Ο Αρχηγός στην Κύπρο

Μέρος Γ’

Την περασμένη Κυριακή είδαμε πως καθυστέρησε στη Ρόδο μια βδομάδα, το πλοιάριο που μετέφερε τον Διγενή στην Κύπρο, λόγω σφοδρής τρικυμίας. Σήμερα, θα δούμε πώς ο Αρχηγός έφθασε στην Κύπρο σε μια τρικυμισμένη θάλασσα κι αποβιβάστηκε στη Χλώρακα.

Μόλις κόπασε η τρικυμία Αρχηγός, Σωκράτης και Πετροπουλέας επιβιβάστηκαν στο καΐκι «Σειρήν» και με κυβερνήτη τον Θεόφιλο Ξανθόπουλο απέπλευσαν, με τελικό προορισμό την Κύπρο. Στ’ ανοιχτά του Καστελορίζου ξέσπασε νέα τρικυμία, σφοδρότερη από εκείνη της Ρόδου, σε σημείο που ο καπετάνιος πρότεινε στον Αρχηγό να προσορμιστούν στις ακτές της Μικράς Ασίας, πρόταση που ο Διγενής απέρριψε, και έτσι το ταξίδι συνεχίστηκε με κίνδυνο να βυθισθεί το καΐκι. Ευτυχώς, η επιδεξιότητα του Καπετάν Ξανθόπουλου οδήγησε το καΐκι στη Χλώρακα, όπου τους ανέμεναν ο Κώστας Λεωνίδα, ο Νικόλας Μαυρονικόλας και ο Μιχάλης Παπαντωνίου, ο επιλεγόμενος Μίχαλος, λόγω ύψους. Στις 8 η ώρα το βράδυ, το «Σειρήν» κατέπλευσε στη Χλώρακα. Γράφει ο Κώστας Λεωνίδα στις αναμνήσεις του: «Καθίσαμε στους βράχους και δώσαμε τα σήματα με το κλεφτοφάναρο και αγναντεύαμε τη θάλασσα σε αρκετή απόσταση. Γύρω στις 8.00 ήρθε το καΐκι. Είπα τότε στον Νικόλα και τον Μιχαλάκη: ‘‘Εδώ δεν μπορούμε να τους βγάλουμε, είναι όλο βράχοι. Πάω μπροστά να τους καθοδηγήσω, για να τους βγάλουμε στην Αλυκή -500 μέτρα δυτικότερα- και ελάτε κι εσείς’’. Πήγαμε τρέχοντας στην Αλυκή και, κουνώντας κυκλικά το κλεφτοφάναρο, έδωσα τα σήματα και ήρθε εκεί το καΐκι. Έριξαν βάρκα στη θάλασσα και άρχισε να έρχεται προς την ακτή. Όταν η βάρκα πλησίασε, ρώτησα: ‘‘Ποιος είναι;’’. Κάποιος τότε από τη βάρκα απάντησε: ‘‘Εδώ Διγενής - εδώ Διγενής’’ κι εγώ απάντησα: ‘‘εδώ Ακρίτας - εδώ Ακρίτας, ελάτε είναι εντάξει’’. Η βάρκα έφτασε στην ακτή, μπήκαμε στο νερό και τους βοηθήσαμε να αποβιβαστούν. Ήταν τέσσερα άτομα στη βάρκα, άγνωστα σ’ εμάς εκτός από ένα, τον Σωκράτη Λοϊζίδη, που ήταν γνωστός μας από την ΠΕΚ. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε, τους καλωσορίσαμε, κατεβάσαμε από τη βάρκα τις βαλίτσες τους. Την ώρα που κατέβαινε από τη βάρκα ο Σωκράτης έκοψε λίγο το χέρι του και έτρεξε λίγο αίμα. Γύρισε τότε και μας είπε: ‘‘Παιδιά, το πρώτο αίμα για την ελευθερία της Κύπρου μας’’. Παρέλαβαν τις βαλίτσες και πήραν τον ανήφορο, με προορισμό το σπίτι του Νικόλα Αζίνα. Περπάτησαν αρκετά μέσα από τα χωράφια κι όταν κουράστηκαν, κάθισαν να ξεκουραστούν. Ο ηλικιωμένος έβγαλε τότε το παγούρι του, ήπιε νερό και απευθυνόμενος στους τρεις είπε: ‘‘Παιδιά, όποιος διψά μπορεί να πιει νερό από την Ελλάδα’’. Πήραν τότε ένας-ένας το παγούρι και ήπιαν νερό. Νιώσαμε τότε μέσα μας ότι δεν πίναμε φυσικό νερό, ήταν κάτι το διαφορετικό, ήταν κάτι σαν Θεία Μετάληψη», έγραψε ο Λεωνίδας Μαυρονικόλας.

