Ακίνητο

Δώδεκα χρόνια λιμνάζει η νομοθεσία για τις κολυμβητικές δεξαμενές

Η αποτελεσματικότητα του κράτους, οι πισίνες και η ευκολία να μιλάμε για τα «μεγάλα» - «Οι ίδιοι οι επιχειρηματίες ανάπτυξης γης έχουν αναφέρει επανειλημμένα τη σημασία που έχει αυτή η ρύθμιση για την αγορά κατοικιών από ξένους και εγχώριους αγοραστές»

Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα της αδυναμίας του πολιτικού συστήματος στην Κύπρο να λύσει προβλήματα «χαμηλής πολιτικής» είναι η περίπτωση των κολυμβητικών δεξαμενών (πισίνων) που αναδείχθηκε πριν από 12 χρόνια περίπου και ακόμα «λιμνάζει».

Για όποιον δεν παρακολούθησε το θέμα, ουσιαστικά αφορά τη μη ενσωμάτωση Ευρωπαϊκής Οδηγίας που διαχωρίζει τις ιδιωτικές πισίνες που μπορεί να βρίσκονται εντός οικοδομικού συγκροτήματός, από τις δημόσιες. Όπως προκύπτει από την τοποθέτηση των εμπλεκόμενων φορέων, αλλά και των λειτουργών του κράτους, όλοι αναγνωρίζουν την ανάγκη επικαιροποίησης της κείμενης νομοθεσίας.

Νομοθεσία που ήδη από το 2009 η Κύπρος όφειλε να έχει τροποποιήσει, ενσωματώνοντας τα Ευρωπαϊκά Πρότυπα ΕΝ15288-1 και ΕΝ 15288-2, ως όφειλε, αφού αποτελούσε ένα από τα κράτη που εντάχθηκαν στο CEN, αναλαμβάνοντας τη σχετική υποχρέωση. Αυτό όμως όχι απλώς δεν έγινε, αλλά αντίθετα σήμερα, 12 χρόνια μετά, ακόμα συζητάμε πότε και με ποια μορφή θα έρθει στη Βουλή η σχετική ρύθμιση.

Ο χρόνος περνά

Οι ίδιοι οι επιχειρηματίες ανάπτυξης γης έχουν αναφέρει επανειλημμένα τη σημασία που έχει αυτή η ρύθμιση για την αγορά κατοικιών από ξένους και εγχώριους αγοραστές. Μιλάμε άλλωστε για κοινόχρηστες πισίνες μεταξύ των ενοίκων ενός συγκροτήματος και όχι για κατασκευές, για την απόκτηση των οποίων απαιτείται μια περιουσία. Στο σκέλος των ξένων αγοραστών συγκεκριμένα, έχουν επισημανθεί οι απώλειες που δημιουργούνται, καθώς κάλλιστα εκείνοι μπορούν να επιλέξουν την απόκτηση κατοικίας ίδιων χαρακτηριστικών σε ανταγωνιστικές αγορές, χωρών με εκσυγχρονισμένο το σχετικό πλαίσιο. Χώρες, δηλαδή, που έχουν ενσωματώσει τα ευρωπαϊκά πρότυπα, που δεν θα απειλούν τους ιδιοκτήτες με διαρκή πρόστιμα, ή υπέρογκα ποσά για τη λειτουργία μιας πισίνας.

Το βασικότερο όμως ζήτημα που προκαλεί αυτή την καθυστέρηση έχει να κάνει με την ικανότητα του κράτους και του πολιτικού συστήματος. Η περίπτωση των κολυμβητικών δεξαμενών δεν είναι η μόνη. Δεν είναι καν η σημαντικότερη. Σειρά προτύπων και οδηγιών δεν ενσωματώνονται, ή ενσωματώνονται εκπρόθεσμα από την Κυπριακή Δημοκρατία. Χαρακτηριστικό τέτοιων περιπτώσεων είναι η αγορά δικαιωμάτων ρύπων, στην οποία υποχρεωτικά προβαίνουμε κάθε χρόνο, λόγω μη συμμόρφωσης με τους Πράσινους στόχους στους οποίους δεσμεύεται η Δημοκρατία. Από το 2019, η ΑΗΚ αγοράζει δικαιώματα ρύπων που φτάνουν τα 90 εκ. κατ’ έτος, λόγω της μη προώθησης εναλλακτικών πηγών παραγωγής ενέργειας, μετά και την παύση της παραχώρησης δωρεάν ρύπων από την Ευρωπαϊκή Ένωση προς την Κύπρο.

Δεν είναι επομένως παράδοξο να αναρωτιούνται πολλοί, το πώς ένα πολιτικό σύστημα που αδυνατεί να λύσει τα ελάσσονα, όπως τον εκσυγχρονισμό μιας νομοθεσίας για τις πισίνες που κρίνεται αναγκαία απ’ όλους τους εμπλεκομένους, είναι σε θέση να εκπονήσει και να υλοποιήσει έναν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό πιο σύνθετων ζητημάτων, όπως η Πράσινη μετάβαση.

Μπορεί η ενασχόληση με ζητήματα «χαμηλής πολιτικής» να μην είναι τόσο ελκυστική, ενόψει εκλογών, όσο οι τοποθετήσεις στα «βαριά» πολιτικά ζητήματα. Μπορεί παράλληλα να απέχουμε αρκετά από κράτη, που οι θεσμικές τους λειτουργίες διασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία του κράτους, ανεξαρτήτως πολιτικών εξελίξεων. Μπορεί να ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα. Ένα είναι σίγουρο, ωστόσο, πως ένα κράτος που χρειάζεται 12 χρόνια για να ρυθμίσει νομοθετικά τις πισίνες, μάλλον δεν είναι υπόδειγμα αποτελεσματικότητας.

Σχεδόν ένα μήνα πλέον πριν από τις εκλογές, η περίοδος που διανύουμε δεν είναι όπως η αντίστοιχη με αυτήν πριν πέντε χρόνια. Ή τουλάχιστον δε φαίνεται να είναι η ίδια, με τις συνθήκες που επικρατούν λόγω της πανδημίας και που θα μας οδηγήσουν με σχετική ησυχία στις κάλπες. Κατά τα λοιπά, όμως, ο πολιτικός διάλογος φαίνεται να βρίσκεται σε τροχιά αρκετά γνώριμη. Με την κυριαρχία του Κυπριακού και της οικονομίας για την μετά πανδημία εποχή, λίγοι μιλούν για θέματα που δεν θα τους βάλουν σχεδόν αυτόματα στο πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης και δίνοντάς τους επομένως πιθανότητες να συλλέξουν ψήφους.

Ακόμα λιγότεροι μιλούν για το θεσμικό πλαίσιο, εντός του οποίου θα κληθούν να παραγάγουν πολιτική εφόσον εκλεγούν. Άλλωστε αντικειμενικά το θέμα αυτό έχει σαφώς μικρότερο ενδιαφέρον για τον μέσο ψηφοφόρο. Δεν έχει ωστόσο μικρότερη σημασία για την επόμενη ημέρα. Διότι και τις καλύτερες προθέσεις, ή τις φιλολαϊκότερες θέσεις να έχει ένας υποψήφιος, αυτές αναγκαστικά θα περάσουν από τη βάσανο των θεσμικών αδυναμιών, προτού εφαρμοστούν, αν αυτό τελικά γίνει.

Αυτές οι θεσμικές αδυναμίες είναι που εν πολλοίς διαχωρίζουν τα κράτη ως προς την αποτελεσματικότητά τους ή μη. Διότι όσο αυτονόητη και αν είναι μία μεταρρύθμιση στην Κύπρο, όσο σημαντική και αν είναι μία αλλαγή για την οικονομία ή την κοινωνία μας, αν αυτή δεν αφορά ένα από τα «μεγάλα» ζητήματα της επικαιρότητας, φαίνεται σαν καταδικασμένη να παραπέσει μεταξύ απροθυμίας και περιορισμένης ικανότητας. Απροθυμίας, διότι ποιος και γιατί να ασχοληθεί θερμά με θέματα που δεν έχουν μαζική εκλογική απήχηση και περιορισμένης ικανότητας καθώς μία νομοθετική τροποποίηση απαιτεί συντονισμό με σειρά εμπλεκόμενων μερών, πολλή δουλειά και συχνά συγκερασμό αντιτιθέμενων πλευρών.

Προσπάθεια δηλαδή για ένα ζήτημα «χαμηλής πολιτικής», που απαιτεί πολύ περισσότερο κόπο από μία ακόμα ανάλυση για το Κυπριακό σε κάποιο τηλεοπτικό κανάλι, που θα στοχεύει συγκεκριμένα εκλογικά ακροατήρια.

*Οικονομολόγος