1ης Απριλίου 1955 αδικαίωτες πραγματικότητες

Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (Ε.Ο.Κ.Α.) ξεκίνησε την 1η Απριλίου 1955 και διεξήχθη για μία τετραετία, από το 1955 – 1959, στο πλαίσιο της αντιαποικιακής, ενωτικής διαδρομής του Κυπριακού Ελληνισμού. Διαπιστώνοντας θεμελιωδώς ο Κυπριακός Ελληνισμός δεδομένη και κατ’ εξακολούθησιν άρνηση του βρετανικού αποικιοκρατικού παράγοντα να αποδώσει και στην περίπτωση της τότε βρετανικής αποικίας Κύπρου το διεθνώς κατοχυρωμένο ως αναγκαστικό δίκαιο (jus cogens), δικαίωμα για αυτοδιάθεση, αποφάσισε να διεκδικήσει εθνική ελευθερία ενόπλως, προσφεύγοντας κατά ταύτα σε απελευθερωτική δράση.

Επισημαίνεται πως η αυτοδιάθεση των λαών συνυφαίνετο προς τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς πρακτικής της εποχής εκείνης. Διά της εφαρμογής της, κατά συνέπειαν, οι αποικιοκρατικές περιοχές οδηγούνταν στην ανεξαρτητοποίηση των λαών τους με βάση την αρχή του ένας άνθρωπος - μία ψήφος (one man – one vote).

Τοιουτοτρόπως, η Αφρική και η Ασία κέρδισαν την ελευθερία τους, διαμορφώνοντας μια σειρά νέων αναγνωρισμένων υποκειμένων διεθνούς δικαίου στον κόσμο των κρατών.

Κατά τα ανωτέρω, η Κύπρος δικαιούτο την ελευθερία και την άσκηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, όπερ θα οδηγούσε στην ένωσή της με την Ελλάδα, όπως είχε εξάλλου διαδηλωθεί στην απόφαση της συντριπτικής πλειοψηφίας του 95,7% των ψηφοφόρων στο Ενωτικό Δημοψήφισμα, που είχε προηγηθεί στη νήσο τον Ιανουάριο του 1950. Για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, που δεν είχε κυριαρχήσει στην παγκόσμια κοινότητα η ελευθερία και η δημοκρατία, όπως εσυνέβη σε πολλά μέρη του κόσμου τη δεκαετία του 1960, η τετραετία του αγώνα ήταν μία μυσταγωγική στιγμή ενός μαχόμενου λαού.

Υπήρξε συνέχεια μιας ιστορικής πορείας, που στη νεότερη εποχή ξεκίνησε από την ηρωική στιγμή της 9ης Ιουλίου 1821, όταν η οθωμανική διοίκηση της Κύπρου οδήγησε στη σφαγή την πνευματική και πολιτική ηγεσία του Ελληνισμού της νήσου διά της θανάτωσης 400 και πλέον προκρίτων και τον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού μετά τον ξεσηκωμό του για συμμετοχή στην Ελληνική Επανάσταση, ενώ δεν θα πρέπει να λησμονείται πως ο Κυπριακός Ελληνισμός δήλωνε παρών σε όλους τους αγώνες του έθνους.

Αναμφισβήτητα, ο αντιαποικιακός αγώνας των Ελλήνων της Κύπρου ήταν ηρωικός, μεγαλειώδης και αξιοθαύμαστος. Η ίδια η στάση και η συνειδητή απόφαση της θυσίας των αγωνιστών διαδόθηκε σε όλον τον κόσμο. Ποιητές, λογοτέχνες και πολιτικοί διετύπωναν τον θαυμασμό τους για τον αγωνιζόμενο Κυπριακό Ελληνισμό και για τους νέους, που πορεύονταν στην αγχόνη αλύγιστοι, ψέλνοντας τον ελληνικό Εθνικό Ύμνο και «Τη Υπερμάχω».

Παρά ταύτα, αυτός ο αγώνας δεν δικαιώθηκε. Ενεπλάκη στους δαιδάλους της διεθνούς διπλωματικής ασφυξίας, δεδομένης και της ελληνικής μετεμφυλιακής αδυναμίας να υποστηρίξει τον αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου εναντίον του βρετανικού παράγοντα. Ο τελευταίος κυριαρχούσε στην ελλαδική μετεμφυλιακή πολιτική. Τοιουτοτρόπως, οδηγήθηκε ο αγώνας σε μία επώδυνη συμφωνία, όπου διά της πράξης της Ζυρίχης και στη συνέχεια του Λονδίνου κατά τον Φεβρουάριο του 1959, θα δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις, μετά από 82 έτη, η Τουρκία να επανέλθει στην Κύπρο, πλέον και ως εγγυήτρια δύναμη, μαζί με τη Βρετανία και την κατά τα ανωτέρω εξασθενημένη Ελλάδα.

Τα σφάλματα του ζυριχικού φιλοσοφικοπολιτικού συνταγματικού πλαισίου διαφαίνονται μέχρι και σήμερα στην κυπριακή πολιτική διαδρομή, στον βαθμό που δεν δείχνει να είναι σε θέση η πολιτική ηγεσία Λευκωσίας και Αθηνών να προχωρήσει στην υλοποίηση ενός σύγχρονου κράτους δικαίου, που παραπέμπει στην εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών για το σύνολο του πληθυσμού, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής ή θρησκευτικής ταυτότητας.

Κλείνοντας, η σημειολογία της στιγμής του αγώνα και η θυσία 17χρονων παιδιών στον βωμό αρχών, όπως η ελευθερία, η αυτοδιάθεση και η δημοκρατία, στέλνει σήμερα το μήνυμα της έμπρακτης προβολής της ιστορίας και του πολιτισμού, πέρα και έξω από κενόδοξες και τυποποιημένες εκδηλώσεις, δηλαδή ως διαρκούς υπόμνησης των Ελλήνων της Κύπρου και του Ελληνισμού εν γένει προς αποκατάσταση ελευθερίας και κράτους δικαίου, αξιοπρέπειας και τιμής αυτού του τμήματος ενός ιστορικού έθνους, που τελεί σε διαρκή, οιονεί απειλή ως υπόσταση και ως ταυτότητα.

*Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο