Ανθρώπινες Ιστορίες

Ο φτεροπόδαρος Σύνδεσμος της ΕΟΚΑ Πιτσιλιάς Σωκράτης Οικονόμου

Έμεινε πιστός στο όρκο του κι έφυγε πικραμένος για το κατάντημα της Κύπρου

Αναδιφώντας το φωτογραφικό ιστορικό μου αρχείο, βρήκα τη φωτογραφία του αείμνηστου αγωνιστή Σωκράτη Οικονόμου και δυο συνεντεύξεις που μου είχε δώσει ο εκλεκτός αγωνιστής. Μια για την προσφορά του στον αδικαίωτο Απελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ, και μια για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ανέλαβε να οδηγήσει τους αντάρτες της ομάδας τού Στυλιανού Λένα από τον Άη Μάμαντα στην Ποταμίτισσα. Της ομάδας που τελικά έπεσε σε στρατωτική ενέδρα έξω από την Ποταμίτισσα, με αποτέλεσμα τον τραγικό θάνατο του ήρωα Δημητράκη Χριστοδούλου από τη Δερύνεια.

Ο Σωκράτης Οικονόμου, που μας έφυγε πρόσφατα, καταγόταν από το Πελέντρι και ήταν γόνος της αγωνιστικής οικογένειας του Παπα-Χαράλαμπου και πρώτος ξάδερφος του ήρωα Σωτήρη Τσαγκάρη. Νεαρός νυμφεύτηκε στον γειτονικό ηρωοτόκο Άη Μάμαντα, όπου εγκαταστάθηκε και έκαμε οικογένεια. Η γυναίκα του ήταν γόνος της αγωνιστικής οικογένειας των Χατζηκωστήδων.

Προτού ακόμη αρχίσει ο Απελευθερωτικός Αγώνας της ΕΟΚΑ, ο Σωκράτης είχε μυηθεί στην Οργάνωση από τον θείο της γυναίκας του, Παπα-Μενέλαο Χατζηκωστή, κι όταν ακούστηκε το εγερτήριο σάλπισμα του Διγενή, την Πρωταπριλιά του 1955, ήταν έτοιμος να ριφθεί στον Αγώνα για τη λευτεριά της Κύπρου μας και την Ένωσή της με τη Μητέρα Ελλάδα. Είχε οδηγήσει, κάτω από αντίξοες και πολύ επικίνδυνες συνθήκες, τον Αυξεντίου και άλλους αντάρτες από τον Άη Μάμαντα στα γύρω χωριά. Είχε αναλάβει πολλές και επικίνδυνες αποστολές μεταφοράς και απόκρυψης οπλισμού. Συνεργάστηκε στενά με τον πρώτο τομεάρχη Πιτσιλιάς - Τροόδους, Ρένο Κυριακίδη - Ρωμανό, με τον διάδοχό του, Γρηγόρη Αυξεντίου - Ρήγα και τελευταία με τον Στυλιανό Λένα. Ήταν ο φτεροπόδαρος σύνδεσμος των γύρω χωριών.

Ο συνάδελφος Κωστής Χατζηκωστής του Παπα-Μελή, με τον οποίο συνεργάστηκε στενά, μου ανέφερε διάφορα περιστατικά της συνεργασίας τους. Το πιο ριψκίνδυνο και επικίνδυνο ήταν η μεταφορά ενός οπλοπολυβόλου «Τόμσον» από τη Λάνια στον Άη Μάμαντα. Αναφέρει ο Κωστής: «Στις 8 Σεπτεμβρίου 1956 ο υπεύθυνος του χωριού μας, μετέπειτα ήρωας Μιχάλης Κουκκής, μου ανέθεσε να πάω την επομένη στη Λάνια, στο σπίτι του Παναγιώτη Καραγιάννη, για να μεταφέρω ένα όπλο στον Άη Μάμαντα. Ο Παπα-Μελής -ο πατέρας μου-, που ήξερε πού θα πήγαινα και τι θα έκαμνα, μου είπε το πρωί που ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω: “Όλα αυτά δεν μπορείς να τα μεταφέρεις ξωχερίς. Πρέπει να πάρεις μαζί σου το κτηνό”. Μου έβαλε το δισάτσιν στο στρατούρι του γαδάρου κι από τη μια έβαλε ντομάτες κι από την άλλη κολοκύθια, μου έδωσε την ευχή του και ξεκίνησα με προορισμό το σπίτι του Πανίκου Καραγιάννη στη Λάνια. Μόλις έφτασα μπήκα στο ραφείο του, που ήταν στο ύψος του δρόμου. Το ζώο το πήρε στο ισόγειο ο αδελφός του Παναγιώτη, όπου ήταν κρυμμένο ένα ολοκαίνουργιο “Τόμσον’’ με 4-5 σφαιροθήκες. Ο Καραγιάννης, για να μην κινήσουν καμιά υποψία στους θαμώνες του καφενείου που ήταν απέναντι από το ραφείο, βγήκε μαζί μου στη βεράντα και προσποιήθηκε ότι μου έπαιρνε μέτρα».

Στη συνέχεια, ο Κωστής κατέβηκε στο ισόγειο και πήρε το ζώο με το “Τόμσον” και τις σφαιροθήκες του στο δισάκι. Μόλις πήρε τον δρόμο του γυρισμού, ο Κωστής αντιλήφθηκε ότι οι αγωνιστές της Λάνιας συναρμολόγησαν λανθασμένα το οπλοπολυβόλο και η κάννη του εξήχε του δισατσιού, οπότε ο Κωστής, όπως ήταν καβαλάρης, έβαλε τα πόδια προς την πλευρά που ήταν το «Τόμσον». Ενώ προχωρούσε συνάντησε στον δρόμο έναν ηλικιωμένο από τη Λάνια και τον ρώτησε τι πουλούσε: «Ντομάτες», του απάντησε κι έβγαλε από το δισάτσιν όλες τις ντομάτες που είχε και του τις έδωσε. «Μα είναι αζύγιστες, πόσο κάνουν;», τον ρώτησε. Κι ο Κωστής τού απάντησε. «Είναι οι τελευταίες, δεν θέλω χρήματα». Ο γέρος ευχαρίστησε και καληνύχτησε τον Κωστή, που βιαζόταν να φθάσει στο χωριό προτού νυχτώσει, διότι ο Σωκράτης τον περίμενε στ’ αμπέλι για να του παραδώσει το όπλο. Για κακή του τύχη, ενώ προχωρούσε είδε από μακριά τον χωριανό του τον Χριστοφή του Θωμά, που γύριζε από τ’ αμπέλι με τα ζώα του. Αναγκαστικά προχωρούσε αργά, για μην τον φτάσει. Βραδυπορώντας ο Κωστής για να μη φτάσει τον συγχωριανό του, είχε μιαν αναπάντεχη εφιαλτική συνάντηση. Σιγοβράδιαζε, όταν στην τοποθεσία Βούρλα τον ανέμενε μια αναπάντεχη εφιαλτική έκπληξη: Διέκρινε στο μισοσκόταδο μια ομάδα ένοπλων στρατιωτών να βαδίζει προς το μέρος του. «Τωρά επιάσαν μας, δεν μας γλιτώνει τίποτε», είπε μέσα του ο Κωστής και προχωρούσε προς τους στρατιώτες. Με την καρδιά του να κτυπά δυνατά και την αγωνία του στα ύψη προχώρησε ο Κωστής, συναντήθηκε με τους στρατιώτες, τους χαιρέτησε ευγενικά κι εκείνοι του ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό απομακρυνόμενοι, χωρίς να τον ρωτήσουν ποιος είναι, από πού έρχεται και πού πάει.

