Διεθνή

Ουκρανία: Μεταξύ Αετού, Άρκτου και με φόντο την Ημισέληνο

Η διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991 και η ανεξαρτητοποίηση της Ουκρανίας ως κράτους συνετέλεσε σε μακροχρόνιες οικονομικοπολιτικές κρίσεις, υψηλά επίπεδα πολιτικής διαφθοράς και σκάνδαλα. Ακόμα και σήμερα, η χώρα δεν έχει καταφέρει να συνέλθει, ούτε και να τοποθετήσει τον εαυτό της με βεβαιότητα στον σύγχρονο πολυπολικό κόσμο

Η Ουκρανία κατείχε τη θέση του «Μήλου της Έριδος» στην αντιπαράθεση ανάμεσα στο Δυτικό και Ανατολικό στρατόπεδο. Η διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991 και η ανεξαρτητοποίηση της Ουκρανίας ως κράτους συνετέλεσε σε μακροχρόνιες οικονομικοπολιτικές κρίσεις, υψηλά επίπεδα πολιτικής διαφθοράς και σκάνδαλα. Ακόμα και σήμερα η χώρα δεν έχει καταφέρει να συνέλθει, ούτε και να τοποθετήσει τον εαυτό της με βεβαιότητα στον σύγχρονο πολυπολικό κόσμο.

Το παλαιό Σοβιετικό μπλοκ αντικαταστάθηκε από τη Ρωσία, που με το αφήγημα του «Εγγύς Εξωτερικού» προσεταιρίζεται τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες. Από την άλλη, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ έχουν επεκταθεί στη ζώνη του «δακτυλίου ανάσχεσης» της Ρωσίας, ενσωματώνοντας τόσο πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, όσο και Σοβιετικού τύπου κράτη, πολιτική που η Ρωσία του κ. Πούτιν θεωρεί ως στρατηγική απειλή.

Ταυτόχρονα και πέραν των πιο πάνω, η θέση της Ουκρανίας επηρεάζεται και από την άνοδο άλλων φιλόδοξων δυνάμεων όπως η Τουρκία.

Μια παλιά διαμάχη

Ο Μίτος της Αριάδνης εκκινεί από τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991 και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, οπότε παρουσιάστηκε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για τις χώρες της νεότευκτης τότε Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ιδρυτική Συνθήκη του Μάαστριχτ, 1993), να τοποθετήσουν κεφάλαια σε μία χώρα με ισχυρή βιομηχανική βάση και υποδομές, αντλώντας υψηλά ποσοστά κέρδους και ταυτόχρονα απορροφώντας δυναμικό υψηλής επιστημονικής ειδίκευσης που εγκατέλειψε τη χώρα. Την περίοδο 1990-2013 η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων επένδυσε πέραν των 2 δις ευρώ.

Ήδη από το 1999 είχαν ξεκινήσει σχέδια για ζώνη ελεύθερου εμπορίου μεταξύ ΕΕ – Ουκρανίας. Στα πλαίσια της Συμφωνίας Διασύνδεσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (European Union Association Agreement), υλοποιούνταν σχέδια ελευθέρων συναλλαγών με την ονομασία Deep and Comprehensive Free Trade Area (DCFTA).

Η οικονομική διείσδυση της ΕΕ προωθείτο μαζί με τις διαπραγματεύσεις βαθύτερης πολιτικής σύνδεσης με την Ουκρανία, υποβοηθούμενες από φιλοδυτικές πολιτικές δυνάμεις, που το 2004 ανέβηκαν στον κυβερνητικό θώκο, ενισχύοντας τη σύνδεση των δύο πλευρών εις βάρος της Ρωσίας.

Από το 2004, όταν καταρτίστηκε η Πολιτική Ευρωπαϊκής Γειτονίας (European Neighbourhood Policy – ENP), με στόχο να εξειδικεύσει την προσέγγιση της ΕΕ με τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες και από το 2009 με την πραγματοποίηση της Ανατολικής Συνεργασίας (Eastern Partnership), οι σχέσεις σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο μεταξύ της ΕΕ και της Ουκρανίας ενισχύονται, ιδιαίτερα μετά την «Πορτοκαλί Επανάσταση» του 2004-2005 και την ανάδειξη του Γιουστσένκο στην ηγεσία του κράτους.

Η επιστροφή του φιλο-ρώσου πολιτικού Γιανουκόβιτς το 2010 στην κυβέρνηση, η φυλάκιση της προέδρου της απερχόμενης κυβέρνησης, Τιμοσένκο, με κατηγορίες για κατάχρηση εξουσίας και οικονομικά σκάνδαλα και η προσπάθεια απομάκρυνσης από την ΕΕ, ήταν η αρχή της ουκρανικής κρίσης. Στις 21 Νοεμβρίου 2013, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την παύση του εμπορίου με την ΕΕ και την αναζωογόνηση των σχέσεών της με τη Ρωσία, ενώ στη Σύνοδο της ΕΕ στο Βίλνιους μία εβδομάδα μετά, με θέμα την υπογραφή της Ανατολικής Συνεργασίας, ο Γιανουκόβιτς υπαναχώρησε την τελευταία στιγμή, λόγω πιέσεων από τη ρωσική πλευρά. Σε αντάλλαγμα, η Ρωσία αγόρασε κρατικό χρέος της Ουκρανίας ύψους 15 δις. Ακολούθησαν τα γεγονότα που καταγράφονται ως «Εξέγερση του Ευρωμαϊντάν», όπου αντιπαρατέθηκαν με όρους οδομαχιών τα δύο στρατόπεδα, με εκατέρωθεν μετακινήσεις οπλισμού στις φίλιες ομάδες – πράξη που μέχρι σήμερα συνεχίζεται – και η ένταξη της Κριμαίας, με τις σημαντικότατες για τη Ρωσία στρατιωτικές βάσεις στη Σεβαστούπολη, στη ρωσική επικράτεια, κατόπιν δημοψηφίσματος.

Η Ρωσία, γνωρίζοντας ότι υστερεί της ΕΕ σε οικονομική ισχύ, ακολούθησε άλλη τακτική προβολής ισχύος στην Ουκρανία, συνδυάζοντας επί μακρόν την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας – και κατ’ επέκτασιν και της ΕΕ, αφού η Ουκρανία αποτελεί δίαυλο ρωσικού φυσικού αερίου προς κραταιές βιομηχανικές ζώνες της Κεντρικής Ευρώπης – με τη χρήση του πολιτισμικού, γλωσσικού και ιστορικού συνδέσμου μεταξύ των δύο χωρών, δημιουργώντας ενεργούς θύλακες συμφερόντων της στην Ουκρανία, χρησιμοποιώντας και την πρακτική της «διαβατηριοποίησης», αλλά και την ίδρυση – στήριξη ΜΚΟ προώθησης της ρωσικής γλώσσας και πολιτισμού.

Με βάση τη στατική υπηρεσία του κράτους, το 17,3% των κατοίκων της Ουκρανίας είναι Ρώσοι πολίτες με καθεστώς μειονότητας, ενώ ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό της τάξης του 14,8% των Ουκρανών πολιτών επιλέγουν τη ρωσική γλώσσα ως μητρική. Ταυτόχρονα, μεγάλο ποσοστό Ουκρανών παρουσιάζουν διγλωσσία σε Ουκρανική Ρωσική με υψηλό βαθμό κατανόησης και χρήσης και των δύο γλωσσών. Τα ποσοστά αυτά εκτινάσσονται βαίνοντας ανατολικότερα, στο Ντονμπάς, την Κριμαία και αλλού. Τέλος, όπλο στα χέρια της Ρωσίας αποτέλεσε και η θέαση που έχουν για εκείνη οι Ουκρανοί πολίτες που συνδέθηκαν με το κομμουνιστικό της παρελθόν.

