Αναλύσεις

Εγκαταλείπει πλήρως την περιοχή ο Μπάιντεν

Στρέφεται στην Ασία και προχωρεί σε οριστική ρήξη με την Τουρκία

Σε πλήρες τέλμα περιέρχονται οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας, αφότου ο Τζον Μπάιντεν ανέλαβε τη νέα διοίκηση. Μπορεί ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος να καθυστέρησε θεωρητικά να ανοίξει τα χαρτιά του, για το μέλλον στις σχέσεις των δύο χώρων, ασκώντας μέχρι και πολιτικό bullying στον Ταγίπ Ερντογάν -εν μέσω της μεταξύ τους αναμονής επικοινωνίας- εντούτοις τώρα κινείται με γοργούς ρυθμούς προς την οριστική ρήξη.

Μετά την αποπομπή της συμμετοχής της Τουρκίας από το πρόγραμμα των αμερικανικών μαχητικών F-35, τις κυρώσεις CAATSA, την οδηγία προς τους Αμερικανούς πολίτες να μην ταξιδεύουν στην Τουρκία εξαιτίας της πανδημίας, τη δίκη για την υπόθεση της Halkbank που ξεκινά εντός των ημερών, την ιστορική απόφαση αναγνώρισης της γενοκτονίας των Αρμενίων, τώρα η Ουάσιγκτον βάλλει κατά της Άγκυρας με νομοσχέδιο για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο φέρνει την Τουρκία προ των ευθυνών της.

Συγκεκριμένα, Δημοκρατικοί βουλευτές ζητούν οι ΗΠΑ να καταστήσουν υπεύθυνη την Τουρκία για τις παραβιάσεις των θρησκευτικών ελευθεριών με σαφή αναφορά στην κατάσταση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το νομοσχέδιο που εισήγαγαν οι βουλευτές Κάρολιν Μαλόνεϊ και Γκας Μπιλιράκης, οι οποίοι είναι και μέλη της Επιτροπής του Κογκρέσου για ελληνικά ζητήματα, ονομάζεται «Turkey and Ecumenical Patriarchate Religious Freedom Act of 2021» και ουσιαστικά ζητούν να σταματήσει η Τουρκία να δημιουργεί προβλήματα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, στους ελληνορθόδοξους χριστιανούς και σε άλλες θρησκευτικές μειονότητες.

Τα βλέμματα στη

συνάντηση του ΝΑΤΟ

Μεγάλης και καθοριστικής σημασίας θεωρείται η επικείμενη συνάντηση Μπάιντεν - Eρντογάν τον ερχόμενο μήνα, κατά τη σύνοδο του ΝΑΤΟ.

Αν και η στάση της Ουάσιγκτον προκαλεί ανησυχία, ωστόσο η «αμυντική» συμπεριφορά της Άγκυρας δεν αφήνει περιθώρια, ώστε οι δύο άντρες να μπουν σε συζητήσεις λύσεων ακραίας εμβέλειας, όπως το κλείσιμο αμερικανικών βάσεων.

Το κρίσιμο ζήτημα που θα απασχολήσει τους δύο Προέδρους, κατά την πρώτη τους συνάντηση, είναι αυτό των ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων S-400, με τη διαμηνύσασα θέση των ΗΠΑ, ότι δεν πρόκειται να παραμείνουν σε τουρκικό έδαφος.

Δεν αποκλείεται, όπως εκτιμάται, στον διάλογο Μπάιντεν - Ερντογάν να τεθεί και το θέμα της δίκης της τουρκικής Ηalkbank, η οποία κατηγορείται για παραβίαση του οικονομικού εμπάργκο στο Ιράν. Ένα κεφάλαιο που ανησυχεί ιδιαίτερα την Τουρκία, με ορατό τον κίνδυνο πρόκλησης μέγιστου οικονομικού πλήγματος, στην ήδη επιβαρυμένη τουρκική οικονομία.

Ανάγνωση των κινήσεων Μπάιντεν

Οι θέσεις Μπάιντεν (όπως για τους Κούρδους της Συρίας και του Ιράκ) αλλά και οι χειρισμοί του, τόσο σε επιχειρησιακό όσο και σε διπλωματικό επίπεδο, δείχνουν ξεκάθαρα μια προσπάθεια αναποκατάστατης ρήξης για τα επόμενα χρόνια με την Τουρκία.

Αναλυτές και πολιτικοί παρατηρητές διασύνδεουν τις εν λόγω κινήσεις με τον γεωπολιτικό σχεδιασμό της Αμερικής, γενικότερα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αναγιγνώσκουν, μάλιστα, ολοκληρωτική εγκατάλειψη της ηγεμονικής δράσης των ΗΠΑ στην περιοχή, με τον Μπάιντεν, όμως, να επιθυμεί αποκατάσταση διαρκούς σταθερότητας στην περιοχή. Οραματίζεται συνεργασία των χωρών για την επίλυση κοινών προκλήσεων, μέσα από μία ίση πολυμέρεια και αποτελεσματικών μηχανισμών για τον συντονισμό κοινών διεθνών δράσεων.

Ο Αμερικανός Πρόεδρος, ουσιαστικά, αποσκοπεί να φύγει από την περιοχή, χωρίς, όμως, να αφήσει περιθώρια για τη δημιουργία άλλης νέας ηγεμονίας.

Σίγουρα σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί το κενό που θα δημιουργηθεί να καλυφθεί είτε από Κίνα είτε από Ρωσία είτε από Τουρκία, αλλά να αναλάβουν τον ρόλο οι χώρες της περιοχής στο σύνολό τους.

Σε αυτό το πλαίσιο της στρατηγικής Μπάιντεν, άλλωστε, εντάσσεται και η προσπάθειά του για αναβίωση της συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν – τη συμφωνία μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων εγκατέλειψε ο τέως Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ το 2018, επαναφέροντας τις κυρώσεις σε βάρος τού Ιράν. Αν και οι διαβουλεύσεις για επιστροφή στη συμφωνία φαίνονται, επί του παρόντος, επίπονες και δύσκολες, εντούτοις εκτιμάται ότι δεν είναι ανέφικτη η επίτευξη της αναβίωσης. Και αυτό γιατί αναμένεται να έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν τα επόμενα χρόνια από τη μη επίτευξη της συμφωνίας. Όπως εκτροχιασμός των σχέσεων μεταξύ Ιράν και Ισραήλ, που πιθανόν να φέρει επανάληψη επιθέσεων στις εγκαταστάσεις πυρηνικών στο Ιράν, με πιθανότητα, στη συνέχεια, η χώρα να προβεί σε αντίποινα.

Η απόσυρση της Αμερικής, βέβαια, από τη Μέση Ανατολή, εκτιμάται ότι γίνεται ώστε ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν να επεκταθεί ευρύτερα στην περιοχή του Ινδικού και Ειρηνικού Ωκεανού. Ένα μήνυμα που έστειλε στο Πεκίνο με την ανάληψη των καθηκόντων του στην αμερικανική Κυβέρνηση. Υπενθυμίζεται ότι η πρώτη συνάντηση σε υψηλό επίπεδο μετά την αλλαγή σκυτάλης στην Ουάσιγκτον ήταν η κοινή επίσκεψη των Υπουργών Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν και Άμυνας Λόιντ Όστιν στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, ενώ στη συνέχεια ο Μπλίνκεν μετέβη στην Ινδία, και ο Όστιν στην Αλάσκα, όπου και συναντήθηκαν με κορυφαίους Κινέζους αξιωματούχους.

Είναι προφανές ότι επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής Μπάιντεν θα είναι η Ασία, υπό την ανησυχία της αυξανόμενης ισχύος της Κίνας τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό αλλά και σε στρατιωτικό πλέον επίπεδο.

Μεγάλο ερώτημα παραμένει ποια θα είναι η στάση που θα τηρήσει ο Τζον Μπάιντεν αναφορικά με την αναβαθμισμένη -όπως χαρακτηριζόταν τα προηγούμενα χρόνια- στρατηγική συνεργασία μεταξύ Κύπρου - ΗΠΑ και κυρίως πώς θα κινηθεί σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο σε σχέση με τις εξελίξεις στο Κυπριακό.