Στο μεταξύ, ο Σωκράτης που τον ανέμενε στ’ αμπέλι αγωνιούσε, διότι καθυστερούσε ο Κωστής και, για να είναι δικαιολογημένη η εκεί παρουσία του, προσποιείτο ότι τρυγούσε. Όταν, επιτέλους, έφτασε ο Κωστής, ο Σωκράτης, που είχε τρυγίσει τέσσερα καλάθια σταφύλι, του είπε: «Άτε, ρε Κωστή, τζιαι χαζίριν να τρυγίσω τ’ αμπέλι».

Η πιο συγκλονιστική πτυχή της αγωνιστικής δράσης του Σωκράτη Οικονόμου ήταν εκείνη της συνοδείας των τεσσάρρων ανταρτών της ομάδας Λένα, Ευαγόρα Παπαχριστοφόρου, Μιχαήλ Ασσιώτη, Δημητράκη Χριστοδούλου και Κυριάκου Χριστοφόρου, από τον Άη Μάμαντα στην Ποταμίτισσα, την ημέρα της τριπλής θυσίας του Στυλιανού Λένα, του Σωτήρη Τσαγκάρη και του Δημητράκη Χριστοδούλου. Στη συνέντευξή του εκείνη ο αείμνηστος αγωνιστής μού περιέγραψε με βαθιά συγκίνηση τις στιγμές που έζησε από την ώρα που ο αγωνιστής δασοφύλακας Γιαρίγκος από τη Γεράσα τού πήρε επιστολή από τον υπεύθυνο της ΕΟΚΑ του χωριού του για να την προωθήσει στον Λένα. Ας παρακολουθήσουμε αποσπάσματα της συνέντευξης εκείνης:

«Ήμουν στο αμπέλι και όργωνα όταν ήρθε ο Γιαρίγκος ο δασοφύλακας από τη Γεράσα και μου έφερε μια επιστολή για να πάει επείγον στον "Mάστρο", δηλαδή, τον Αυξεντίου. Εγώ προσποιήθηκα ότι δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε και δεν ήξερα κανέναν "Μάστρο". Εκείνος επέμενε ότι ήξερα, διότι, όπως μού είπε, οι άνθρωποι που του έδωσαν την επιστολή ήταν σοβαροί και ήξεραν τι έλεγαν. Με χαιρέτησε κι έφυγε. Άφησα κι εγώ το όργωμα και τράβηξα κατά το Πελέντρι, όπου βρήκα τον αδερφό μου τον Ευαγόρα, που ήταν πιο νέος και σβέλτος από μένα για να πάρει εκείνος την επιστολή στην Ποταμίτισσα. Επειδή η επιστολή έπρεπε να πάει το ταχύτερο δυνατό, υπέδειξα στον Ευαγόρα να πάει στην Ποταμίτισσα από το πιο σύντομο μονοπάτι και να μου φέρει απάντηση όσο το δυνατόν πιο γρήγορα μπορούσε. Πήγε ο Ευαγόρας χωρίς κανένα εμπόδιο. Και χωρίς να γίνει αντιληπτός τράβηξε στο σπίτι του κουμπάρου μου του Σωκράτη. Επικοινώνησε με τον Λένα και έφερε απάντηση, αλλά στο μεταξύ οι στρατιώτες είχαν κατακλύσει το Πελέντρι. Ένας μασκοφόρος από τον Κάτω Αμίαντο είχε οδηγήσει στρατιώτες στο σπίτι της αδερφής μου Ελένης και άρχισαν να το ερευνούν. Εντόπισαν το κρησφύγετο που είχε μέσα και άρχισαν να το ερευνούν και να την ανακρίνουν. Εκείνη, αντί να απάντησει στις ερωτήσεις που της υπέβαλλαν, όρμησε εναντίον του προδότη και του έβγαλε τη μάσκα. Λυσσασμένοι στρατιώτες την έσπρωξαν βίαια, την χτύπησαν, την έριξαν κάτω στο πάτωμα και την ρωτούσαν συνέχεια πού είναι ο άντρας της. Τους απαντούσε πως δεν ήξερε. Ο γαμπρός μου ο Χαράλαμπος Ζένιος απουσίαζε. Εκείνην την ώρα γύριζε από τον Κακόγυρο των Φυλάγρων, όπου είχε στήσει ενέδρα με τον Παναγιώτη Αριστείδου και τον Ανδρέα Τσαγκάρη- Καπιτανή, αδελφό του ήρωα Σωτήρη Τσαγκάρη, που σε λίγη ώρα θα έπεφτε από βρετανικές σφαίρες, ενώ οδηγούσε τον Παναγιώτη Αριστείδου έξω από το Πελέντρι…»

