Η οριστική απόφαση για ένοπλο αγώνα, η αποστολή του πρώτου οπλισμού και η κάθοδος του Αρχηγού στην Κύπρο

ΜΕΡΟΣ Β’

Στις 6 Νοεμβρίου 1953 ο Αντρέας Αζίνας πήγε στην Αθήνα και ενημέρωσε τον Αρχηγό για όλες τις ενέργειές του σχετικά με την τελευταια φάση της έναρξης του Αγώνα και τις θέσεις του Μακαρίου, που εξακολουθούσε να έχει ενδοιασμούς και επιφυλάξεις για τη μορφή του Αγώνα. «Ο Αρχιεπίσκοπος», γράφει ο Αζίνας, «δεν ήθελε να σοκαριστεί ο λαός με αιματοχυσίες», σε αντίθεση με τον Γρίβα, τον Νικόλα Στράτο, τον Αρχιεπίσκoπο Αθηνών Σπυρίδωνα, τον Ναύαρχο Αλέξανδρο Σακελλαρίου και όλα τα άλλα μέλη της Επιτροπής Αγώνα. Στις 15 φεβρουαρίου 1954 ο Μακάριος πήγε στην Αθήνα και συναντήθηκε με τον Γρίβα, ο οποίος τον ενημέρωσε για τον οπλισμό που είχε συγκεντρωθεί και ήταν όλα έτοιμα για την αποστολή του στην Κύπρο με καΐκι, προτού έλθει και ο ίδιος. Ο Μακάριος δεν απέκρυψε και πάλι τις επιφυλάξεις του για μαχητικό αγώνα, οπότε ο Γρίβας επικαλέστηκε τη γνώμη και όλων των άλλων συνεργατών τους, ιδιαίτερα του Ναύαρχου Σακκελλαρίου, που είχε την ευθύνη της συγκέντρωσης και αποστολής του οπλισμού στην Κύπρο και του Νικόλα Στράτου, που προήδρευε της Επιτροπής, όταν απουσίαζε ο Μακάριος. Διευθετήθηκε συνάντηση Μακαρίου, Γρίβα και Ναυάρχου Σακελλαρίου για τη λήψη οριστικής απόφασης.

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας συναντήθηκαν οι τρεις τους στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», όπου διέμενε ο Αρχιεπίσκοπος. Συζήτησαν λεπτομερώς τη μορφή του Αγώνα και την χωρίς άλλη καθυστέρηση έναρξή του. «Ο Ναύαρχος Σακελλαρίου», γράφει ο Αζίνας, «συνέστησε στον Αρχιεπίσκοπο να βαδίσει θαρραλέα προς τη δυναμική λύση». Η γνώμη αυτή του Ναυάρχου ήταν καθοριστική για τη στάση του Μακαρίου. Θα γράψει ο Διγενής για τη συνάντηση: «Φαίνεται ότι εμειώθησαν οι ενδοιασμοί του Μακαρίου, διότι ειδοποίησε τον Ανδρέα Αζίνα να έλθει εις Αθήνας, ίνα συνεννοηθεί μετ’ εμού διά την αποστολήν οπλισμού εις Κύπρον». Πράγματι, στις 22 Φεβρουαρίου ο Αζίνας έφθασε στην Αθήνα και συναντήθηκε πρώτα με τον Μακάριο στο «Μεγάλη Βρετανία», όπου διέμενε, ο οποίος τον ενημέρωσε για τη συνάντησή του με τον Γρίβα. Ο Αζίνας πήγε στη συνέχεια και συναντήθηκε με τον Γρίβα, ο οποίος τον ενημέρωσε για τις επαφές του με τον Μακάριο και τον Ναύαρχο Σακελλαρίου, που συντάχθηκε με τις απόψεις του Γρίβα, οπότε ο Μακάριος έδωσε τη συγκατάθεσή του για την αποστολή οπλισμού.

