Διεθνή

Η αμερικανική εμπλοκή, ελπίδα για τη ρημαγμένη Συρία

Η αμερικανική προσέγγιση εκτιμά ότι για να επιτευχθεί μια τέτοια διευθέτηση, θα πρέπει ο Μπάιντεν να υιοθετήσει την τακτική «καρότο και μαστίγιο», εκμεταλλευόμενος τις αδυναμίες και τις επιδιώξεις της Ρωσίας

Υψηλά στην ατζέντα της πρώτης συνόδου κορυφής μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας αναμένεται να βρεθούν οι γεωπολιτικές εξελίξεις και οι αντεγκλήσεις των δύο χωρών σε στρατιωτικό επίπεδο. Μερίδα αναλυτών μάλιστα θεωρούν ότι αυτή η συνάντηση θα μπορούσε να αποτελέσει εφαλτήριο για μεγαλύτερη εμπλοκή της Ουάσιγκτον στον συριακό εμφύλιο σε βάρος της ρωσικής επιρροής, με στόχο τη συνολική διευθέτηση του ζητήματος. Αναγνωρίζουν δε ότι για την επίτευξη μιας τέτοιας λύσης, η διοίκηση Μπάιντεν θα πρέπει να αλλάξει τακτική, ώστε να οδηγήσει τη Μόσχα σε μια συμφωνία, η οποία θα είναι η βάση για τη δρομολόγηση μιας ειρηνευτικής διαδικασίας στη χώρα. Την ίδια ώρα μια αμερικανική έκθεση θέτει υπό αμφισβήτηση τον ρόλο και τον σκοπό της ανθρωπιστικής βοήθειας της Ρωσίας στη χώρα, σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία μπορεί να επικρατεί νηνεμία στο μέτωπο της σύγκρουσης, από την άλλη όμως η ανθρωπιστική κρίση ολοένα και μεγαλώνει.

Το Συριακό στην ατζέντα Μπάιντεν - Πούτιν

Η συνάντηση μεταξύ του Προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, και του Ρώσου ομολόγου του, Βλαντιμίρ Πούτιν, θα μπορούσε να αποτελέσει την ιδανική ευκαιρία για τη δημιουργία αυτών των προϋποθέσεων που θα επέτρεπαν μια συμφωνία στο συριακό ζήτημα. Σύμφωνα με αναλυτές, η Ρωσία επιζητάει την αμερικανική αναγνώριση της γεωπολιτικής της ανόδου, η οποία έχει επιτευχθεί μέσω της εμπλοκής της στον εμφύλιο της Συρίας. Έτσι θεωρείται ότι η σύνοδος στη Γενεύη θα είναι κατά κάποιον τρόπο ένα «σημάδι» αναγνώρισης στον Πούτιν, το οποίο θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για μια αμερικανορωσική διευθέτηση στη Συρία.

Ειδικότερα, υπάρχει η άποψη ότι, παρά τα ανοικτά μέτωπα μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας, δεν αποκλείεται να βρεθεί κοινό έδαφος για μια συνολική επίλυση της εμφύλιας σύγκρουσης. Η αμερικανική προσέγγιση εκτιμά ότι, για να επιτευχθεί μια τέτοια διευθέτηση, θα πρέπει ο Μπάιντεν να υιοθετήσει την τακτική «καρότο και μαστίγιο», εκμεταλλευόμενος τις αδυναμίες και τις επιδιώξεις της Ρωσίας.

Από την πλευρά της η Μόσχα, με διπλωματικό τρόπο καθυστερεί τις συνομιλίες της Γενεύης, έχοντας ως στόχο να πετύχει σταδιακά τη διεθνή αναγνώριση του Άσαντ ως νικητή της σύρραξης και την αποκατάσταση των σχέσεων του υπόλοιπου κόσμου με το καθεστώς της Δαμασκού. Αυτές τις προσπάθειες υποβοήθησε από τη μια η πολυφωνία των Δυτικών και από την άλλη η επανεκλογή του Άσαντ στην προεδρία της χώρας.

Το «καρότο και μαστίγιο» στην πράξη

Σύμφωνα με τη Δρα Lina Khatib, διευθύντρια του προγράμματος της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής στο Chatham House, η διοίκηση Μπάιντεν θα μπορούσε να αλλάξει το status quo της Μόσχας στο συριάκο έδαφος. Ούτε τα Ηνωμένα Έθνη ούτε η ΕΕ έχουν την ικανότητα να επηρεάσουν τις ρωσικές κινήσεις στη Συρία. Σύμφωνα όμως με την ειδικό, η Ρωσία ενδεχομένως να δεχόταν να «θυσιάσει» τον Άσαντ, μόνο στην περίπτωση που θα εξασφάλιζε σε κάποιο βαθμό την επιρροή της στη χώρα. Μόλις η Ουάσιγκτον και η Μόσχα μπορέσουν να φτάσουν σε έναν συμβιβασμό που να βασίζεται σε αυτό το πλαίσιο, η ειρηνευτική διαδικασία υπό τον ΟΗΕ θα πρέπει να αναδιαμορφωθεί, ώστε να αποτελέσει τον μηχανισμό εφαρμογής της αμερικανορωσικής συμφωνίας.