Η σύλληψη του γαμπρού του

- Πώς συνέλαβαν τον γαμπρό σου;

- Αφού ερεύνησαν το σπίτι, το έκαναν άνω-κάτω αλλά δεν βρήκαν τίποτε και έφυγαν. Αμέσως μετά έφυγε και η αδερφή μου και πήγε στο διπλανό σπίτι του πατέρα μου, αφού πρώτα έσβησε το φως και άφησε την πόρτα ανοιχτή, για να καταλάβει ο γαμπρός μου, όταν θα γύριζε, ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Ανυποψίαστος ο γαμπρός μου, που συνοδευόταν από τον Παναγιώτη Αριστείδου,πήγαινε στο σπίτι. Μόλις έφθασε, αντιλήφθηκε ότι όλα ήταν θεοσκότεινα και η πόρτα ανοιχτή. Κάτι υποψιάστηκε, αλλά πού να ’ξερε ότι ερευνήθηκε το σπίτι του, εντοπίστηκε το κρησφύγετο που ήταν μέσα και ότι τον αναζητούσαν οι Εγγλέζοι. Ούτε ήξερε τι έγινε με τη γυναίκα του, την αδερφή μου. Κι ενώ πλησίαζε με προσοχή την ανοιχτή η πόρτα, ένας στρατιώτης που είχε κάτι ξεχάσει στο σπίτι και γύρισε να το πάρει, βρήκε το γαμπρό μου εκεί άοπλο. Κάλεσε αμέσως ενισχύσεις και τον συνέλαβαν.

- Εσύ που ήσουν την ώρα εκείνη, κύριε Σωκράτη;

- Εγώ, μετά την αναχώρηση του αδερφού μου από την Ποταμίτισσα, πήγα και είδα μερικούς συγγενείς και στη συνέχεια κάθισα στο καφενείο ανίδεος των όσων είχαν συμβεί με την αδερφή μου, τις έρευνες στο σπίτι της και τη σύλληψη του γαμπρού μου. Εκεί στο καφενείο άκουσα να λένε ότι πήγαν στρατιώτες το σπίτι του Παπα-Χαράλαμπου, του πατέρα μου, που ήταν δίπλα εκείνου της αδερφής μου. Αμέσως έτρεξα στο μονοπάτι της Ποταμίτισσας για να προλάβω τον αδερφό μου προτού έρθει στο Πελέντρι.Είχαμε συνεννοηθεί να βγω έξω από το χωριό και να συναντηθούμε σε συγκεκριμένο σημείο προκαθορισμένη ώρα. Ευτυχώς, τον πρόλαβα. Μου έφερε την απάντηση του Λένα και από εκεί που ήμασταν, βλέπαμε τις κινήσεις των στρατιωτών μέσα στο Πελέντρι, αλλά δεν ξέραμε τι ακριβώς γινόταν. Ούτε για την κακοποίηση της αδερφής μου ούτε για τη σύλληψη του γαμπρού μου. Και επειδή παρατηρήθηκαν κινήσεις στρατιωτών στο Πελέντρι, αλλά δεν ξέραμε τι γινόταν, πήγαμε πίσω στην Ποταμίτισσα και διανυκτερεύσαμε στο σπίτι του συναγωνιστή και κουμπάρου μας Σωκράτη Τσαγκάρη. Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί ο αδερφός μου τράβηξε για το Πελέντρι και εγώ για τον Άη Μάμαντα. Πήγα να τελειώσω το όργωμα του αμπελιού, που το είχα αφήσει μισοτελειωμένο και να μεταφέρω στον Παπαχριστοφόρου την απάντηση του Λένα.