Έκτοτε, παρότι σε καθεστώς ανακωχής, δεν λείπουν ούτε οι μικρότερες συγκρούσεις, ούτε οι προετοιμασίες μεγαλύτερων συγκρούσεων με εκατέρωθεν εξοπλισμούς, στρατιωτικές ασκήσεις που προσομοιάζουν σε συνθήκες κανονικής σύρραξης ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, αλλά και μεταφορά στρατευμάτων στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα. Πρέπει να θεωρείται δεδομένος ο βαθύς διχασμός της ουκρανικής κοινωνίας μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ – ΕΕ, γεγονός που προκαλεί ενδιαφέρουσες και αντιφατικές τάσεις.

Nullasalusbello (Στον πόλεμο

τίποτα δεν είναι ασφαλές)

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η διαμάχη αυτή διεξάγεται πρώτα και κύρια στο εσωτερικό της Ουκρανίας και όχι μόνο μεταξύ των δύο στρατοπέδων. H δυναμική των εξελίξεων είναι τέτοια, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη, η οποία φαινομενικά ευνοεί το Δυτικό στρατόπεδο. Μέχρι στιγμής, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ επιδεικνύουν μεγαλύτερη συνοχή σε σχέση με την κρίση του 2013/14, εντούτοις, το κουβάρι περιπλέκεται με τις διμερείς σχέσεις μεμονωμένων κρατών με τη Ρωσία και τις ευρύτερες γεωπολιτικές φιλοδοξίες τους.

Το ΝΑΤΟ στηρίζει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για την ένταξη της Ουκρανίας στη δομή της συμμαχίας. Δεν έχει περάσει καιρός από τη δήλωση του κ. Ζελένσκι πως «μόνο οι μεταρρυθμίσεις δεν θα σταματήσουν τη Ρωσία… Η ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ είναι η μοναδική οδός για τον τερματισμό του πολέμου στο Ντονμπάς». Ταυτόχρονα, την εξοπλίζει και με οπλισμό. Από την άλλη, η εμβληματική άσκηση “Defender Europe 2021», όπου κομβικό ρόλο έχουν οι στρατιωτικές και πολιτικές υποδομές της Αλεξανδρούπολης, στόχο έχει να ασκήσει «πίεση» προς τη ρωσική πλευρά. Την καταγγέλλει επίσης για τη στρατιωτικοποίηση των αυτονομιστών του Ντονμπάς, αλλά και τη μετακίνηση στρατευμάτων στα σύνορα με την Ουκρανία.

Η αφοσίωση των συμμάχων στην «υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας» έναντι της Ρωσίας δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, καθώς το παιχνίδι είναι ευρύτερο και επιδρά σε γεωγραφικές περιοχές, επί των οποίων εγείρονται αντιτιθέμενες διεκδικήσεις μεταξύ χωρών του ΝΑΤΟ.

Το ερωτηματικό της

τουρκικής ημισελήνου

Η Τουρκία τηρεί μία επαμφοτερίζουσα στάση μεταξύ ΝΑΤΟ – ΕΕ και Ρωσίας, εξυπηρετώντας και θίγοντας ταυτόχρονα και τις δύο πλευρές. Ωστόσο, το καθοριστικό στοιχείο στις επιλογές της είναι η ιδιότητα του μέλους του ΝΑΤΟ, που δεν φαίνεται πρόθυμη να εγκαταλείψει, παρά τις δοκιμασίες της σχέσης αυτής. Πρόσφατα, με τη συνάντηση Ερντογάν – Ζελένσκι, οριστικοποιήθηκε η πώληση τουρκικών όπλων στην Ουκρανία και δόθηκε σαφής διαβεβαίωση πως η Τουρκία σέβεται την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, καθώς δεν θέλει «κλιμάκωση τηςέντασης στην κοινή γεωγραφική περιοχή», όπου ετοιμάζει γεωτρήσεις. Ταυτόχρονα, όπως συνηθίζει, αξιοποιεί την μουσουλμανικής θρησκείας τουρκογενή μειονότητα των Τατάρων της Κριμαίας, για να αποκτήσει θύλακες στα εδάφη της, που αποτελούν το 12% του πληθυσμού.