Μετά τη συνάντηση ο Γρίβας επικοινώνησε με τον Ναύαρχο και διευθέτησαν συνάντηση στην παρουσία του Αζίνα, που ήταν υπεύθυνος για την παραλαβή του οπλισμού στην Κύπρο. Εκεί ο Σακελλαρίου άνοιξε τους χάρτες με τα σημεία που είχαν επιλεχθεί για την εκφόρτωση του οπλισμού. Συμφωνήθηκαν όλα, χαιρέτησαν τον Ναύαρχο και κίνησαν για το σπίτι του Καπετάν Γεώργιου Ζήση, που ήταν ο ιδιοκτήτης του καϊκιού, το οποίο θα μετέφερε τον οπλισμό. Γρίβας, Αζίνας και Ζήσης πήγαν στην ακτή του Λαυρίου, όπου τους ανέμενε ο Πλοίαρχος του Λιμενικού Σταμπολής, που θα είχε την ευθύνη για τον ασφαλή απόπλου του καϊκιού από τον ορμίσκο της Αγίας Μαρίνας μέχρι την απομάκρυνσή του από τη Ρόδο. Ο Αζίνας μόλις γύρισε στην Αθήνα ενημέρωσε τον Μακάριο και την άλλη μέρα με τον Πλοίαρχο Σταμπολή και τον Καπετάν Ζήση επισκέφθηκαν τον Ναύαρχο , τους έλυσε όλες τους τις απορίες για τη ρότα του καϊκιού, ο Σταμπολής πήρε αντίγραφο του ναυτικού χάρτη και συνεννοήθηκαν για τα σήματα άφιξης του καϊκιού: Ώρα εκπομπής 10η το βράδυ, κάθε 10 λεπτάμέχρι της 2ας πρωινής, από τις αρχές μέχρι το τέλος Μαρτίου. Αφού λύθηκαν όλες οι απορίες, Σταμπολής και Καπετάν Ζήσης καληνύχτισαν τον Ναύαρχο και αναχώρησαν για τα σπίτια τους.Τον Αζίνα τον κράτησε για να του δώσει μερικές απαραίτητες συμβουλές για το βαρύ έργο που αναλάμβανε. Και αφού πήρε τις τελευταίες συμβουλές του Ναυάρχου, ο Αζίνας τον καληνύχτισε και κίνησε για το γραφείο των αδελφών Λοϊζίδη. Εκεί βρήκε τον Σάββα, τον ενημέρωσε για όλα και του είπε: «Αν όλα πάνε καλά, θα τηλεφωνήσω σ’ εσένα και τον Σωκράτη ‘‘παραλάβαμε τον πατατόσπορο’’».

Από το γραφείο των αδελφών Λοϊζίδη ο Αζίνας κατέβηκε στο λιμάνι του Πειραιά, όπου τον ανέμεναν ο Πλοίαρχος Σταμπολής, ο Καπετάν Ζήσης και ο κυβερνήτης του καϊκιού που θα μετέφερε τον οπλισμό, Καπετάν Βαγγέλης Κουταλιανός. Ένας θαλασσόλυκος, σκληροτράχηλος ναυτικός , ήρωας του Πολέμου. Είναι ο ίδιος που θα συλληφθεί αργότερα, όταν θα φέρει το δεύτερο φορτίο οπλισμού με το καΐκι «Άγιος Γεώργιος». Όταν ο Αζίνας τον ρώτησε πόσα ήθελε για την αποστολή του, ο Καπετάν Βαγγέλης άφησε αυτόν και τους άλλους δυο που ήταν εκεί, άναυδους: «Αν ήταν για τα χρήματα δεν θα δεχόμουν αυτήν την αποστολή. Όταν όμως πρόκειται για την ελευθερία των σκλαβωμένω αδελφών μου της Κύπρου, δεν θέλω μία». Αλληλοκοιτάχτηκαν οι άλλοι στο άκουσμα της απάντησης του Καπετάν Βαγγέλη, που δεν απέκρυβαν τον θαυμασμό τους. Από τον Πειραιά ο Αζίνας ανέβηκε πάλι στην Αθήνα, συναντήθηκε χωριστά με τον Μακάριο, τον ενημέρωσε για όλα , στη συνέχεια συναντήθηκε με τον Αρχηγό, του έδωσε τις τελευταίες οδηγίες και την άλλη μέρα γύρισε στην Κύπρο για να διευθετήσει την παραλαβή του οπλισμού.

Γράφει ο Διγενής στ’Απομνημονεύματά του για τις επαφές του με τον Αζίνα και την αποστολή του πρώτου οπλισμού: «Ο Αζίνας έφθασε εις Αθήνας την 22αν Φεβρουαρίου 1954, έλαβε παρ’ εμού οδηγίας ως προς την μεταφοράν και εκφόρτωσιν του υλικού εις τον προκριθέντα χώρον παρά το χωρίον Χλώρακα και αφού ήλθεν εις επαφήν μετά του πλοιάρχου του ιστιοφόρου, ανεχώρησεν εις Κύπρον προς παραλαβήν του υλικού.Τούτο εφορτώθη εντεύθεν την 2αν Μαρτίου 1954 και παρελήφθη εις Κύπρον ασφαλώς. Η αποστολή αύτη περιελάμβανε: Δύο πολυβόλα ιταλικά, τρία οπλοπολυβόλα αγγλικά Μπρεν, (ών το έν ουχί εν καλή καταστάσει), τέσσερα αυτόματα Τόμιγκαν, 17 αυτόματα Στεν ή Στάγιερ, 47 τυφέκια διαφόρων τύπων, επτά περίστροφα, 8.100 φυσίγγια αγγλικά, τρεις χιλιάδες εξακόσια πεντήκοντα φυσίγγια ιταλικού τυφεκίου,10.400 φυσίγγια Στεν, 200 φυσίγγια ελληνικού τυφεκίου, 518 φυσίγγια περιστρόφου, 290 χειροβομβίδας, 20 κιλά εκρηκτικών υλών και πυραγωγόν σχοινίον».

Ο Αζίνας μόλις γύρισε στην Κύπρο τράβηξε στο Δίκωμο, όπου συνάντησε τον Αντρέα Γιάγκου, ανώτατο στέλεχος της ΠΕΚ, τον μύησε και του είπε όσα έπρεπε να γνωρίζει. Στη συνέχεια πήγε στην Παναγιά, όπου ήταν δάσκαλος ο πατέρας του, τον μύησε κι αυτόν και κατέβηκε στην Πάφο, όπου συνάντησε τον εθναπόστολο δάσκαλο Νικόλα Χατζηκωστή, συστημένο από τον πατέρα του. Χωρίς περιστροφές τού μίλησε για τον Αγώνα και του ζήτησε να είναι σύμβουλός του. Επίσης, του ανέθεσε να βρει έμπιστους πατριώτες από τα χωριά της Πιτσιλιάς , της Μαραθάσας και της Σολιάς. Ο Χατζηκωστής τού σύστησε τον Αβραάμ Νικολάου-Αβδέλλα, παιδικό φίλο και συγχωριανό του από το Άη Μάμαντα, που εργαζόταν στον Αμίαντο. Σε λίγες ημέρες ο Αζίνας συνάντησε τον Αβράμη στον Αμίαντο και του ανέθεσε τη στρατολόγηση αγωνιστών, αποστολή την οποία ο Αβδέλλας εκτέλεσε με επιτυχία.

Μετά τη συνάντησή του με τον Χατζηκωστή, ο Αζίνας πήγε στη Χλώρακα και συνάντησε τον Κώστα Λεωνίδα, τον οποίο είχε αφήσει κεραυνόπληκτο την προηγούμενη ημέρα, όταν του αποκάλυψε το μεγάλο μυστικό. Τον βρήκε στην ΠΕΚ και μαζί πήγαν στο σπίτι του Νικόλα Αζίνα, αδελφού του πατέρα του. Εκεί τον ενημέρωσε για όσα έγιναν και όσα επρόκειτο να γίνουν σύντομα. Μετά οι τρεις άρχισαν να κάνουν επιλογή των αντρών που θ’ απάρτιζαν την πρώτη ομάδα της Οργάνωσης και θ’ αναλάμβανε την εκφόρτωση του οπλισμού. Επειδή το μυστικό ήταν πολύ σοβαρό, ο Αζίνας περιορίστηκε στην αρχική επιλογή του θείου του Νικόλα, του ξάδερφού του Χαράλαμπου Αζίνα και του Κώστα Λεωνίδα. Αυτοί οι τρεις και ο Αντρέας Αζίνας ήταν οι τέσσερεις αγωνιστές που είχαν τη μεγάλη τιμή να ξεφορτώσουν από το ιστιοφόρο «Σειρήν» τον πρώτο οπλισμό της ΕΟΚΑ. Τον έκρυψαν πρόχειρα λίγο πιο πέρα από την ακτή, διότι τα κιβώτια ήταν πολύ βαριά και τις επόμενες δυο-τρεις νύχτες ο Κώστας Λεωνίδα με τον Νικόλα Μαυρονικόλα, με πολύ κόπο και κίνδυνο, μετέφεραν τον οπλισμό σ’ ένα παλιό σπίτι που ανήκε στον αδελφό του Κώστα, Νικόλα Λεωνίδα, τον επιλεγόμενο Λουρικό. Εκεί ο οπλισμός έμεινε κρυμμένος μέχρι τον Νιόβρη του 1954, που ήρθε ο Διγενής και με διαταγή του ανέλαβαν τη μεταφορά του ο Αντρέας Αζίνας, ο Αντρέας Γιάγκου και ο Λεύκιος Ροδοσθένους, σε διάφορες περιοχές που είχε επιλέξει ο Αρχηγός

