Διεθνή

Σύνοδος Μπάιντεν - Πούτιν: Ο χαμηλός πήχης την καταδίκασε σε «επιτυχία»

Ο Μπάιντεν απέρριψε την ιδέα μιας κοινής συνέντευξης Τύπου, ενώ, παίζοντας στρατηγικά, άφησε τον ομόλογό του να μιλήσει πρώτος, ώστε να έχει την ευκαιρία να απαντήσει σε όσα θα ισχυριζόταν για τη συνάντηση

Η συνάντηση του Αμερικανού Προέδρου, Τζο Μπάιντεν, με τον Ρώσο ομόλογό του, Βλαντιμίρ Πούτιν, έγινε μετά από πολλούς μήνες διπλωματικών διεργασιών για τις λεπτομέρειές της, ώστε να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη ισορροπία. Με τον πήχη να είναι πολύ χαμηλά και από τις δύο πλευρές, η αξιολόγηση της εν λόγω συνάντησης δεν είναι εύκολη. Εντούτοις, υπάρχει ομοφωνία απόψεων ως προς τον «ρεαλισμό» που την διακατείχε. Ενώ ήταν αναμενόμενο ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν οι μεγάλες διαφορές μεταξύ των δύο χωρών, δεν παραβλέπονται οι μικρές αλλά σημαντικές διακηρύξεις για αποκατάσταση της διπλωματίας και εντατικοποίηση του διαλόγου. Αναπόφευκτα δεν έλειψαν οι συγκρίσεις με την αντίστοιχη σύνοδο του πρώην πλανητάρχη, Ντόναλντ Τραμπ, με τον Πούτιν το 2018, η οποία για την αμερικανική πλευρά χαρακτηρίστηκε καταστροφική. Όσον αφορά τη ρωσική πλευρά, φαίνεται ότι έλαβε τον επιδιωκόμενο σεβασμό αλλά παραμένει αδιευκρίνιστο εάν προτίθεται να τον ανταποδώσει.

Πίσω από τις λέξεις των ηγετών

Μια πρώτη ένδειξη για το πώς πήγε η συνάντηση έδωσε το κλείδωμα της Villa La Grange και ο χωριστός δρόμος που πήραν οι ηγέτες όταν τελείωσαν τις συζητήσεις, δίνοντας την αίσθηση ότι οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ παρέμειναν ως είχαν.

Σύμφωνα με αναλυτές, αυτό δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη, ειδικά εάν λάβουμε υπόψη ότι οι βάσεις της συζήτησης είχαν τεθεί πριν από τη συνάντηση. Ο Μπάιντεν, θέτοντας τα πράγματα στο πλαίσιο μιας ρεαλιστικής προσέγγισης, εξήγησε ότι «προσπαθούμε να καθορίσουμε πού έχουμε κοινά συμφέροντα και πού μπορούμε να συνεργαστούμε. Και, όταν δεν συμβαίνει αυτό, να καθορίσουμε έναν προβλέψιμο και λογικό τρόπο για να διαχειριζόμαστε τις διαφωνίες μας». Ο Πούτιν επίσης πήγε στη συνάντηση με πρόθεση να γίνει ένας «παραγωγικός διάλογος», κάτι που φαίνεται ότι επιβεβαιώθηκε, εάν κρίνουμε από τα όσα είπε αποχωρώντας.

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο πήχης που έθεσαν και οι δύο πλευρές γι’ αυτήν τη συνάντηση ήταν πολύ χαμηλός, καταδικάζοντάς την με αυτόν τον τρόπο να «επιτύχει». Ακόμα και η χρονική διάρκεια, η οποία ήταν λιγότερη από την αναμενόμενη, δικαιολογήθηκε με το επιχείρημα ότι οι δύο πλευρές δεν είχαν τίποτε άλλο να πουν.

Μπάιντεν και Πούτιν έφτασαν σε αξιόλογες συμφωνίες, όπως η αποκατάσταση των διπλωματικών αποστολών και η ανάπτυξη ενός πλαισίου κυβερνοασφάλειας μεταξύ των δύο χωρών. Έτσι κι αλλιώς και οι δύο ηγέτες διαβεβαίωσαν ότι η σύνοδος δεν προοριζόταν για μεγάλες συμφωνίες.

Ειδικοί εντοπίζουν πίσω από τις λέξεις των δύο Προέδρων μια ταύτιση στον «λογικό» τρόπο που λειτουργούν οι διεθνείς σχέσεις. Ο πλανητάρχης, κλείνοντας τη διάσκεψη Τύπου που παραχώρησε, εξήγησε ότι «η εξωτερική πολιτική είναι η λογική προέκταση των προσωπικών σχέσεων. Είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η ανθρώπινη φύση». Σε παρόμοιο ύφος ο Πούτιν δήλωσε ότι «μου φαίνεται ότι μιλάμε την ίδια γλώσσα».

Από την άλλη, δεν παραβλέπεται ότι ο Πούτιν δεν έδειξε κανένα σημάδι ότι θα αλλάξει στάση σε σημαντικά ζητήματα που τον φέρνουν σε σύγκρουση με τη Δύση, όπως την υπόθεση Ναβάλνι και τον ρόλο της Ρωσίας στις κυβερνοεπιθέσεις. Μάλιστα, το «απέδωσε» στη ρεαλιστική πτυχή της συνάντησης, επισημαίνοντας ότι «δεν σημαίνει καθόλου ότι ο ένας πρέπει να κοιτάξει μέσα στην ψυχή του άλλου, να κοιτάξει στα μάτια του άλλου και να ορκιστεί αιώνια αγάπη και φιλία».