Η ανακοίνωση της υλοποίησης της διώρυγας της Κωνσταντινούπολης αποτελεί μιαν ακόμη εξαιρετική υπηρεσία της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, που θα μπορεί πλέον παρακάμπτοντας τους περιορισμούς της Συνθήκης του Μοντρέ να μεταφέρει πολεμικά πλοία στη Μαύρη Θάλασσα.

Πέραν της ποικιλότροπης στήριξης σε πρακτικά θέματα, η Τουρκία έχει θετική στάση για την προώθηση του σχεδίου ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ (Membership Action Plan - ΜΑΡ), κάτι που προσπαθεί να μπλοκάρει η Γερμανία, καθώς θα της δημιουργήσει τριβές με τη Ρωσία.

Είναι τέλος βάσιμο το σενάριο, η Τουρκία να χρησιμοποιήσει τη βοήθεια που προσφέρει στην Ουκρανία, ως διαπραγματευτικό χαρτί προς τους ΝΑΤΟϊκούς και Ευρωπαίους, για να εξυπηρετήσουν τις θέσεις της όχι μόνο στη Συρία, αλλά και στο Κυπριακό, όπου απεργάζεται την κατοχύρωση της διχοτόμησης και τη δημιουργία δύο κρατών, κρίνοντας και από την αδιάλλακτη στάση που τήρησε στις άτυπες συναντήσεις των 5+1 υπό τον κ. Αντόνιο Γκουτέρες.

Με τέτοιου είδους κινήσεις, η Τουρκία ξεδιπλώνει ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό σχέδιο, ώστε να επιβάλει στο ΝΑΤΟ, την ΕΕ αλλά και την Ρωσία, να υιοθετήσουν τη δική της αντίληψη για τη θέση της στον σύγχρονο κόσμο. Να εμπεδώσουν τη γεωπολιτική της αξία, και εν τέλει να καταλήξουν να της «κάνουν τα χατίρια». Μία τέτοια ακροβασία, πάντως, έχει όρια. Η εμπλοκή σε πολλά μέτωπα υποδηλώνει από τη μία την ισχύ της σύγχρονης Τουρκίας, αλλά δημιουργεί και δύο ενδεχόμενα, που αναδεικνύονται σε αχίλλειο πτέρνα.

Το ένα είναι η υπερεξάπλωση (overexpansion) σε πολλά διαφορετικά μέτωπα (Αιγαίο, Κύπρος, Λιβύη, Συρία, Ουκρανία, Ναγκόρνο – Καραμπάχ, Ανατολική Μεσόγειος) που εν τέλει δύσκολα θα μπορεί να υπερασπιστεί και θα τραπεί σε αναδίπλωση. Το έχουμε ξαναδεί με την πρώην Βρετανική Αυτοκρατορία. Το δεύτερο είναι η δημιουργία ισχυρών φίλων – εχθρών (frenemies, όπως αναγράφεται συχνά στη ξένη βιβλιογραφία), που για να αποφύγουν τις πολλές επιπλοκές, μπορεί να παραμερίσουν προσωρινά τις διαφορές τους για να την «επαναφέρουν στην τάξη».

Πάντως, στην παρούσα φάση, ΕΕ και ΝΑΤΟ μοιάζουν στριμωγμένοι, γιατί ξέρουν πως η Τουρκία δεν υποχωρεί στο θέμα της Κύπρου και δεν θα διστάσει να κάνει τα απαραίτητα για να επιβάλει τη θέση της. Αγγλία, ΕΕ ακόμη και το ΝΑΤΟ θα επιδιώξουν να πάρουν αυτό που θέλουν από την Κύπρο και δεν θα πρέπει να αναμένεται ότι θα τεντώσουν το σκοινί, διακινδυνεύοντας να δώσουν στην Άγκυρα ευκαιρία να τινάξει στον αέρα την ΝΑ πτέρυγα του ΝΑΤΟ.