Αφού ξεκουράστηκαν, συνέχισαν τη νυχτερινή τους πορεία, με προορισμό το σπίτι του Νικόλα Αζίνα, όπου τους περίμενε εναγωνίως και η κόρη του Αναστασία είχε ήδη έτοιμο το δείπνο, κότα βραστή και με το ζουμί της σούπα τραχανά. Έφτασαν με το καλό στο σπίτι, κτύπησαν την πόρτα, φώναξαν το Αζίνα, τους άνοιξε και κάθισαν. Η γυναίκα του Παναγιωτού τους πρόσφερε ζεστό τσάι και τους πρότεινε να μείνουν για δείπνο. Ο Κώστας Λεωνίδα είχε την αγωνία και την περιέργεια να μάθει ποιος ήταν ο Αρχηγός, γιατί, όπως αναφέρει, ο ηλικιωμένος τού είχε κάνει εντύπωση και την άλλη μέρα, που συναντήθηκαν, έμαθε ποιος ήταν. Κουβέντιασαν λίγη ώρα, και οι τρεις Χλωρακιώτες καληνύχτισαν, τραβώντας ο καθένας για το σπίτι του, με κάθε προφύλαξη. Προτού φύγουν, ο ηλικιωμένος τούς είπε: «Παιδιά, αύριο την ίδια ώρα σάς θέλω εδώ». Τότε υποψιάστηκαν ότι αυτός που τους είπε ότι τους ήθελε, ήταν ο Αρχηγός. Η κυρία Παναγιωτού πήγε στο διπλανό σπίτι της κόρης της Αναστασίας, που είχε ετοιμάσει το φαγητό και το έφεραν για το δείπνο. Ο Αρχηγός, που δεν γνώριζαν ακόμη ποιος ήταν, είχε πάθει ναυτία από την τρικυμία, σε σημείο που δυσκολευόταν να φάει και τον βοηθούσε ο Γέρο Νικόλας.

Την άλλη μέρα ο Κώστας Λεωνίδα πρωί-πρωί πήγε στο σπίτι το Νικόλα Αζίνα και συναντήθηκε με τον Αρχηγό και τους συνοδούς του. Εκεί έμαθε ποιος ήταν ο Διγενής. Διευθέτησαν θέματα τροφοδοσίας και έφυγε για το μαγαζί του. Μόλις έφθασε τηλεφώνησε στον Αντρέα Αζίνα, που περίμενε εναγωνίως και του είπε συνθηματικά, όπως είχαν προσυνεννοηθεί: «Έλα, ήρθαν και σε θέλουν». Τηλεφώνημα, ανησυχητικό αυτό, έκανε στον Αζίνα και ο θείος του Νικόλας: «Η θεία σου η Παναγιωτού δεν είναι καλά». Ανήσυχος ο Αντρέας έσπευσε στη Χλώρακα. Τον περίμεναν στο σπίτι της κόρης του θείου του Νικόλα, ο ίδιος, η κόρη του και ο Κώστας Λεωνίδα. Τον ρώτησαν γιατί έφεραν εκείνον τον «γέρο», που τον έσερναν από την ακτή στο σπίτι και τον προειδοποιούσαν ότι θα πεθάνει και θα έχουν το κρίμα του. Ο Αζίνας τούς ξεκαθάρισε ότι αυτός ο «γέρος» ήταν ο Αρχηγός, και έπρεπε να προσέχουν τη συμπεριφορά τους. Μετά πήγε στο διπλανό σπίτι του θείου του, όπου ήταν ο Αρχηγός με το Σωκράτη Λοϊζίδη και τον Νότη Πετροπουλέα. Συζήτησαν όλα τα θέματα που είχαν σχέση με την παραμονή του Αρχηγού στη Χλώρακα. Ιδιαίτερα ο Αρχηγός τόνισε στον Αζίνα ότι έπρεπε να διευθετήσει, το ταχύτερο δυνατό, τη μεταφορά του ιδίου στη Λευκωσία και άλλα μέρη που θα επέλεγε. Οι σύντροφοί του θα μετακινούνταν σε άλλη περιοχή. Ο Σωκράτης στον Αϊ-Μάμαντα και ο Πετροπουλέας όπου είχε ομάδες για εκπαίδευση. Ο Αζίνας, που αντιλαμβανόταν τη σοβαρότητα της κατάστασης και τη μεγάλη ευθύνη που ανελάμβανε, εμπιστεύτηκε για να τον βοηθήσουν δυο πιστούς φίλους του. Τον Αντρέα Γιάγκου και τον Λεύκιο Ροδοσθένους.