Στις 12 Αυγούστου ο Γρίβας πήρε επιστολή από τον αδελφό του, Μιχάλη, με την οποία του γνωστοποιούσε ότι ο Μακάριος έδωσε τη συγκατάθεσή του στα όσα του διαβίβασε με τον Αζίνα και θα του αποστείλει χρήματα για την αγορά και άλλου υλικού. Μετά τη χαρμόσυνη αυτή είδηση ο Αρχηγός ενέτεινε τις προσπάθειές του για την εξασφάλιση νέου οπλισμού. Την 1η Οκτωβρίου Μακάριος και Γρίβας συναντήθηκαν στην Αθήνα και για πρώτη φορά ανενδοίαστα του είπε ότι ήταν και δική του θέληση να προωθηθεί και νέος οπλισμός στην Κύπρο, να κατέβει ο ίδιος ο Αρχηγός στο νησί και τα χρήματα για τη μεταφορά του οπλισμού τα είχε αφήσει στο Σωκράτη Λοϊζίδη. Στις 9 Οκτωβρίου συναντήθηκαν πάλι οι δυο ηγέτες, οπότε ο Μακάριος είπε στον Γρίβα ότι επείγει η κάθοδός του στην Κύπρο, προτού η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ επιληφθεί του Κυπριακού. Ακολούθησαν άλλες δυο συναντήσεις, η τελευταία στις 12 Οκτωβρίου, κατά την οποία ο Μακάριος είπε στον Γρίβα ότι, συναινούντος και του Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας , Στέφανου Στεφανόπουλου, έπρεπε ν’ αρχίσει δράση μόλις θα έφθανε στην Κύπρο.Μπήκε τελικά το νερό στ’ αυλάκι και ο Αρχηγός έκανε τις τελευταίες του προετοιμασίες. Προτού αναχωρήσει για την Κύπρο στις 26 Οκτωβρίου 1954, ο Διγενής είχε δώσει στη σύζυγό του Βασιλική (Κική) τη διαθήκη του, με την οποία της άφηνε ό,τι είχε και δεν είχε.

Το πλήρες κείμενο της ιστορικής εκείνης διαθήκης είναι:

«Η Διαθήκη μου

»Εν Αθήναις, σήμερον την εικοστήν του μηνός Ιουνίου, του χιλιοστού εννεακοσιοστού πεντηκοστού τετάρτου έτους και ημέραν της εβδομάδος Κυριακήν και ώραν δωδεκάτην π.μ., ο κάτωθι υπογεγραμμένος Γεώργιος Γρίβας του Θεοδώρου, γεννηθείς εν Λευκωσία της Κύπρου το 1898, αξιωματικός εν αποστρατεία και κατοικών εν Αθήναις, εν τη επί της οδού Νιλέως 6 κατοικία μου, σώας έχων τας φρένας και επιθυμών όπως κανονίσω από τούδε τα της κληρονομίας μου, εκφράζω την τελευταίαν θέλησίν μου, ήτις επιθυμώ όπως εκτελεσθή μετά τον θάνατόν μου.
»Εγκαθιστώ γενικόν κληρονόμον επί πάσης κινητής και ακινήτου περιουσίας μου, ήτις ήθελε ευρεθή μετά τον θάνατόν μου, την αγαπημένην σύζυγόν μου Βασιλικήν Γρίβα, το γένος Παναγιώτη Ντέκα, μετά της οποίας επί τόσα έτη συνέζησα και ήτις μετά τόσης αγάπης με περιέβαλε καθ' όλον το διάστημα της συζυγικής μου ζωής και πάντα ήτο πιστή και παρά το πλευρόν μου εις πάσας τας εκδηλώσεις της ζωής μου και εις τους κινδύνους.
»Την παρούσαν έγραψα εξ ολοκλήρου ιδιοχείρως.
Ο Διαθέτης, Γ. Γρίβας».