- Δεν συνάντησες στρατό πηγαίνοντας προς τον Άη Μάμαντα;

- Ευτυχώς, πήγα χωρίς κανένα εμπόδιο στο αμπέλι, όπου συνέχισα το όργωμα που είχα αφήσει μισοτελειωμένο την προηγούμενη μέρα. Μόλις τέλειωσα, γύρισα κατάκοπος και νηστικός στο σπίτι. Είπα στη γυναίκα μου να μου ετοιμάσει φαγητό και πήγα στη σκάλα να ανέβω στ' ανώγι για να ξαπλώσω και να ξεκουραστώ μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό. Ενώ ανέβαινα τη σκάλα, μου είπε η γυναίκα μου ότι, πριν από λίγη ώρα, είχε έρθει ένας ψηλός, μαυριδερός και με ζητούσε. Εκείνη τη στιγμή βλέπω από τη σκάλα που στεκόμουν να έρχεται ο Δημητράκης Χριστοδούλου, ο αντάρτης από τη Δερύνεια. Κατέβηκα, του άνοιξα την πόρτα και τον ρώτησα τι συμβαίνει .

- Τι σού είπε;

- Μού είπε ό,τι και ο Γιαρίγκος, ότι, δηλαδή, προδόθηκε το κρησφύγετο όπου έμεναν στη Γεράσα και γύρισαν πίσω στον Άη Μάμαντα, για να προχωρήσουν στο Πελέντρι και από εκεί στην Κυπερούντα. Τον ρώτησα πού είναι οι άλλοι και μου είπε είναι έξω από το χωριό, κάτω από μια ελιά. Ξεκινήσαμε προς το μέρος όπου ήταν οι άλλοι και κατά σύμπτωση ήταν το χωράφι μου. Βρήκαμε τον Ευαγόρα Παπαχριστοφόρου, τον Μιχάλη Ασσιώτη και τον Κυριάκο Χριστοφόρου. Τους είπα να μην πάνε στο Πελέντρι και την Κυπερούντα γιατί υπήρξε μεγάλος κίνδυνος τα χωριά αυτά να είναι μπλοκαρισμένα από τον στρατό, όπως και ήταν. Αντί στο Πελέντρι, τους είπα να πάμε στην Ποταμίτισσα, όπου δεν υπήρχε στρατός, διότι ήμουν και εγώ εκεί. Έτσι και έγινε.

- Δηλαδή;

- Ξεκινήσαμε για την Ποταμίτισσα και δεν συναντήσαμε στρατό, ούτε ύποπτες κινήσεις. Δύο περίπου χιλιόμετρα έξω από το χωριό τούς είπα να μείνουν κρυμμένοι κάτω από τα πεύκα και προχώρησα μόνος στο χωριό. Βρήκα τον κουμπάρο μου τον Σωκράτη Τσαγκάρη και συμφωνήσαμε να έρθει μαζί μου να του δείξω πού είναι οι αγωνιστές. Η γυναίκα του Σωκράτη ετοίμασε πρόχειρη τροφή και μία μπουκάλα κρασί και ξεκινήσαμε. Όταν φτάσαμε εκεί όπου κρύβονταν οι αντάρτες, ο Δημητράκης κοιμόταν στον ήλιο ανάμεσα σε δύο πέτρες. Ξύπνησε και μας είπε ότι ο ύπνος του στον ήλιο, ανάμεσα σε δυο πέτρες, ήταν ο πιο γλυκύς ύπνος της ζωής του. Μιλήσαμε, τους ενημέρωσα για όλα όσα συνέβησαν εκείνες τις μέρες με τις έρευνες και συνεννοηθήκαμε να μείνουν κρυμμένοι εκεί και μόλις βράδιαζε θα ερχόταν ο Σωκράτης ή κάποιος άλλος από την Ποταμίτισσα να τους οδηγήσει στο χωριό.