Από τη Χλώρακα, χωρίς να χάνει καιρό, τράβηξε στη Λεμεσό, όπου συνάντησε τον Λεύκιο, του ξανοίχτηκε, του αποκάλυψε ότι ο Αρχηγός βρισκόταν ήδη στην Κύπρο και σύντομα θα του ανέθετε την πιο σοβαρή κι επικίνδυνη αποστολή. Τη μετακίνηση του Διγενή από τη Χλώρακα στη Λευκωσία, σε μέρα και ώρα που θα του έλεγε. Από τη Λεμεσό ανέβηκε στον Αμίαντο, όπου συνάντησε τον Αβράμη Νικολάου, που του έδωσε το ψευδώνυμο Αβδέλλας. Του είχε παραγγείλει από καιρό να στρατολογήσει αγωνιστές και να ετοιμάσει στο χωριό του, τον Αϊ-Μάμαντα, κρησφύγετο και τόπο διαμονής αξιωματικών από την Ελλάδα. Κατέβηκαν μαζί στον Αϊ-Μάμαντα, όπου τους περίμεναν ο Παπάμελης Χατζηκωστής και ο Πανίκος Νικολάου, που είχε προσφέρει το σπίτι του για τη διαμονή τού Σωκράτη Λοϊζίδη. Τους είπε να είναι έτοιμοι για να δεχθούν σε δυο-τρεις μέρες τους ξένους τους. Από τον Αϊ-Μάμαντα τράβηξε κατά την Κακοπετριά, όπου συνάντησε τον Αντρέα Παπαδόπουλο, του παρέδωσε οπλισμό και ενημερώθηκε για την οργάνωση της πρώτης ομάδας στο χωριό, την οποία όρκισε λίγο αργότερα ο Αρχηγός στο ξενοδοχείο «Εκάλη» του Κώστα και της Παναγιώτας Κουντούρη. Από την Κακοπετριά αναχώρησε στη Λευκωσία, για να διευθετήσει τη φιλοξενία του Αρχηγού.

Πέντε μέρες μετά την αφιξή του στη Χλώρακα και την ορκωμοσία και εκπαίδευση της πρώτης ομάδας, ο Αρχηγός έπρεπε να μετακινηθεί στη Λευκωσία, όπου τον ανέμεναν αρκετές εκκρεμούσες υποθέσεις που έπρεπε να διευθετηθούν, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Τη μετακίνησή του ανέλαβε ο Λεύκιος Ροδοσθένους, που είχε μεταβεί στο σπίτι του Νικόλα Αζίνα με τον Αντρέα δυο ημέρες προηγουμένως για να μεταφέρουν οπλισμό στη Λεμεσό. «Στις έξι η ώρα το πρωί, ημέρα Τετάρτη», όπως μου είπε σε συνέντευξή του ο αείμνηστος Λεύκιος, «μπήκαμε στο αυτοκίνητο Ε290 και ρώτησα τον Αρχηγό ποιο δρόμο ήθελε ν’ ακολουθήσουμε. Μου απάντησε ότι ήθελε πηγαίνοντας να δει όσο το δυνατόν μπορούσε περισσότερους στρατιωτικούς στόχους και στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Ακολουθήσαμε τον δρόμο Πάφου - Κουκλιών - Ορειτών- Πηγής - Κισσούσας - Πάχνας -Αυδήμου - Ανώγυρας - Επισκοπής - Ακρωτηρίου. Σε κάθε μέρος που είχε στρατόπεδο σταματούσαμε, κοίταζε για αρκετή ώρα και έκαμνε τις εκτιμήσεις του».

Πηγαίνοντας στην Ανώγυρα, όπου υπήρχε στρατόπεδο, ο Λεύκιος εισηγήθηκε να πάρουν αγροτικό δρόμο για λόγους ασφαλείας και ο Αρχηγός δέχτηκε. Ο Λεύκιος οδηγούσε πολύ αργά, διότι ο δρόμος ήταν λασπωμένος από τις ραγδαίες βροχές που προηγήθηκαν. Σ’ ένα σημείο το αυτοκίνητο κόλλησε στις λάσπες και ακινητοποιήθηκε, παρά τις έντονες προσπάθειες του Λεύκιου να το ξεκολλήσει. Τότε είπε στον Αρχηγό να μείνει στο αυτοκίνητο κι εκείνος θα πήγαινε στην Ανώγυρα για να βρει τρακτέρ ή αυτοκίνητο να τους ρυμουλκήσει. Δεν πρόλαβε να προχωρήσει 50 μέτρα και εμφανίστηκε στρατιωτικό αυτοκίνητο να έρχεται προς το μέρος τους. Σταμάτησε ο Λεύκιος μόλις τον προσπέρασαν και με μεγάλη έκπληξη είδαν τους στρατιώτες να κατεβαίνουν και να ρωτούν τον Γέρο τι συνέβαινε. Τους πλησίασε ο Λεύκιος και οι στρατιώτες έβγαλαν συρματόσχοινο, σύνδεσαν τα δυο αυτοκίνητα και προχώρησαν στην Ανώγυρα. Όταν έφτασαν σε σημείο που ο δρόμος φαινόταν πιο καλός, αποσύνδεσαν το συρματόσχοινο και μπροστά ο Λεύκιος με τον Αρχηγό και πίσω οι στρατιώτες προχωρούσαν αργά. Δεν διήνυσαν μερικές δεκάδες μέτρα και τ’ αυτοκίνητο του Λεύκιου κόλλησε πάλι στις λάσπες. Οι στρατιώτες που τους ακολουθούσαν τους ξελάσπωσαν πάλι και τους συνόδεψαν μέχρι το στρατόπεδό τους. Εκεί τους έδειξαν τον δρόμο προς την Ανώγυρα, κατέβηκαν στην Αυδήμου, προχώρησαν στην Επισκοπή, επιθεώρησε ο Αρχηγός την περιοχή, τράβηξαν στο Ακρωτήρι, όπου έγινε πάλι αναγνώριση και προχώρησαν στη Λεμεσό. Αφού γέμισαν το τάγκι βενζίνη πέρασαν από τους αστυνομικούς σταθμούς και τα κυβερνητικά γραφεία, ανέβηκαν στο μεγάλο στρατόπεδο των Πολεμιδιών, πέρασαν από τον στρατιωτικό ραδιοσταθμό, κοντά στον Ιππόδρομο, έδωσαν γύρο στο παρακείμενο στρατιωτικό χωριό Βερεγγάρια, προχώρησαν στο Ζύγι, επιθεώρησε ο Αρχηγός τις εκεί εγκαταστάσεις με τον ραδιοφωνικό σταθμό κι απ’ εκεί κατευθύνθηκαν στη Σκαρίνου, όπου έφθασαν κουρασμένοι και θεονήστικοι.

Ο Αγώνας θ’ άρχιζε σύντομα…

Στη Σκαρίνου γευμάτισαν και συνέχισαν το κοπιαστικό τους ταξίδι προς την Αμμόχωστο, μέσω Λάρνακας- Δεκέλειας, όπου επιθεώρησε όλους τους σταθμούς και τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Επιστρέφοντας στη Λευκωσία πέρασαν από το στρατόπεδο του Καράολου και πήραν τον δρόμο της Λευκωσίας, πέρασαν από τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Αγίου Νικολάου και σε μιάμιση περίπου έφθασαν στη Λευκωσία, όπου ο Λεύκιος πίστευε ότι, επιτέλους, θα πήγαιναν στο σπίτι του Αζίνα για να ξεκουραστούν. Ο Γέρος όμως είχε άλλη ιδέα. Του είπε να συνεχίσουν την πορεία τους για να κάνει επιθεώρηση όλων των στρατιωτικών εγκαταστάσεων και κυβερνητικών γραφείων στην πόλη και τα προάστια, από το αρχηγείο της Μέσης Ανατολής, την Κολοκόσιη, τον Γερόλακκο, το Αεροδρόμιο, όπου έμειναν μισή περίπου ώρα και αργά έφθασαν στο σπίτι του Αζίνα, που δεν είχε γυρίσει ακόμη από τον Αϊ-Μάμαντα, όπου πήρε τον Σωκράτη Λοϊζίδη. Έφυγε ο Λεύκιος και πήγε για βόλτα στη Λευκωσία μέχρι να γυρίσει ο Αζίνας κι έμεινε στο σπίτι ο Γέρος με μια κοπέλα, που είχε φέρει ο Αζίνας από τη Θεσαλονίκη και ήταν μυημένη. Όταν μετά από ώρες γύρισε ο Λεύκιος το σπίτι ήταν κατασκότεινο. Χίλιες δυο σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του και πλησίασε με προφυλάξεις. Τελικά διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί βλάβη η ασφάλεια της ηλεκτρικής εγκατάστασης. Πήγε στο σπίτι της αδελφής του και πήρε κεριά. Γύρω στα μεσάνυχτα γύρισε κι ο Αζίνας. Ο Λεύκιος πήρε οδηγίες για τις επόμενες κινήσεις του και τράβηξε για το σπίτι του στη Λεμεσό.

Από την άλλη μέρα το πρωί ο Αρχηγός άρχισε να αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα. Ο Αγώνας θ’ άρχιζε σύντομα και έπρεπε να οργανωθούν οι ομάδες, να εκπαιδευτούν οι αγωνιστές και να καθοριστούν στόχοι, που θα πλήττονταν από την πρώτη μέρα για να αιφνιδιαστεί ο εχθρός…

Βαρύτατο πλήγμα η σύλληψη του «Αγίου Γεωργίου»

Όλα έβαιναν σύμφωνα με τα σχέδια του Αρχηγού, η Οργάνωση όμως έμελλε να δεχθεί βαρύτατο πλήγμα. Στις 25 Ιανουαρίου συνελήφθη στις ακτές της Χλώρακας το ιστιοφόρο «Άγιος Γεώργιος», που μετέφερε οπλισμό για τον Αγώνα μαζί με το πλήρωμά του και τους Χλωρακιώτες αγωνιστές, που άρχισαν ήδη να εκφορτώνουν τον οπλισμό. Επίσης, συνελήφθη ο Σωκράτης Λοϊζίδης, που επρόκειτο ν’ αναχωρήσει με το πλοιάριο στην Ελλάδα, για ν’ αναλάβει τον γενικό συντονισμό των υποθέσεων του Αγώνα στην Αθήνα. Η σύλληψη του πλοιαρίου και των αγωνιστών ήταν βέβαια βαρύτατο πλήγμα για τον Αγώνα, αλλά πυροδότησε στη νεολαία την αγωνιστική διάθεση, η οποία άρχισε ήδη τις αντικατοχικές διαδηλώσεις σε πόλεις και χωριά. Η Κύπρος άρχισε να κρυφοβράζει σαν ηφαίστειο. Κι ο Αρχηγός άρχισε να εντείνει τις δραστηριότητές του, ενώ η αποικιακή κυβέρνηση δίκαζε και καταδίκαζε μαθητές και πολίτες.

