού, με καρδιά λιονταριού. Ενός ακούραστου αγωνιστή, που ήταν από τους πρώτους που μυήθηκε στην ΕΟΚΑ κι ορκίστηκε να δώσει και τη ζωή του για τη λευτεριά της Κύπρου και την Ένωση με τη μάνα Ελλάδα.

Όπως είδαμε την περασμένη Κυριακή, ο Παναγιώτης Αριστείδου, που ακολουθούσε απόμακρα τον Λένα και τον Παμπακά, αφού καμούφλαρε το λαγούμι-κρησφύγετο της Ποταμίτισσας, πήρε το «Τόμσον» του Λένα και τράβηξε κατά το Πελέντρι. Εκεί έρχεται σ’ επαφή με τους αδελφούς Σωτήρη και Ανδρέα Τσαγκάρη και τον Χριστοφή Έκκεμπεργκ, από τους οποίους ζητεί πληροφορίες για τις κινήσεις του στρατού στην περιοχή. Και οι τρεις τον διαβεβαιώνουν ότι δεν υπήρχε στρατός στο Πελέντρι και προτείνουν να τον συνοδεύσουν, στη μία η ώρα μετά τα μεσάνυχα, στον γειτονικό Άη Μάμα. Εκείνος τους ζητεί να ψάξουν προσεχτικότερα, προτού πάρει απόφαση τι θα κάνει. Ερευνώντας οι τρεις αγωνιστές πληροφορούνται ότι στην Ποταμίτισσα σκοτώθηκε ένας αντάρτης (αργότερα έμαθαν ότι ήταν ο Λένας), και ότι ο στρατός έζωσε το χωριό κι άρχισε έρευνες σε σπίτια, υποστατικά, περβόλια και αμπέλια. Τελικά ο Αριστείδου, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, αποφασίζει να καταφύγει στον Άγιο Μάμα, γιατί εκτίμησε ότι οι έρευνες πιθανόν να επεκτείνονταν και στο Πελέντρι, όπως και έγινε... Για να διαφύγει ενδεχόμενο στατιωτικού κλοιού παρακαλεί να τον συνοδεύσουν αυτοί που γνώριζαν τα μονοπάτια. Ο Σωτήρης, παρόλο που ήταν κρυολογημένος, σηκώθηκε από το κρεβάτι, ολοπρόθυμος να συνοδεύσει τον Παναγιώτη. Πού να ‘ξεραν τι κακό τούς περίμενε. Πού να ‘ξεραν ότι αποβραδύς, στρατιώτες κινήθηκαν από την Ποταμίτισσα και κύκλωσαν το Πελέντρι, στήνοντας ενέδρες στους χωματόδρομους, τα μονοπάτια και τα περβόλια του χωριού. Γράφει ο Παναγιώτης Αριστείδου σε αναφορά του στον Αρχηγό Διγενή: «Μόλις απεμακρύνθημεν του χωρίου 500 μέτρα, ένας στρατιώτης, αφού φώναξε ‘αλτ’, άρχισε να πυροβολεί εναντίον μας. Ο Τσαγκάρης ήτο άοπλος, εγώ έφερα ‘Τόμσον’. Εκ των πυροβολισμών ο Τσαγκάρης εφονεύθη. Εγώ ερρίφθην κατά γης και ήρχισα να πυροβολώ κατά των Άγγλων. Κατά την ανταλλαγήν των πυροβολισμών εβλήθην διά επτά σφαιρών, το δε όπλον μου εβλήθη διά βλήματος. Παρά τα τράυματά μου εσυνέχισα τους πυροβολισμούς και τέσσερεις στρατιώται εφονεύθησαν ή ετραυματίσθησαν...».

Οι Αγγλοι, σε επίσημο ανακοινωθέν για τις έρευνες Ποταμίτισσας – Πελεντριού της 17ης Φεβράρη 1957, ανέφεραν: «Σκληραί μάχαι διεξήχθησαν εις την περιοχήν μεταξύ Πελενδρίου και Ποταμιτίσσης, με αποτέλεσμα τον σοβαρόν τραυματισμόν του Στυλιανού Λένα, επικηρυγμένου έναντι 5.000 λιρών, τον φόνον του Δημητράκη Χριστοδούλου, επίσης επικηρυγμένου και του Σωτήρη Τσαγκάρη. Εφονεύθη, επίσης, εις Βρετανός αξιωματικός του Συντάγματος Πεζοναυτών».

Έτσι εκεί στα χώματα του Πελεντριού γράφτηκε ο επίλογος της τριπλής θυσίας τριών ηρώων της θρυλικής ΕΟΚΑ. Έχουν περάσει από τότε 64 χρόνια, αλλά η μνήμη του Στυλιανού Λένα, του Δημητράκη Χριστοδούλου και του Σωτήρη Τσαγκάρη παραμένει αγέραστη.