Ενέργεια

Ενεργειακή διπλωματία Mπάιντεν και EastMed

Το στοίχημα ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο και οι προκλήσεις από Κίνα - Ρωσία και Τουρκία

Η πρόοδος και κατασκευή των όποιων ενεργειακών έργων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τις αγορές αλλά και τη στήριξη των μεγάλων δυνάμεων και τρίτων κρατών. Η κοινή επιστολή οκτώ κρατών προς την Ευρωπαία Επίτροπο Ενέργειας, Kadri Simson, με την οποία υπογράμμισαν τη γεωπολιτική σημασία του αγωγού φυσικού αερίου East Med, ήταν μια ενθαρρυντική εξέλιξη. Με πρωτοβουλία του Έλληνα Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστα Σκρέκα, την επιστολή υπέγραψαν οι Υπουργοί Ενέργειας της Ελλάδας, της Κύπρου, του Ισραήλ, της Σερβίας, των Σκοπίων, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και o Υπουργός Εξωτερικών της Ουγγαρίας. Ωστόσο, προκειμένου ο EastMed να υλοποιηθεί, είναι απαραίτητο να λάβει την έμπρακτη στήριξη της Ε.Ε και των ΗΠΑ. Τον Μάρτιο του 2019, η Κυβέρνηση Τραμπ όντως ευλόγησε την ενεργειακή συνεργασία Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας για τον EastMed, παρουσία του τότε Υπουργού Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, στην Ιερουσαλήμ. Με την αλλαγή σκυτάλης στον Λευκό Οίκο αναμένεται να ξεδιπλωθεί το επόμενο διάστημα ο προσανατολισμός της κυβέρνησης Μπάιντεν στη διεθνή ενεργειακή διπλωματία.

Οι δυο σχολές σκέψης

Σε γενικότερο πλαίσιο, στη Διοίκηση Μπάιντεν επικρατούν ουσιαστικά δυο κυρίαρχες σχολές σκέψης για τα ενεργειακά. Ορισμένοι αδιαφορούν για το πώς ουσιαστικά ορισμένα ορυκτά καύσιμα - όπως το φυσικό αέριο - μπορούν να επιτύχουν τους κλιματικούς στόχους. Όπως παρατηρεί σε σχετική του ανάλυση το Atlantic Council, αυτή η φιλοσοφία είναι εμφανής στην πλήρη αναθεώρηση των ενεργειακών έργων της Κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένης της διεθνούς δέσμευσης φυσικού αερίου και μιας πλήρους παύσης στη χρηματοδότηση έργων ορυκτών καυσίμων από την US Development Finance Corporation (DFC) και την Export-Import Bank (EXIM). Ταυτόχρονα, σημειώνεται, ορισμένοι από τους εμπειρογνώμονες του τομέα στο περιβάλλον Μπάιντεν αναγνωρίζουν τον κρίσιμο ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει το φυσικό αέριο στη μείωση των παγκόσμιων εκπομπών θερμοκηπίου. Σε αυτό το πλαίσιο θεωρούν πως μια απόλυτη απαγόρευση ή έλλειψη πλήρους υποστήριξης για στρατηγικά σημαντικά έργα (όπως είναι ο EastMed) θα είναι αντιπαραγωγική. Στη γραπτή μαρτυρία επιβεβαίωσής της στις 27 Ιανουαρίου, η Υπουργός Ενέργειας Τζένιφερ Γκρόχολμ επανέλαβε τα προηγούμενα σχόλια του Φατίχ Μπιρόλ, εκτελεστικού διευθυντή του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας, σχετικά με τη σημασία του φυσικού αερίου για την επίτευξη παγκόσμιων και εθνικών κλιματικών στόχων.

Η πιο πάνω διχογνωμία αντικατοπτρίζει εν πολλοίς και την ευρύτερη προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πρόσφατα αποφάσισε την αναστολή χρηματοδότησης έργων φυσικού αερίου ως μέρος την Πράσινης Συμφωνίας (Green Deal) με σκοπό τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Η υποκρισία της E.E. έγκειται ωστόσο στην ταυτόχρονη υποστήριξη για τον αγωγό φυσικού αερίου Nordstream 2, που θα ενώνει Ρωσία - Γερμανία μέσω της Βαλτικής θάλασσας. Το πιο πάνω έργο αποτελεί κόκκινο πανί για τις ΗΠΑ και οι πρόσφατες αναταράξεις στην Ουκρανία ενδεχομένως να έχουν αλυσιδωτές επιπτώσεις, αν κλιμακωθούν, και στα ενεργειακά.

Προκλήσεις και ερωτήματα

Ειδικά τώρα για τους φυσικούς πόρους της Ανατολικής Μεσογείου, το ερώτημα για την κυβέρνηση Μπάιντεν είναι κατά πόσον θα εμπλακεί ενεργά στην αξιοποίηση για να αποκομίσει και η ίδια γεωπολιτικά πλεονεκτήματα, ή θα επικρατήσουν τελικά οι φωνές όσων ανησυχούν για το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής και θα κάνουν ένα βήμα πίσω. Γεωπολιτικοί αναλυτές και άνθρωποι της βιομηχανίας της ενέργειας θεωρούν ότι το φυσικό αέριο εξακολουθεί να παραμένει ακόμη απαραίτητο για τη μείωση των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Ως ηγέτιδα δύναμη στην παραγωγή Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου, η Ανατολική Μεσόγειος με έξοδο και στις ασιατικές αγορές αποτελεί έναν ιδανικό και ελκυστικό χώρο για την αμερικανική ενεργειακή διπλωματία, προκειμένου η Ουάσιγκτον να υπερασπιστεί τη γεωπολιτική ισχύ της ενεργειακής συνεργασίας.

Ένα άλλο σημαντικό ερώτημα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαν οι ΗΠΑ να συνεργαστούν με το Φόρουμ Φυσικού Αερίου της Ανατολικής Μεσογείου ( EMGF). Μια τέτοια συμμετοχή θα τους έθετε ξεκάθαρα απέναντι στην Τουρκία ή θα μπορούσαν οι ΗΠΑ να λειτουργήσουν ως γέφυρα για μετέπειτα ένταξη της Άγκυρας στο Φόρουμ από την πίσω πόρτα. Η εκτίμηση του Atlantic Council είναι πως το EMGF εμφανίστηκε και παραμένει μια ιδανική πολυμερής πλατφόρμα για «θετική ηγεσία» και συμμετοχή των ΗΠΑ. Επιτρέπει επιπλέον την περιφερειακή ενεργειακή συνεργασία, επεκτείνεται πέρα από το φυσικό αέριο και τη Μεσόγειο, και θέτει υπό αμφισβήτηση την τουρκική επιθετικότητα.

Το παιχνίδι για το κενό ισχύος

Η Ανατολική Μεσόγειος ήταν πάντοτε και εξακολουθεί να παραμένει μια περιοχή ζωτικής σημασίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Δύση. Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ουσιαστικά το κράτος ακρίτας της Ε.Ε. στην ταραχώδη περιοχή της Μέσης Ανατολής και η Ελλάδα μαζί με την Τουρκία είναι σύνορα του ΝΑΤΟ. Ο άλλος μοναδικός αξιόπιστος σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή είναι ασφαλώς το Ισραήλ. Οι πόλεμοι στη Συρία και η σύγκρουση μεγάλων δυνάμεων στη λεκάνη της Μεσογείου για τους φυσικού πόρους έχουν οδηγήσει σε περαιτέρω αστάθεια. Αυτές οι εξελίξεις δημιούργησαν ευκαιρίες όχι μόνο για τη Ρωσία, αλλά όλο και περισσότερο για την Κίνα να ασκήσει επιρροή.

Σε περίπτωση που οι ΗΠΑ αφήσουν την Ανατολική Μεσόγειο, γνωρίζουν πως το κενό ισχύος είναι πρόθυμες να αναπληρώσουν (πέρα από την Τουρκία) και η Ρωσία αλλά και η Κίνα. Είναι κοινό μυστικό πως η Μόσχα και το Πεκίνο έχουν βλέψεις να επενδύσουν σε στρατηγικά ενεργειακά έργα. Επομένως, για να καταφέρουν οι ΗΠΑ να παραμείνουν ανταγωνιστικές, δεν αρκεί να συμμετάσχουν στο EMGF αλλά θα πρέπει να ενεργοποιήσουν τα χρηματοπιστωτικά τους ιδρύματα, όπως το DFC και το EXIM. Αν αυτό συνδυαστεί να ευθυγραμμιστεί με τα συμφέροντα χωρών του Κόλπου μέσω των «Συμφωνιών του Αβραάμ» (Abraham Accords), η αμερικανική ενεργειακή κυριαρχία έχει πιθανότητες να καταστεί αποτελεσματική, ούτως ώστε να επιτευχθεί η περιφερειακή ενοποίηση που πριν από μερικά χρόνια φάνταζε αδιανόητη.

Τουρκικό ενδιαφέρον για το λιμάνι της Χάιφα

Σε μιαν άλλη ενδιαφέρουσα εξέλιξη, σύμφωνα με την Israel Hayom, ο Τούρκος Υπουργός Μεταφορών και Υποδομών, Αντίλ Καραϊσαϊλόγλου, κάλεσε τον Ισραηλινό Υπουργό Μεταφορών Μίρι Ρεγκέφ να επιτρέψει σε μια μεγάλη τουρκική εταιρεία να υποβάλει προσφορά στον πρόσφατο διαγωνισμό για την ιδιωτικοποίηση του λιμανιού της Χάιφα.

Το λιμενικό συγκρότημα στη Χάιφα είναι το μεγαλύτερο από τα τρία μεγάλα διεθνή λιμάνια του Ισραήλ, τα άλλα είναι το λιμάνι Ashdod και το λιμάνι Eilat, και είναι ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια στην Aνατολική Μεσόγειο όσον αφορά τον όγκο των εμπορευματικών μεταφορών.

Ο διαγωνισμός, που πρόκειται να ολοκληρωθεί το καλοκαίρι του 2021, λέγεται ότι ανέρχεται σε 1,8 δισεκατομμύριο 544 εκατομμύρια δολάρια). Μέχρι στιγμής, 10 ισραηλινές, αμερικανικές και βρετανικές εταιρείες έχουν υποβάλει τις προσφορές τους.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο Καραϊσαϊλόγλου κάλεσε τον Ρεγκέβ να επιτρέψει στην τουρκική Yilport "μια δίκαιη ευκαιρία", για να συμμετάσχει στον διαγωνισμό. Η Yilport θέλει να συμμετάσχει στο διαγωνισμό σε συνεργασία με την Global Port της Βρετανίας και την GraeStone με έδρα τις ΗΠΑ.

Μέχρι στιγμής, το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας του Ισραήλ έχει εκφράσει επιφυλάξεις σχετικά με την επιθυμία της τουρκικής εταιρείας να υποβάλει προσφορά σε διαγωνισμό που περιλαμβάνει στρατηγικό περιουσιακό στοιχείο, παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή Προσφορών στην Κυβερνητική Αρχή Εταιρειών έχει εξετάσει τη συμμετοχή της Yilport στον διαγωνισμό. Η τουρκική πρεσβεία στο Τελ Αβίβ απευθύνθηκε επίσης στο Υπουργείο Εξωτερικών σχετικά με το θέμα, αναφέρει το δημοσίευμα.