Όσον αφορά το «καρότο» που θα πρέπει να προσφέρουν οι ΗΠΑ στη Ρωσία, αυτό δεν είναι άλλο από τη συνέχιση της πολιτικής και στρατιωτικής της παρουσίας στη Συρία. Στο πολιτικό σκέλος, θα πρέπει να βρεθεί μια φόρμουλα, η οποία δεν θα περιλαμβάνει την οικογένεια Άσαντ στην εξίσωση, αλλά θα είναι αποδεκτή από τη Μόσχα. Στο στρατιωτικό σκέλος, ειδικοί υποστηρίζουν ότι εφόσον η ναυτική βάση που διατηρεί η Ρωσία στην Ταρτούς δεν έρχεται σε άμεση σύγκρουση με τα αμερικανικά συμφέροντα στη Μεσόγειο, τότε θα μπορούσε να παραμείνει ως έχει σε μια ενδεχόμενη συμφωνία.

Ο σκιώδης ρόλος του ρωσικού CRCS

Από την άλλη μια έκθεση του Atlantic Council με αντικείμενο μελέτης τον «σκιώδη» ρόλο του Center for Reconciliation of Conflicting Sides (CRCS), που δημιούργησε το ρωσικό Υπουργείο Άμυνας στη Συρία πριν από πέντε χρόνια, εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τη φύση της βοήθειας που προσφέρει η Ρωσία στη χώρα. Το κέντρο αυτό, το οποίο βρίσκεται πίσω από σημαντικές συμφωνίες παράδοσης αντιμαχόμενων ομάδων, κατάφερε να γίνει το κύριο όργανο άσκησης «μαλακής» επιρροής στη χώρα.

Η έκθεση υποστηρίζει ότι το κέντρο αυτό μπορεί μεν να παρείχε ανθρωπιστική βοήθεια σε ορισμένες κοινότητες, εντούτοις, οι ενέργειές του είναι «χωρίς σχεδιασμό, ασυνεπείς και χωρίς μακροχρόνιες δεσμεύσεις, καθιστώντας τελικά τη Ρωσία έναν αναξιόπιστο εταίρο για το καθεστώς του Άσαντ». Παρά το γεγονός ότι πολλές άλλες χώρες είχαν χρησιμοποιήσει αυτό το χαρτί για να ενισχύσουν το αφήγημά τους, η σημαντικότερη διαφοροποίηση στην περίπτωση της Ρωσίας είναι ότι δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ της κρατικής επιρροής και της ανθρωπιστικής βοήθειας.

Συγκεκριμένα, η Μόσχα, σε αντίθεση με άλλες χώρες, χρησιμοποιεί τους κρατικούς θεσμούς για παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας. Στη Συρία, το 81% όλων των ρωσικών ενισχύσεων παραδόθηκαν ή υποστηρίχθηκαν από ρωσικά κρατικά ιδρύματα. Το υπόλοιπο 19% συμπλήρωσαν μη κρατικές οντότητες, πολλές από τις οποίες όμως συνδέονται με το Κρεμλίνο. Επίσης, η Ρωσία απέκλεισε τη συνεργασία με αντίστοιχες προσπάθειες του ΟΗΕ, διασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο ότι η «μαλακή» επιρροή της στη Συρία δεν θα διασαλευτεί από εξωτερικούς παράγοντες.

Αναλύοντας τα δεδομένα για τη ρωσική ανθρωπιστική βοήθεια στη χώρα, η έκθεση φτάνει σε τρία συμπεράσματα. Αρχικά, οι ενέργειες του CRCS δεν έχουν μακροχρόνιες δεσμεύσεις, αφού τουλάχιστον σε 717 από τις 731 κοινότητες στις οποίες παρείχαν βοήθεια, είχαν κάνει μία ή πολύ περιορισμένες επισκέψεις με μόλις το 2% των περιοχών αυτών να δέχονται σταθερές επισκέψεις. Κατά δεύτερο, η ρωσική ανθρωπιστική δράση στερείται σχεδιασμού. Κατά τα τελευταία πέντε χρόνια η βοήθεια αυτή έχει μειωθεί, παρά τις αυξανόμενες ανάγκες των Σύρων. Σύμφωνα με την έκθεση, οι αυξομειώσεις είναι άμεσα συνυφασμένες με τις στρατιωτικές επιδιώξεις της Ρωσίας και του καθεστώτος Άσαντ και βασίζονται σε ένα σύστημα επιβράβευσης και τιμωρίας συγκεκριμένων περιοχών. Τέλος, η ρωσική βοήθεια είναι ασυνεπής. Εστιάζοντας στις δύο κύριες πρόνοιες του CRCS, την ιατρική και την επισιτιστική υποστήριξη, διαφαίνεται ότι υπάρχουν διακυμάνσεις, χωρίς προφανείς λόγους. Για παράδειγμα από τις 23 Μαρτίου 2020, το CRCS σταμάτησε ανεξήγητα τη διεξαγωγή ιατρικών αποστολών στη Συρία, σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία η χώρα χρειαζόταν αναμφισβήτητα βοήθεια στην αντιμετώπιση της COVID-19.

Η κατάσταση στη χώρα

Η τραγική ειρωνεία για τη Συρία είναι ότι η ανθρωπιστική κρίση αυξάνεται, παρά τη σχετική ηρεμία που επικρατεί στο μέτωπο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια της εμφύλιας σύγκρουσης.

Σύμφωνα με τον ειδικό απεσταλμένο του ΟΗΕ για τη Συρία, Γκέιρ Πέντερσεν, παραμένουν πολλές προκλήσεις σε ανθρωπιστικά ζητήματα, όπως η οικονομική εξαθλίωση, η πανδημία του κορωνοϊού, οι εκτοπισμοί και οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σχετικά με την επισιτιστική κρίση στη Συρία ο Χάικο Βίμεν από τη δεξαμενή σκέψης Crisis Group περιέγραψε με μελανά χρώματα στην DW την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα. Εξήγησε ότι «η δραματική υποτίμηση της λίρας τους τελευταίους μήνες οδήγησε σε εκτόξευση τιμών βασικών ειδών διατροφής, όπως, για παράδειγμα, του ψωμιού. Για να τα αγοράσουν ψωμί οι Σύριοι ξοδεύουν ολοένα και περισσότερα χρήματα από το πενιχρό τους εισόδημα. Επιπλέον, επειδή η παραγωγή αρτοσκευασμάτων περιορίζεται, δεν υπάρχουν οι αναγκαίες ποσότητες για να καλυφθούν οι ανάγκες του πληθυσμού. Καθημερινά σχηματίζονται τεράστιες ουρές μπροστά στα αρτοποιεία. Υπάρχουν ελλείψεις στα πάντα: από τη βενζίνη, τα τρόφιμα μέχρι το ηλεκτρικό ρεύμα».

Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις το καθεστώς Άσαντ θέτει εμπόδια στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας από διάφορες οργανώσεις. Ο συντονιστής ανθρωπιστικής βοήθειας της οργάνωσης Deutsche Welthungerhilfe, Κόνσταντιν Βίτσελ, υποστήριξε ότι: «Επιδιώξαμε τον ανεφοδιασμό και των περιοχών που ελέγχονται από τη κυβέρνηση. Η Δαμασκός, ωστόσο, έθεσε όρους που δεν μπορούσαμε να αποδεχθούμε ως ανεξάρτητη και ουδέτερη ανθρωπιστική οργάνωση. Μας ζητήθηκε, για παράδειγμα, να αναστείλουμε την αποστολή βοήθειας στο βορειοδυτικό τμήμα της Συρίας, όπου ανεφοδιάζουμε 500.000 ανθρώπους με τρόφιμα, είδη υγιεινής και πόσιμο νερό».

Τέλος, όσον αφορά το θέμα των πρόσφατων εκλογών, ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ για τη Συρία παραδέχθηκε ότι «δεν αποτελούν μέρος της πολιτικής διαδικασίας που προνοείται στο ψήφισμα 2254 (2015) του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ενώ οι βασικοί παίχτες κατανοούν το γενικό περίγραμμα της πολιτικής λύσης που απαιτείται, κανένας δεν είναι πρόθυμος να κάνει το πρώτο βήμα. Αν συνεχίσουμε έτσι, εάν οι παίκτες αυτοί επενδύουν περισσότερο στη διαχείριση των συγκρούσεων παρά στην επίλυσή τους, φοβάμαι ότι η Συρία θα γίνει άλλη μια αρένα παρατεταμένης σύγκρουσης, η οποία θα διαρκέσει για πολλές γενιές».