Αναλύσεις

Η διαχρονική προσφορά της Βουλής των Αντιπροσώπων

vunnamed.jpg

Μια των διακρινομένων εξουσιών που η σύνθεσή της, για ό,τι αφορά την εκάστοτε θητεία της, προκύπτει από εκλογή απ’ ευθείας από τον κυρίαρχο λαό, είναι η Βουλή των Αντιπροσώπων. Είναι το όργανο εκείνο που η ύπαρξή του καθιέρωνε κατά το Σύνταγμα στο επίπεδο αντιπροσώπευσης του λαού, το ενιαίο Κράτος. Αντίθετα ο δικοινοτικός χαρακτήρας προκύπτει με την ύπαρξη των δύο ξεχωριστών Κοινοτικών Συνελεύσεων, όπου η κάθε μια απαρτίζετο αποκλειστικά από Ελληνοκύπριους και αντίστοιχα Τουρκοκύπριους. Στην πολιτική ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας προκύπτει σε επίπεδο Βουλής ότι είναι ο κατ’ εξοχήν δημοκρατικός θεσμός που έπρεπε και πρέπει να λειτουργεί με συνυπολογισμό της κοινής ευθύνης έναντι των εκλογέων. Κοινή ευθύνη και δράση από το γεγονός ότι, τα πλείστα νομοθετήματα έχουν ομόφωνη έγκριση ή μεγάλη υπέρ αυτών πλειοψηφία. Βέβαια πολλές φορές συνέτρεξαν αντιπαραθέσεις που οφείλοντο κύρια σε μικροκομματική διάθεση ή σκοπιμότητες. Όμως δεν έμελλε να αφεθεί η Βουλή να λειτουργήσει προς όφελος του Κράτους και του λαού, γιατί άλλα ήσαν και συνεχίζουν να είναι τα επεκτατικά σχέδια της Τουρκίας.

Το βέβαιο είναι ότι ουδείς μπορεί να διαγράψει το μέγιστο σε σημασία επίτευγμα της Βουλής που πέτυχε Νομοθετικά τη διάσωση της λειτουργίας των θεσμών και των οργάνων που προβλέπει το Σύνταγμα. Η Βουλή, λοιπόν, διέσωσε την ύπαρξη και λειτουργία του Κράτους με την ψήφιση σειράς Νόμων που εισήγαγαν το Δίκαιο της Ανάγκης. Πρωτοβουλία εξαίρετη που προέκυψε με αφετηρία το 1963-1964, όταν υπήρξε, μεθοδευμένα, η Τουρκανταρσία κατά του Νόμιμου Κράτους που εκδηλώθηκε με την εγκατάλειψη όλων των θεσμικών και άλλων θέσεων που εκ του Συντάγματος ανήκαν και κατέχοντο μέχρι τότε, από Τουρκοκύπριους. Ήταν η πρώτη προσπάθεια της Τουρκίας για να καταρρεύσει η Κυπριακή Δημοκρατία. Πλην όμως απέτυχε ο στόχος αυτός τότε, οπότε η Χούντα των Αθηνών το 1974 προκάλεσε με το πραξικόπημα την παράνομη εισβολή, κατοχή και εποικισμό και όσα παρεπόμενα δυσμενέστατα συντρέχουν μέχρι σήμερα, κύρια λόγω της υποχωρητικής στάσης της πολιτικής μας εξουσίας.

Δίκαιο της ανάγκης που οδήγησε την ίδια τη Βουλή στο τολμηρό διάβημα να «ψηφίσει» η ίδια παράταση της δικής της θητείας αλλά και του Προέδρου της Δημοκρατίας (1965). Μάλιστα αυτό ενώ έπρεπε πρόσθετα να αντιμετωπίσει, τότε, και την απόφαση της Κοινοτικής Ελληνικής Συνέλευσης για την αυτοκατάργησή της (δείγμα διαφωνίας κατά της δικοινοτικής σύνθεσης του Κράτους). Οπότε και η νομοθετική έμπνευση για τη δημιουργία του Υπουργείου Παιδείας ως ενός, πέραν των προβλεπόμενων από το Σύνταγμα, Υπουργείου στο οποίο και μετέφερε η Βουλή το μεγαλύτερο μέρος των αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης. Νόμος που επιβεβαίωσε την επιθυμία για προβολή της ανάγκης να καταστεί η Κύπρος ένα κανονικό και πλήρως δημοκρατικό Κράτος Δικαίου. Είναι δε η Βουλή που αποφάσισε επίσης σειρά τροποποιήσεων του Συντάγματος που ήσαν αναγκαίες για την πλήρη ένταξη της Κύπρου και τη λειτουργία της ως Κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια των οποίων ήταν και ο Νόμος που κατέστησε ως υπέρτερο του Συντάγματός μας, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μια Βουλή που είχε το θάρρος και το υψηλό αίσθημα δικαίου ώστε παγκοσμίως να καταστεί μια από τις πρώτες που καταδίκασε τη γενοκτονία που η Τουρκία εφάρμοσε κατά των Αρμενίων. Μια Βουλή που χρωστά όμως ανάλογη απόφαση καταδίκης και της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Όμως ήταν και το θεσμικό εκείνο όργανο που, κατά πλειοψηφία των δύο μεγάλων κυπριακών κομμάτων, αποπειράθηκε διά Νόμου να εξαναγκάσει τον τότε (1985) Πρόεδρο, αείμνηστο Σπύρο Κυπριανού, να ενεργήσει κατά τις επιθυμίες της. Η Αναφορά που έγινε τότε στο Ανώτατο Δικαστήριο από τον Πρόεδρο οδήγησε στο να θεωρηθεί από το Δικαστήριο αντισυνταγματική η ενέργεια αυτή της Βουλής. Απόφαση η οποία παράλληλα τόνισε ότι, η διαπραγμάτευση για επίλυση του Κυπριακού, ως αρμοδιότητα μη προβλεπόμενη από το Σύνταγμα, μπορούσε να ασκηθεί μεν από τον εκάστοτε εκλελεγμένο από τον λαό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά επίσης και από την ίδια τη Βουλή που είναι επίσης ένα αιρετό όργανο που εκπροσωπεί όλες τις πολιτικές τάσεις του λαού. Αρμοδιότητα που ουδέποτε όμως διεκδίκησε ή εφάρμοσε η Βουλή, ούτε και ως συμβουλευτική προς τον εκάστοτε Πρόεδρο, ενίσχυση.

