Πολιτισμικά αντικρίσματα διαδικασιών ενσωμάτωσης

Με δεδομένη τη συνεχή ύπαρξη μεταναστευτικού / προσφυγικού ρεύματος, που επηρεάζει ποικιλότροπως την Ελλάδα σε κρατικό και πολιτιστικό επίπεδο, γνωστού όντως πως δυσκόλως τρίτες χώρες αποδέχονται τους κατά τα ανωτέρω πρόσφυγες ή μετανάστες, οφείλει κανείς να επισημάνει ορισμένες πτυχές κοινωνιολογικού και πολιτικού περιεχομένου, που αναφύονται εξαιτίας αυτού του γεγονότος, οι οποίες και παραπέμπουν ακριβώς σε αυτό τούτο το ζήτημα της ικανότητας ενσωμάτωσης ατόμων σε μια κοινωνία ως αναζητούμενης ή προσδοκώμενης εξέλιξης.

Η διαδικασία ενσωμάτωσης των κατά τα ανωτέρω ατόμων αναφέρεται κυρίως στην εθνικοφυλετική προέλευση και την κυριαρχούσα επ’ αυτής θρησκευτική ταυτότητα, πράγμα που παραπέμπει σε δύο βασικά στοιχεία. Πρώτον, τη θρησκευτική διάσταση της ζωής του ατόμου και δεύτερον την εθνική του ταυτότητα, με την έννοια της διαχρονικής διαδρομής. Η εθνική ταυτότητα περιλαμβάνει τρόπους, στάσεις ζωής και συμπεριφοράς, κοινωνικούς και οικονομικούς προσανατολισμούς, καθώς και ικανότητα διαλόγου και δημοκρατικής συμπεριφοράς στις σύγχρονες κοινωνίες. Το τελευταίο εξαρτάται και από την ιστορική πορεία και κουλτούρα του κατά περίπτωση πολιτειακού μορφώματος.

Παγιδεύεται ή παρεμποδίζεται όμως η διαδικασία ενσωμάτωσης σε περιπτώσεις, όπου η θρησκεία συνιστά ταύτιση πληθυσμιακών ομάδων με την εθνική τους ταυτότητα, όπως εν προκειμένω συμβαίνει στο Ισλάμ. Συναφώς, και η ίδια η βεμπεριανή προσέγγιση διά της εν προκειμένω «Προτεσταντικής Ηθικής» υπογραμμίζει την ανασταλτική λειτουργία αυτής της διάστασης ταύτισης θρησκείας – εθνικής ταυτότητας αναφορικά προς την ενσωμάτωση.

Σε αντίθεση με τη Χριστιανοσύνη, όπου η οικουμενικότητά της επιτρέπει μια διαλεκτική σχέση θρησκείας και εθνικής ταυτότητας, οι μουσουλμάνοι προσλαμβάνουν τον εαυτό τους σε πλανητικό επίπεδο ως μια ενιαία διάσταση πολιτιστικής ταυτότητας, υπερβαίνουσα πολιτικά συστήματα και κρατικές οντότητες. Τούτο αποτυπώνεται και στην καθημερινότητα του βίου τους και της εν γένει κοινωνικής τους συμπεριφοράς. Ουσιαστικά αυτό μπορεί να ιδωθεί μέσα από τη συνισταμένη της ομαδοποίησής τους, της ανικανότητας ενσωμάτωσής τους σε ευρύτερους χώρους, ακόμη και στην περίπτωση επιλογής επαγγελμάτων.

Των ανωτέρω δεδομένων, το Ισλάμ για τον μουσουλμανικό κόσμο συνιστά παράμετρο υπερβαίνουσα οιαδήποτε άλλη ταυτότητά τους, αποτελώντας ύψιστη αρχή, επηρεάζουσα καθοριστικά τον εν γένει βίο τους και καθορίζουσα την οπτική τους απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο, διαχωρίζουσα κατά ταύτα τον πληθυσμό σε μουσουλμάνους και μη μουσουλμάνους, παράμετρος που δεν διευκολύνει και δεν επιτρέπει τις διαδικασίες ενσωμάτωσης.

Τούτο συμβαίνει εν τοις πράγμασι, όχι ως απαγορευτικός κανόνας, αλλά παραπέμπει σε μια μοναχική πορεία κοινωνικής αποξένωσης από άλλες θρησκείες και δόγματα, θεωρώντας πως η ανωτέρω προσέγγιση αποτελεί την πρωταρχική διάσταση θρησκευτικής παρουσίας και διάδοσης των νόμων του Θεού διά του κηρύγματος του Μωάμεθ.

Αντανακλάται δε η εν προκειμένω αποξένωση και διά της συγκέντρωσης μουσουλμάνων σε περιοχές, όπου διαβιούν μεταξύ τους σε ένα κοινοτικό πλαίσιο. Το παράδειγμα του Βερολίνου συνιστά κλασική περίπτωση, έχοντας μία ολόκληρη περιοχή, όπου ζουν μόνο μουσουλμάνοι, με τα μαγαζιά, τα είδη διατροφής τους και γενικώς την οικονομική και κοινωνική ζωή τους. Επίσης, οι μεικτοί γάμοι από πλευράς μουσουλμάνων δύσκολα γίνονται αποδεκτοί, έστω και εάν υφίστανται εν τοις πράγμασι. Τούτο επιφέρει ένα επιδιωκόμενο πλαίσιο αποξένωσης και απομόνωσης και συνιστά μία αμυντική διάσταση του ιδίου του συστήματός τους.

Βάσει τούτων, η παρουσία κοινωνικών και εθνικών ομάδων, οι οποίες παραμένουν ανένταχτες, καλλιεργεί κινδύνους ως προς τη δημιουργία κοινωνικοπολιτισμικών συλλογικοτήτων ανεξαρτήτως του συνολικού πληθυσμού ως πολιτιστικής οντότητας της εν προκειμένω κρατικής διάστασης. Επομένως, το πρόβλημα που δημιουργείται παραπέμπει σε μια εμφιλοχωρούσα απειλή διάσπασης της κοινωνικής συνοχής, στον βαθμό που τα εν λόγω κοινωνικοεθνικά πολιτισμικά σώματα θα διαβιούν στην επικράτεια, δηλαδή στον δεδομένο χώρο, ανεξαρτήτως και αυτονόμως του συνόλου.

Κατά τα ανωτέρω, μια απόπειρα «ενσωμάτωσης» μουσουλμανικών πληθυσμιακών ομάδων στον ελληνικό πληθυσμό, όχι μόνο δεν θα τελεσφορούσε, αλλά αντιθέτως θα συγκροτούσε πυρήνες - «νησίδες» ανεξάρτητων μουσουλμανικών οντοτήτων καθ’ όλη την ελληνική επικράτεια, δημιουργώντας εσωτερικό πρόβλημα στην ελληνική κρατική οντότητα.

Οι ανωτέρω προσεγγίσεις δεν μπορούν να αντικρίζονται με ιδεολογική χροιά εν είδει κοσμοπολίτικης αντίληψης των πραγμάτων, αλλά οφείλουν κατά ταύτα να προσεγγίζονται επί τη βάσει της κλασικής κατά ταύτα βεμπεριανής αντίληψης του φαινομένου περί ανικανότητας οποιασδήποτε εν προκειμένω ενσωμάτωσης μουσουλμανικών στοιχείων στις κοινωνίες του δυτικού κόσμου.