Τέλος, ενδιαφέρον έχει η συζήτηση που άνοιξε στο εσωτερικό της Τουρκίας γύρω από το «Ποια Κυβέρνηση – Με ποιους Συμμάχους». Χρειάζεται όμως προσοχή. Δεν είναι η αντίθεση του αντιπολιτευόμενου κατεστημένου με την Υψηλή Στρατηγική του Δόγματος Νταβούτογλου και των σύγχρονων εκφάνσεών του («Σύνορα της Καρδιάς μας», «Γαλάζια Πατρίδα», «Τουρκία – Αζερμπαϊτζάν, δύο κράτη, ένα έθνος, μία θρησκεία» κ.λπ). Σε αυτά τα ερωτήματα, συγκρούονται μεν οι λεγόμενοι «Ευρασιατιστές» με τους παραδοσιακούς «Δυτικούς», αλλά δεν πρέπει να ξεγελά κανέναν. Κανείς εκ των δύο δεν αμφισβητεί το ποια θέλουν να είναι η… «Ιθάκη».

Sivispacem, parabellum

(Αυτός που θέλει την ειρήνη,

προετοιμάζεται για πόλεμο)

Η έκρηξη που προμηνύεται στην Ουκρανία ενδέχεται να επιδράσει και στην Ανατολική Μεσόγειο, ακριβώς λόγω της πρακτικής της Τουρκίας να εξυπηρετεί αλλά και να θίγει πολλά αντιτιθέμενα συμφέροντα προκειμένου να εξυπηρετήσει τα δικά της. Αμελητέος δεν είναι και ο ρόλος της Ελλάδας, που ως ένα συνεπές στις υποχρεώσεις του μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, συμβάλλει σημαντικά στα σχέδια ενάντια στη Ρωσία. Έτσι, δεν θα προκαλούσε έκπληξη αν η Ελλάδα βρισκόταν ψηλά στη λίστα των κρατών – στόχων της Μόσχας, διόλου απίθανα μάλιστα σε συνέργεια με την Τουρκία, προς μία αμοιβαία επωφελή μοιρασιά του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου.

Μέχρι στιγμής, δεν διαφαίνεται μία στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, χωρίς να αποκλείονται επιμέρους συγκρούσεις, ίσως και μικρής έκτασης θερμό επεισόδιο προς ενίσχυση των τουρκικών απαιτήσεων. Μία γενικευμένη σύρραξη θα ήταν αποτέλεσμα βαθύτερων διχασμών εντός του ΝΑΤΟ, πολύ ευρύτερων από τα ελληνοτουρκικά θέματα. Πρόκειται για υπαρκτό σενάριο, ωστόσο δεν φαίνεται να είμαστε κοντά. Όσο εκκρεμούν οι οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, κανείς δεν θέλει ανεξέλεγκτη αύξηση των εντάσεων, καθώς έτσι αποθαρρύνονται οι επενδυτές. Ποιος θα ρισκάρει τις επενδύσεις του σε μία περίοδο τόσο κρίσιμη όσο η σημερινή για αμφισβητούμενες περιοχές;

Ως εκ τούτου, τόσο η Ελλάδα, όσο και η Κύπρος, θα χρειαστεί να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους, όχι στον σημερινό, αλλά στον κόσμο που προβάλλει μέσα από ένα σύνολο τάσεων και εξελίξεων, χωρίς να πατούν σε δύο (ή και περισσότερες) βάρκες. Το δέον θα ήταν να παραμεριστούν οι συναισθηματισμοι και οι προκαταλήψεις – συμπλέγματα που βαραίνουν ηθελημένα ή άθελα τη σκέψη και να προχωρήσουν μπροστά, έχοντας συναίσθηση ότι «Εθνικό είναι το αληθές».

*Μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Σπουδών, ειδικός σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας και ασφάλειας