Τίποτα δεν θυμίζει τον Τραμπ

Αναπόφευκτοι όμως ήταν και οι παραλληλισμοί με τη διακυβέρνηση Τραμπ, με αναλυτές να εξηγούν ότι ανέλαβαν ξανά τα ηνία οι «ενήλικοι», συγκρίνοντας τη συνάντηση με την αντίστοιχη σύνοδο του προκατόχου του με τον Πούτιν το 2018 στο Ελσίνκι.

Υποστηρίζουν ότι η συνάντηση Τραμπ - Πούτιν ήταν ένα φιάσκο για τις ΗΠΑ και τον ίδιο τον πλανητάρχη, με τον τελευταίο κατά τη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου να υποβιβάζει τα ευρήματα των υπηρεσιών πληροφοριών της χώρας του για τη ρωσική εμπλοκή στις εκλογές του 2016. Επιπρόσθετα, βρήκε ευκαιρία να περηφανευτεί για την επιτυχημένη εκλογή του και να κτυπήσει τους Δημοκρατικούς.

Από την άλλη ο Μπάιντεν απέρριψε την ιδέα μιας κοινής συνέντευξης Τύπου, ενώ παίζοντας στρατηγικά, άφησε τον ομόλογό του να μιλήσει πρώτος, ώστε να έχει την ευκαιρία να απαντήσει σε όσα θα ισχυριζόταν για τη συνάντηση.

Βάζοντας το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της εξωτερικής πολιτικής του προκατόχου του, τόνισε ότι «έτσι θα πορευόμαστε απ’ εδώ και πέρα». Μάλιστα, δεν παρέλειψε να «διορθώσει» το «λάθος» του Τραμπ, προειδοποιώντας τον Πούτιν να μην παρεμβαίνει η Ρωσία στις αμερικανικές εκλογές. «Είπα με σαφήνεια ότι δεν θα ανεχτούμε απόπειρες παραβίασης της δημοκρατικής κυριαρχίας μας ή αποσταθεροποίησης των δημοκρατικών εκλογών μας και ότι θα απαντήσουμε», πρόσθεσε.

Ο σεβασμός που επιζητούσε ο Πούτιν

Όπως είχαμε αναφέρει σε προηγούμενη ανάλυση, ο Πούτιν με αυτήν τη σύνοδο επιζητούσε μεταξύ άλλων μιαν «αναγνώριση» από τον Μπάιντεν, την οποία, όπως φαίνεται, έλαβε. Εντούτοις, ο πλανητάρχης μάλλον θα αναμένει ότι αυτή η «χάρη» θα του ανταποδοθεί.

Ακόμα και πριν από τη συνάντηση ειδικοί εξέφραζαν επιφυλάξεις για το όφελός της, καθώς θεωρούσαν ότι θα αναβάθμιζε την εικόνα του Πούτιν. Έτσι οι σύμβουλοί του τάχθηκαν και γι’ αυτόν τον λόγο κατά της κοινής διάσκεψης Τύπου, ώστε να αποτρέψουν αυτήν την «αναβάθμιση» που θα πετύχαινε.

Από την άλλη, όμως, όταν βρέθηκαν στο ίδιο τραπέζι, ο Μπάιντεν περιέγραψε τη Ρωσία και τις ΗΠΑ ως «δύο μεγάλες δυνάμεις», σπάζοντας την παράδοση των προηγούμενων Αμερικανών Προέδρων, οι οποίοι προσπαθούσαν να μειώσουν τη Ρωσία σε μια «περιφερειακή δύναμη». Ο ένοικος του Λευκού Οίκου, υπεραμυνόμενος της στάσης του απέναντι στον Πούτιν, υποστήριξε ότι «οι σημαντικές χώρες θα πρέπει να βρίσκουν τρόπους να αντιμετωπίζουν η μία την άλλη, παρά τις διαφορές τους».

Ο στόχος του Πούτιν ήταν προφανώς αυτή η αναβάθμιση, στηριζόμενος κυρίως στη στάση του Μπάιντεν για μια «προβλέψιμη και σταθερή σχέση». Οι εμπειρίες του με τον Τραμπ τού έδειξαν ότι η «φιλική» διάθεση μπορεί να φέρει σκληρές κυρώσεις και επιθετική ρητορική. Έτσι για τους Ρώσους αξιωματούχους η αναφορά κλειδί ήταν η «σταθερότητα», ώστε να αλλάξουν προς το δικό τους συμφέρον τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.

Σίγουρα κανείς δεν έχει την ψευδαίσθηση ότι η σύνοδος άλλαξε δραστικά το πλαίσιο των σχέσεων της Ρωσίας και των ΗΠΑ. Από την άλλη, όμως, κάποιοι πιο αισιόδοξοι ελπίζουν ότι αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να βάλει φρένο στην προκλητική για τους Δυτικούς συμπεριφορά του Πούτιν και να ανοίξει παράλληλα την πόρτα για πιο διευρυμένες συζητήσεις σε θέματα όπως ο έλεγχος των εξοπλισμών και η κυβερνοασφάλεια.