- Εσύ πού πήγες ;

Οδυσσιακή περιπέτεια

- Εγώ γύρισα στον Άη Μάμαντα διότι την άλλη μέρα είχα αποστολή να μεταβώ στη Λεμεσό και από εκεί στην Παραμύθα, για να παραλάβω έναν καταζητούμενο και να τον φέρω στο χωριό μου. Έτσι και έγινε. Πρωί-πρωί πήγα στη Λεμεσό. Μόλις κατέβηκα από το αυτοκίνητο βρήκα τον χωριανό μου τον Χριστόφορο, που ήταν παντρεμένος στον Κάτω Μύλο, και μου είπε: «Κύριε Σωκράτη, να σου πω κάτι πολύ εμπιστευτικό και να με συμβουλέψεις τι να κάνω».

- Πες μου τού είπα κι αν μπορώ θα σε βοηθήσω, και άρχισε: «Εψές, ενώ ήμουν στο σπίτι μου μπήκε ένας νεαρός και μου είπε ότι είναι κατάζητούμενος, κατάγεται από την Κυπερούντα και ότι έξω από την Ποταμίτισσα η ομάδα του είχε πέσει σε ενέδρα στρατιωτών και δεν ξέρει τι απέγιναν οι σύντροφοί του».

- Τι είπες στον χωριανό σου;

- Έμεινα άναυδος από τις συγκλονιστικές αποκαλύψεις αυτές, αλλά προσποιήθηκα ότι δεν ήξερα τίποτε και δεν ήμουν σε θέση να τον βοηθήσω. Του είπα «Ρε Χριστόφορε, δεν ξέρω τίποτε για έτσι κουβέντες. Ρώτησε τους δικούς μας να σου πουν αν έγινε τίποτε στις Πιτσιλιές», και χωρίσαμε. Ανήσυχος πήγα στο Αθηναΐδειο και βρήκα τον Ζαντή που εργαζόταν εκεί, του είπα ποιος είμαι και για τον σκοπό που τον επισκέφτηκα. Μου είπε ότι δεν μπορούσε να φύγει από το σχολείο εκείνη την ώρα, για να γίνει η δουλειά μας. Έπρεπε να γυρίσω εκεί το μεσημέρι που θα σχολνούσε. Έφυγα κι έκανα βόλτες στη Λεμεσό για να περάσει η ώρα. Το μεσημέρι γύρισα στον Ζαντή, πήραμε το αυτοκίνητό του και πήγαμε στην Παραμύθα, στη μάντρα του Παναγή, στον δρόμο Λεμεσού - Γεράσας - Καλού Χωριού - Ζωοπηγής. Στη μάντρα μάς περίμενε ο Αντρέας Μουστάκας από τους Τονάρηδες (Κάτω Πλάτρες). Εκεί διανυκτερεύσαμε με τον Μουστάκα. Το πρωί πήραμε ψωμί και χαλλούμι και πήγαμε στην Απαισιά, όπου κρυφτήκαμε κάτω από τερατσιές. Μόλις άρχισε να συβράζει πήραμε το μονοπάτι του ποταμού Ξυλούρικου για να έρθουμε στον Άη Μάμαντα, μέσω Καπηλειού. Η δίψα από το χαλλούμι που φάγαμε, μας έκαιγε όλη νύχτα. Γυρεύαμε νερό αλλά πού να βρούμε. Περάσαμε από το Καπηλειό. Φτάσαμε στ' αμπέλια του χωριού και βρήκαμε νερό, αλλά δεν διψούσαμε μόνο, πεινούσαμε επίσης. Δεν μας έφτανε η πείνα μας, ήταν και η παγωνιά. Ο Μουστάκας είχε ένα σάκο εκστρατείας και μια κουβέρτα. Κράτησε τον σάκο και μου έδωσε την κουβέρτα. Βρήκαμε μια καλύφη-στιάδι και ξαπλώσαμε από κάτω. Αγωνιούσα που καθυστερούσαμε, διότι ο Κουκκής και ο Κακονίτης, που με περίμεναν να τους παραδώσω τον Μουστάκα, δεν έδωσαν σημεία παρουσίας.

