Τουρκοκυπριακές ενεργές αντιφάσεις

Κατά το πασχαλινό εορταστικό του μήνυμα, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης, προσφώνησε τους πολίτες της Κύπρου, απευθυνόμενος όχι μόνο στην ελληνική κοινότητα, αλλά και στους Τουρκοκύπριους, αποκαλώντας τους και ορθώς ως «Συμπατριώτες». Η δεδομένη έκφραση ενόχλησε τον Ερσίν Τατάρ, επικεφαλής των «αρχών» στην κατεχόμενη από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχή της Κύπρου, ο οποίος φρόντισε να εκφράσει και μέσα από αυτό το περιστατικό την τουρκική θέση περί «δύο κρατών». Συναφώς, υπογράμμισε πως οι Τουρκοκύπριοι δεν πρέπει να θεωρούνται ως συμπατριώτες των Ελληνοκυπρίων, αλλά ξεχωριστή πληθυσμιακή εθνική οντότητα και πως η εν λόγω αναφορά προσβάλλει τους Τουρκοκυπρίους, καθώς οι ίδιοι διαβιούν σε ένα άλλο, «ελεύθερο και κυρίαρχο κράτος».

Στο ως άνω σκεπτικό παρουσιάζεται μια σειρά από εκκωφαντικές αντιφάσεις προσέγγισης στην καθημερινότητα της πολιτικής των Τουρκοκυπρίων, οι οποίες εμπεριέχουν σαφώς και τη βασική διάσταση της κυπριακής τραγωδίας.

Η Κυπριακή Δημοκρατία υφίσταται αφενός ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου, αφετέρου η βόρεια περιοχή της τελεί υπό συνθήκες τουρκικής κατοχής και εποικισμού κατά ταύτα. Οι Τουρκοκύπριοι ζουν μεν στην κατεχόμενη περιοχή, λειτουργούν όμως ή πορεύονται ως κατ’ εξοχήν φορείς της κυπριακής υπηκοότητας.

Το κράτος, που νομίμως τους παρέχει την υπηκοότητα, εν τοις πράγμασι το έχουν με όλα τα μέσα αποκηρύξει, ενώ από το 1963 απεσπάσθησαν εν τω συνόλω τους από αυτό, διαχωρισμός που ολοκληρώθηκε κατά το 1974. Εκ παραλλήλως, διακηρύττουν πως δεν μπορούν να ζήσουν με τους Ελληνοκύπριους συμπατριώτες ή συμπολίτες τους και διά ταύτα επιλέγουν εντεύθεν τη σταδιακή οργάνωση μιας «ανεξάρτητης κρατικής διαδρομής» ως εναλλακτικό σχέδιο στην απόπειρα να επιβληθεί μια υπό τουρκικούς όρους διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία στη μεγαλόνησο.

Η πραγμάτωση του κατά τα ανωτέρω διαχωρισμού κρατικών οντοτήτων επιδιώχθηκε και διεκδικήθηκε στην παρούσα φάση κατά την άτυπη πενταμερή διάσκεψη της Γενεύης, αποτελώντας την επίσημη θέση της ηγεσίας των Τουρκοκυπρίων και της Άγκυρας, όπερ θα παρέπεμπε στην κατοχύρωση του εγκλήματος της διχοτόμησης, που από το 1974 υφίσταται στην Κύπρο.

Επισημαίνεται πως ως πολίτες του ψευδοκράτους οι Τουρκοκύπριοι μπορούν να απολαμβάνουν τη θέση τους σε ένα τουρκοκυπριακό πολιτειακό σχήμα, το οποίο υφίσταται μόνο για την Τουρκία και για κανένα άλλο κράτος στον κόσμο.

Παρά την ως άνω ενόχληση της ηγεσίας των κατεχομένων για συμπερίληψη των Τουρκοκυπρίων στους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, καταγράφεται πως είναι κάτοχοι διαβατηρίων και άλλων κρατικών εγγράφων, που επισημοποιούν την ιδιότητά τους ως πολιτών του κυπριακού κράτους. Διαδραματίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο και κατά τα ανωτέρω μία σειρά αντιφάσεων, της εν γένει διαδρομής και παρουσίας τους στην κυπριακή πολιτεία.

Το ζήτημα εν προκειμένω, εμφανιζόμενο και ως οξύμωρο, εστιάζεται στο γεγονός ότι ενώ αντιμάχονται σθεναρά την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, της οποίας την υπόσταση επιδιώκουν να απαλείψουν, εντούτοις και παρά ταύτα χρησιμοποιούν όλα εκείνα τα στοιχεία που διαπιστώνουν την ιδιότητά τους ως φορείς δικαιωμάτων, που τους συνδέουν με την Κυπριακή Δημοκρατία και την εν γένει διεθνοπολιτική υπόστασή της.

Κατ’ ουσίαν υιοθετώντας τη διάσταση της πολιτειακής υπόστασής τους ως υπηκόων της Κυπριακής Δημοκρατίας, απαξιώνουν εν τοις πράγμασι ως καθεστώς τα κατεχόμενα, διά των οποίων όμως αναπτύσσουν παραλλήλως πολιτική δράση. Στο ίδιο πλαίσιο, η πλέον κραυγαλέα αντίφαση παραπέμπει στην εν προκειμένω υιοθέτηση του κυπριακού διαβατηρίου, ακόμη και από μέλη του λεγόμενου «υπουργικού συμβουλίου» και της «τουρκοκυπριακής βουλής» στις διεθνείς τους επαφές και μετακινήσεις.

Εξ αυτών, ερωτηματικά προβάλλονται ως προς το πώς αυτή η συμπεριφορά και η διαδρομή πολιτικής μπορεί να παραμένει άνευ ουσιαστικών ενστάσεων από πλευράς Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία δεν είναι δυνατόν να αποδέχεται πληθυσμιακά σύνολα, που αντιμάχονται ενεργώς την υπόστασή της, ως συστατικά στοιχεία του κυπριακού κράτους, παρέχοντάς τους όλα τα εν προκειμένω υφιστάμενα ευεργετήματα και οφέλη.

Συναφώς προς τα ανωτέρω και εν κατακλείδι, μία κοινότυπη μεν, ουσιαστική δε αναφορά παραπέμπει στην έννοια του πολίτη ως φορέα υποχρεώσεων και δικαιωμάτων κατά τρόπον ενιαίο και αδιαίρετο, σε οποιαδήποτε μορφή κρατικής διάστασης, είτε πρόκειται για ενιαίο κράτος, είτε για ομοσπονδιακό, καθώς ακόμη και σε ομοσπονδιακές δομές, οι πολίτες του κράτους είναι φορείς μίας και μόνο υπηκοότητας, ανεξαρτήτως των κρατιδίων στα οποία διαβιούν, υπηκοότητα και κρατική οντότητα τις οποίες οφείλουν να υπερασπίζονται.

* Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο