Χρήματος παρόντος, μέλλοντος απόντος
Η προσφάτως ολοκληρωθείσα νέα άτυπη διάσκεψη πενταμερούς σύστασης για το Κυπριακό, επαναφέρει στην πολιτική επικαιρότητα και τη δημόσια συζήτηση μηνυματικές αποτυπώσεις θέασης από την κυπριακή κοινωνία, της πορείας και του περιεχομένου του κυπριακού προβλήματος.
Διαχέεται παλαιόθεν, αλλά και εσχάτως εντονότερα μία αντίληψη στην κυπριακή κοινωνία, κυρίως δε σε σημαντικές πληθυσμιακές ομάδες των Ελλήνων της Κύπρου, που αποκρύπτει εμμέσως ή αρνείται να αντικρύσει και να αρθρώσει πραγματικότητες, που υφίστανται στο νησί, μεταθέτοντας το πρόβλημα σε μια άλλη βάση. Στοιχεία αυτής της αντίληψης είναι η επιφανειακή προσέγγιση των δύο κοινοτήτων με βάση τα υφιστάμενα επί του εδάφους δεδομένα και η κατά ταύτα απόδοση ευθυνών στην ελληνική κοινότητα για ελλειμματική διάθεση εξεύρεσης λύσης και αδιαλλαξία.
Πρόκειται για μιαν αντίληψη, η οποία ευσχήμως, ενίοτε δε και δολίως, καλλιεργείται και στηρίζεται από τον διεθνή παράγοντα και διεθνή εν προκειμένω μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, η οποία εμπεδώνει την ιδέα απόκρυψης και προδήλως αποσιώπησης της τουρκικής κατοχής, προβάλλοντας κατά ταύτα ένα ουδόλως υφιστάμενο σχήμα απροβλημάτιστης και συνεργατικής συμβίωσης των δυο κοινοτήτων στο πλαίσιο μιας ψευδεπίγραφης ειρήνης.
Η ανωτέρω αντίληψη, η οποία αφετηριακά γεννάται από την πολιτική παρεμβατική βούληση του διεθνούς παράγοντα και τη διεισδυτική παρουσία του στις δομές του κυπριακού πολιτικού συστήματος, τυγχάνουσα κατά ταύτα ευρείας διεθνούς στήριξης σε πολλαπλά επίπεδα, εμπεδώνοντας δε την παρουσία της στην εναλλαγή των γενεών, παράγει αποτελέσματα υποσκάπτοντα το μέλλον και την πορεία του κυπριακού Ελληνισμού και της Κυπριακής Δημοκρατίας ως υποκειμένου διεθνούς δικαίου, ενώ καλλιεργεί μια πολιτική κουλτούρα ουδόλως συνάδουσα προς την ιστορία και τον πολιτισμό της Κύπρου.
Όμως, οι πραγματικότητες παραπέμπουν στην εισβολή τουρκικών στρατευμάτων και την έκτοτε παράνομη παραμονή τους στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, την κατοχή περί του ενός τρίτου της κυπριακής επικράτειας από την Άγκυρα και τη βάσει σχεδίου, συστηματική μεταφορά εποίκων από την Ανατολία στην κατεχόμενη περιοχή του νησιού, πρακτική η οποία και συνιστά, κατά το διεθνές δίκαιο, έγκλημα πολέμου.
Παραβλέποντας τα ως άνω εγκλήματα πολέμου, η αντίληψη για την οποία γίνεται αναφορά, εστιάζει στο ότι η υπόθεση της ειρήνης παραπέμπει απλώς και μόνο σε μια διαδικασία προσέγγισης των δύο κοινοτήτων, αντί μιας a priori αποκατάστασης της διεθνούς νομιμότητας πριν από κάθε διαπραγμάτευση. Σε μια τέτοια, λοιπόν, αντίληψη της ειρήνης αυτονοήτως δεν περιέχεται η κατά Johan Galtung έννοια της ειρήνης ως δικαιοσύνης, ενώ επιχειρείται η παραγραφή και αλλοίωση της ιστορικής διαδρομής του κυπριακού Ελληνισμού.
Επομένως και κατά τα ανωτέρω, στην προβολή μιας δήθεν συνάντησης των δυο κοινοτήτων ως κυρίαρχης δομής του κυπριακού χώρου, ενυπάρχει η απουσία διεκδίκησης ελευθερίας του κυπριακού Ελληνισμού, πραγμάτωσης αυτοδιάθεσης, εφαρμογής της δημοκρατικής αρχής, καθώς και αληθούς ανεξαρτησίας της κυπριακής πολιτείας.
Η Κύπρος, υφιστάμενη ως ιστορική και πολιτιστική πραγματικότητα ελληνικής παρουσίας εδώ και χιλιετηρίδες, οφείλει σήμερα, σε μια κρίσιμη για την επιβίωση του κυπριακού Ελληνισμού στιγμή, να οργανώσει το σύστημα κοινωνικοποίησης, δηλαδή παιδείας και καλλιέργειας ταυτότητας ευρύτερα, με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη νοθευθεί η ελληνικότητα της μεγαλονήσου, παραμένουσα ταυτόχρονα η διεκδίκηση ελευθερίας ως στοιχείο υπαρξιακής διάστασης των γενεών στην ιστορική τους προς το μέλλον διαδρομή.
Υπενθυμίζεται κατά ταύτα πως η αλλοίωση της ιστορίας και η αλλοτρίωση της ιστορικής αλήθειας οδήγησαν λαούς σε ενταφιασμό και έθνη σε αφανισμό, καθότι η ιστορία συνιστά για τα έθνη την ψυχή του παρόντος και τη διασφάλιση του μέλλοντός τους.
Επομένως, το πρόβλημα που υπάρχει σήμερα δεν αφορά σε τίποτε άλλο πέραν της υποχρέωσης του Ελληνισμού, κυπριακού και ελλαδικού κατά ταύτα, να βρει τρόπους αποκατάστασης της διεθνούς νομιμότητας στη μεγαλόνησο και εμπέδωσης ενός σύγχρονου, ευρωπαϊκών προδιαγραφών κράτους δικαίου, που σημαίνει να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες όλων των νομίμως εγκατεστημένων κατοίκων της Κύπρου, κατά τρόπο που να συνάδει προς τον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό και τη διεθνή δικαιοταξία.
Η ανωτέρω διατυπωθείσα αντίληψη δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως απορριπτική στάση, αλλά αντιθέτως οφείλει να υφίσταται ως η πολιτική επιλογή επιβίωσης της Κύπρου, εναγκαλιζόμενη κατά τα ανωτέρω από όλες τις πολιτικές της δυνάμεις, το σύνολο της κυπριακής κοινωνίας και του Ελληνισμού ευρύτερα.