Ευχάριστη συνάντηση

- Κοιμηθήκατε εκεί;

- Ευτυχώς «ναι» και φανήκαμε τυχεροί, διότι, προτού ξημερώσει, ο στρατός έβαλε κέρφιου στον Άη Μάμαντα. Ο Κουκκής και ο Κακονίτης πήραν έγκαιρα είδηση την παρουσία του στρατού και γλίστρησαν μέσα στη νύχτα προς τα αμπέλια, όπου άρχισαν να μας αναζητούν για να μην πέσουμε στο κέρφιου. Πήραν τον ανήφορο κι άρχισαν να μας αναζητούν στ' αμπέλια του Λιμνάτη. Και, ευτυχώς, συναντηθήκαμε. Αργότερα ενώθηκε μαζί μας και ο Παναγής ο Παρίλλας, που είχε επίσης διαφύγει και είχε διανυκτερεύσει στο σπίτι της αδερφής του στη Λάνια. Εκεί ο Παναγής μάς έφερε τα κακά μαντάτα, όπως τα είχε ακούσει στη Λάνια. Δηλαδή, ότι σκοτώθηκαν ο Λένας, ο Τσαγκάρης και ένας αντάρτης Δημητράκης.

- Πώς αντέδρασες;

- Τους άφησα εκεί και κατέβηκα στον Δορό, διότι οι έρευνες επεκτάθηκαν στη Λάνια και την Κορφή. Στον Δορό βρήκα έναν γνωστό πλανόδιο πραματευτή, που είχε αυτοκίνητο και τον παρακάλεσα να με πάρει στη Λεμεσό. Μου είπε ότι δεν μπορούσε διότι είχε εργάτες στ' αμπέλι και έπρεπε να είναι εκεί. Ανέβηκα στον σταθμό της Λάνιας, που τον διαχειριζόταν η χωριανή μου Κυριακού. Με ρώτησε αν έμαθα τα νέα που συνέβησαν στην Ποταμίτισσα και το Πελέντρι. Της απάντησα ότι δεν είχα ιδέα και μου είπε ότι υπάρχει στο τραπέζι η εφημερίδα που γράφει πολλά. Τότε έμαθα ότι ήταν ο κουμπάρος ο Σωτήρης και όχι ο αδερφός του και ο επίσης κουμπάρος μου Σωκράτης Τσαγκάρης.

- Πού πήγες μετά από το σταθμό της Λάνιας;

- Μετά από το σταθμό της Λάνιας γύρισα στον Άη Μάμα.

Η τελευταία ερώτηση που του υπέβαλα ήταν: Κύριε Σωκράτη, πώς βλέπεις σήμερα τα πράγματα με το εθνικό μας θέμα;

- Κύριε Χαράλαμπε, ξεστρατίσαμε. Οι ηγεσίες της Ελλάδας και της Κύπρου φάνηκαν κατώτερες των περιστάσεων. Υποχωρούσαν συνεχώς, διαφωνούσαν και τελικά έδωσαν στους Τούρκους την ευκαιρία να πάρουν το νησί μας. Κι εμείς τι κάνουμε, αντί να διεκδικήσουμε την απελευθέρωση των κατεχομένων εδαφών μας. Παρακαλούμε τους Τούρκους να δεχθούν τη λεγόμενη διζωνική ομοσπονδία, που δεν είναι άλλη από τη διχοτόμηση. Θεός να φυλάξει την Κύπρο μας.

Τα λόγια αυτά και το πικρό παράπονο του αείμνηστου αγωνιστή είναι χαραγμένα στην καρδιά και τον νου μου.