Στις 26 Οκτωβρίου 1954 ο Γρίβας, με το ψευδώνυμο πλέον «Διγενής», αποχαιρέτησε τη γυναίκα του και αναχώρησε με το ιστιοφόρο «Σειρήν», το ίδιο που μετέφερε και τον πρώτον οπλισμό στη Ρόδο με τελικό προορισμό την Κύπρο. Μαζί του ο Σωκράτης Λοϊζίδης και ο Νότης Πετροπουλέας. Καπετάνιος του σκάφους αυτήν τη φορά ένας άλλος θερμός πατριώτης, ο Καπετάν Λάμπρος Ξανθόπουλος, για τον οποίο θα γράψει αργότερα ο Διγενής. «Είναι άξιος παντός επαίνου, διότι, παρά τας επικρατούσας τότε δυσμενεστάτας καιρικάς συνθήκας, κατόρθωσε να κρατήσει αρχικώς εις Ρόδον το σκάφος του, επί μίαν σχεδόν εβδομάδα, χωρίς να γίνη αντιληπτός ο προορισμός του (πλην εις ελάχιστα μεμυημένα πρόσωπα) και εν μέσω λίαν τρικυμιώδους θαλάσσης , να μεταφέρη τον Διγενή και τους συνεργάτας του και να τους αποβιβάση λάθρα εις Κύπρον».

Κατά τον πλουν, έξω από τη Ρόδο ξέσπασε σφοδρή τρικυμία και ανάγκασε το ιστιοφόρο που τους μετέφερε να προσορμιστεί μυστικά σε ορμίσκο του νησιού, όπου έδεσε για 12 ημέρες. Εκεί πήραν όλες τις προφυλάξεις, διότι η απουσία του Γρίβα από την Αθήνα είχε θέσει σε συναγερμό τις υπηρεσίες ασφαλείας, κλιμάκιο των οποίων μετέβη στη Ρόδο και άρχισε έρευνες για τον εντοπισμό και τη σύλληψή του. Μεταξύ άλλων πλησίασαν τον μυημένο ήδη στην Οργάνωση υπαξιωματικό του Λιμενικού, Βασίλη Παπαθεοδώρου, ο οποίος όχι μόνο τους είπε ότι δεν γνώριζε τίποτε απ’ όσα τον ρωτούσαν, αλλά και τους ζήτησε να του πουν περισσότερα για τον καταζητούμενο Γρίβα, προκειμένου να τους βοηθήσει στον εντοπισμό και τη σύλληψή του. Τελικά, ο Αρχηγός με τους συνοδούς του απέπλευσαν στις 8 Νοεμβρίου. Γύρω στα μεσάνυχτα, όταν το ιστιοφόρο έπλεε στα ανοιχτά του Καστελορίζου, ξέσπασε νέα σφοδρή τρικυμία. Ευτυχώς, τελικά, μετά από περιπετειώδη πλουν, το ιστιοφόρο κατέπλευσε στην ακτή της Χλώρακας στις 10 Νοεμβρίου, η ώρα οχτώ το βράδυ.

( Την ερχόμενη Κυριακή: Η παραμονή του Διγενή στη Χλώρακα, η ορκωμοσία και εκπαίδευση της πρώτης ομάδας, η σύλληψη του πλοιαρίου «Άγιος Γεώργιος» και η έναρξη του Απελευθερωτικού Αγώνα).