Μπροστά στη νέα κατάσταση, Μακάριος και Διγενής συναντήθηκαν στις 8 Φλεβάρη για οριστικοποιήσουν την ημέρα έναρξης του Αγώνα. Ο Αρχηγός έδωσε οδηγίες στους τομεάρχες του για την οργάνωση του πληθυσμού στις πόλεις και τα χωριά. Στις 7 Μαρτίου, Μακάριος και Διγενής συναντώνται πάλι και συζητούν θέματα που αφορούν την επικείμενη δράση της ΕΟΚΑ. Στις 21 Μαρτίου ο Διγενής γράφει στο Ημερολόγιό του: «Αναφέρω εις Γενικόν (Αρχιεπίσκοπο), ότι ΕΙΜΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ και αναμένω διαταγήν ενάρξεως. Παράτασις καταστάσεως εγκυμονεί κίνδυνον». Στις 29 Μαρτίου πραγματοποιείται νέα συνάντηση Μακαρίου - Διγενή στο μετόχι του Κύκκου στην Έγκωμη. Εκεί λήφθηκε η μεγάλη απόφαση: Ο Ένοπλος Αγώνας ν’ αρχίσει το βράδυ της 31ης Μαρτίου προς την 1η Απριλίου. Η ώρα επιλέγηκε διότι η νύχτα εκείνη ήταν ασέληνη και θα προστατεύονταν οι αγωνιστές από το βαθύ σκοτάδι κατά τη διάρκεια της δράσης τους. Σημειώνει στο Ημερολόγιό του ο Αρχηγός: «20ήν ώραν είδον Γενικόν. ΝΑ ΑΡΧΙΣΩΜΕΝ. Μου έδωσεν την ευχήν του: ‘‘Ο Θεός μαζί σας’’».

Οι τελευταίες οδηγίες

Ο Αρχηγός, το βράδυ της 30ής Μαρτίου συγκάλεσε συγκέντρωση τομεαρχών Λευκωσίας, Αμμοχώστου, Λεμεσού και Λάρνακας και τους ανακοίνωσε ότι ο Αγώνας θ’ άρχιζε την 31ην Μαρτίου προς την 1ην Απριλίου. Γράφει σχετικά: «30 Μαρτίου εσπέραν, ώρα 20.30 εις οικίαν Μιχαλόπουλου συγκέντρωσα ΕΡΜΗΝ (Ευάγγελος Ευαγγελάκης), ΖΗΔΡΟΝ (Γρηγόρης Αυξεντίου), ΟΡΕΣΤΗΝ (Σταύρος Ποσκώτης) και ΕΥΑΓΟΡΑΝ (Νότης Πετροπουλέας). Ανακοίνωσα απόφασίν μου, όπως ενέργεια γίνει εσπέραν 31ης Μαρτίου - 1ην Απριλίου και ώραν 0.30. Έμειναν σύμφωνοι» Και προσθέτει: «Τους τόνισα ότι έναντι πάσης θυσίας πρέπει να επιτύχουν το καλύτερον αποτέλεσμα, για να αιφνιδιάσουν τον αντίπαλον».

Έτσι ακούστηκε για πρώτη φορά μέσα στα βαθιά μεσάνυχτα της 31ης Μαρτίου προς την 1η Απριλίου η φωνή του Διγενή. Το ηφαίστειο της οργής και της αγανάκτησης του σκλαβωμένου Έλληνα της Κύπρου εξερράγη και άρχισε να σπάζει με την καυτή λάβα του τις αλυσίδες της πικρής βρετανικής σκλαβιάς...