Μια Βουλή η οποία αφέθηκε, δυστυχώς, να ολοκληρώσει τη θητεία της (2016-2021), με 55 βουλευτές γιατί υπήρξαν οι διαδοχικές δικαστικές αποφάσεις περί την κατανομή μιας βουλευτικής έδρας στη Λεμεσό. Βουλή, που στα τόσα χρόνια της ύπαρξής της δεν κατάφερε να επιλύσει το ζήτημα εάν είναι επιτρεπτή η δυνατότητα βουλευτή να διαφωνεί με το Κόμμα του και να δηλώνει ότι παραμένει εκτός κόμματος ανεξάρτητος βουλευτής ή ότι εντάσσεται σε άλλο Κόμμα. Δεν ρύθμισε τη δυνατότητα του ανακλητού αξιωμάτων του. Θέματα που θα μπορούσαν να ρυθμιστούν μέσα από μια συμφωνημένη κομματική δεοντολογία ή στον ίδιο τον περί Κομμάτων Νόμο ή ακόμη και ως ρύθμιση της λειτουργίας της Βουλής με Κανονισμούς ή με απλή απόφαση που να ρύθμιζε την εσωτερική λειτουργία της. Ιδιαίτερα αφού υπάρχει το προηγούμενο η ίδια η Βουλή να έχει αποφασίσει ότι, σε περίπτωση κωλύματος του Προέδρου της Βουλής, τον αναπληροί, όχι ο αρχαιότερος σε ηλικία βουλευτής ως το Σύνταγμα προβλέπει, αλλά αυτός που όρισε με απόφασή της η ίδια η Βουλή. Δικαίωμα της Βουλής που έκρινε κατά πλειοψηφία το Ανώτατο Δικαστήριο ως Συνταγματικά επιτρεπτή ενέργεια.

Πολλές φορές η όποια κατά το Σύνταγμα διαφωνία Προέδρου με νομοθέτημα της Βουλής οδήγησε σε αντιπαράθεση νομικής φύσης, με δικαίωμα ή καθήκον επίλυσης που είχε η τρίτη, ανεξάρτητη και διακρινόμενη δικαστική εξουσία. Ένα προηγούμενο σπάνιο αρχικά, που όμως απέκτησε μια όλο και αυξανόμενη αριθμητική σειρά δικαστικών διαφορών περί τη συνταγματικότητα νομοθετημάτων που ο Πρόεδρος αναφέρει προς επίλυση στο Ανώτατο Δικαστήριο. Κατάσταση που θυμίζει και εξελίσσεται στην αντίληψη ότι, η κάθε δικαστική επίλυση διαμορφώνει όλο και πιο έντονα την έννοια του «Κράτους των Δικαστών».

Η Εκτελεστική Εξουσία, με Νομοσχέδια αλλά και η ίδια η Βουλή, με δική της νομοθετική πρωτοβουλία απέτυχαν στην ανάγκη αναμόρφωσης του Κράτους και των λειτουργιών του, ώστε να είναι πραγματικά Κράτος δικαίου, με σεβασμό στις ανάγκες του απλού πολίτη. Ας μη διαφύγει της προσοχής ότι από την ίδρυση του Κράτους, δεν ψηφίστηκε Νόμος που να προβλέπει πως θα εφαρμοστεί η πρόνοια του Άρθρου 150 του Συντάγματος που προβλέπει τιμωρία κάθε οργάνου που περιφρονεί και δεν εφαρμόζει δικαστική ακυρωτική απόφαση. Κύρια η Βουλή ανέχθηκε και ενίοτε συντέλεσε στην παγίωση, αντί στην εξάλειψη, της διαπλοκής, όπως για παράδειγμα ο Νόμος περί Εφόρου όπου η ίδια η Βουλή γνωρίζοντας ότι η καθιέρωση εξουσίας υπέρ του Υπουργικού να διορίζει στη θέση αυτή, κατά αδιαφανή και άγνωστη διαδικασία, χωρίς προκήρυξη για να υπάρξουν πολλοί προσοντούχοι ενδιαφερόμενοι, ήταν αντισυνταγματική, αφού η στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΔΥ.

Προφανώς υπάρχουν και άλλα, πολλά επιτεύγματα ως και αποτυχίες της Βουλής για τον μελλοντικό μελετητή. Ας ελπίσουμε ότι, μετεκλογικά, η Βουλή θα καταδείξει με τη σοφία που πρέπει να διακατέχει τους αντιπροσώπους του λαού και τη συσσωρευμένη πείρα τόσων ετών, ότι θα αποφύγει λάθη και παράλληλα να λάβει αποφάσεις, που να καταστούν τομές δικαίου, κατά τη χρηστή διοίκηση και τον σεβασμό προς τα δικαιώματα κάθε πολίτη, για ανάκτηση του κύρους και της σημασίας της Βουλής των Αντιπροσώπων αλλά και του ίδιου του Κράτους μας.