Ανθρώπινες Ιστορίες

Κιαμίλ Πασάς Κυπρισλής

Ο Γαλλοεβραίος Κύπριος, που διετέλεσε τέσσερεις φορές Μέγας Βεζύρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Κορυφαία μορφή μωαμεθανών κυπριακής καταγωγής, που δεν ήταν απόγονοι Τούρκων κατακτητών, αλλά εξισλαμισθέντων Γαλλοεβραίων, ήταν ο ελληνοτραφείς Κιαμίλ Πασάς, που είχε διατελέσει τέσσερεις φορές Μεγάλος Βεζύρης (πρωθυπουργός) της αλήστου μνήμης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Μεχμέτ Κιαμίλ Πασάς-Κυπρισλής, δηλαδή Κύπριος, που έμελλε ν’ ανέβει με τη μόρφωση και τα εξαιρετικά του προσόντα όλα τα σκαλοπάτια της πολιτικής ιεραρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και ν’ αναδειχθεί ως αστέρας πρώτου μεγέθους στο οθωμανικό πολιτικό στερέωμα, γεννήθηκε το 1832 στο χωριό Κάτω Δευτερά από γαιοκτήμονες Γαλλοεβραίους γονείς. Όλοι οι βιογράφοι του επισημαίνουν ότι η οικογένειά του ήταν εβραϊκής καταγωγής, που αργότερα ασπάστηκε τον μωαμεθανισμό. Ήταν μεγάλοι γαιοκτήμονες και ήθελαν να προστατεύσουν την περιουσία τους.

Οι μεγάλες εγκυκλοπαίδειες «Πάπυρος-Λαρούς» και «Υδρία» αναφέρουν τον Κιαμίλ ως «οθωμανό πολιτικό εβραϊκής καταγωγής, που διετέλεσε τέσσερεις φορές Μέγας Βεζύρης». Επίσης, Εβραίο, που ασπάστηκε αργότερα τον μωαμεθανισμό, και ανήλθε τέσσερεις φορές στο αξίωμα του Μεγάλου βεζύρη, θαυμαστή της Αγγλίας αλλά και της Γερμανίας εμφανίζει τον Κιαμίλ στο βιβλίο του «Τα Μυστικά του Βοσπόρου» και ο Χένρυ Μορκεντάου, Πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη επί πολλά χρόνια. Ας δούμε, λοιπόν, ποιος ήταν ο οθωμανός Γαλλοεβραίος -και όχι Τούρκος- Κιαμίλ Πασάς - Δευτέραλης (Δευτεριώτης) για τους Κυπρίους και Κυπρισλής (Κύπριος) για τους ξένους, που ανέβηκε όλα τα σκαλοπάτια της κυβερνητικής ιεραρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συνέδεσε τη ζωή του με τη νεότερη Τουρκία, θεωρούμενος ως η ευρύτερη και φωτεινότερη διάνοιά της.

Ο Μεχμέτ Κιαμίλ Κιπρισλής, όπως προαναφέραμε, γεννήθηκε στην Κάτω Δευτερά και, επειδή δεν υπήρχε εκεί σχολείο, ο πατέρας του, που προφανώς ήταν ξύπνιος και φιλοπρόοδος, τον έστειλε στο ελληνικό δημοτικό σχολείο της Πάνω Δευτεράς, από το οποίο ο Κιαμίλ αποφοίτησε με πολύ καλή επίδοση. Οι Τουρκοκύπριοι της Κάτω Δευτεράς , οπισθοδρομικοί και άξεστοι, επέκριναν τον πατέρα του Κιαμίλ, επειδή έγραψε τον γιο του στο ελληνικό δημοτικό σχολείο της Πάνω Δευτεράς, αλλά αυτού δεν ίδρωνε το αφτί του κι ούτε που τους ελάμβανε υπόψη. Και μόλις ο Κιαμίλ τέλειωσε το δημοτικό της Πάνω Δευτεράς, τον προώθησε σε ανώτερη ελληνική μόρφωση. Ήρθε σε επαφή με τον Χαραλάμπη Εφέντη, που ήταν ο Ταμίας (Σαντίκ Εμινί), του Δοβλετιού, προσωπικότητα πανίσχυρη και σεβαστή σε Έλληνες και Τούρκους. Του ανέφερε την πρόθεσή του να γράψει τον Κιαμίλ στην Ελληνική Σχολή της Λευκωσίας και ο Χαραλάμπης, όχι μόνο ενήργησε για την εγγραφή του Κιαμίλ, αλλά τον έθεσε και κάτω από την προστασία του. Ο Χαραλάμπης κατά την εγγραφή του Κιαμίλ, που ήταν αλλόθρησκος, συνέστησε στον διευθυντή της Σχολής, τον ξακουστό Κυπριανό Οικονομίδη, να τον θέσει υπό τη δική του ευθύνη και προστασία κατά τη διάρκεια της φοίτησής του.

Όταν ο Κιαμίλ αποφοίτησε από την Ελληνική Σχολή Λευκωσίας με πολύ καλή επίδοση, με τη βοήθεια πάντοτε του προστάτη του Χαραλάμπη, πήγε στην Αίγυπτο, όπου έμαθε ξένες γλώσσες, πολύ χρήσιμο εφόδιο για έναν μέλλοντα αξιωματούχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως τον προόριζε ο προστάτης του, πράγμα που έγινε. Ενώ ήταν ακόμη στην Αίγυπτο και μορφωνόταν ο Κιαμίλ προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης. Και με τη μόρφωση, τα εξαιρετικά πνευματικά χαρίσματα, τον δυναμικό χαρακτήρα και τις έμφυτες ικανότητές του, ο Κιαμίλ ανέβαινε γρήγορα το ένα μετά το άλλο τα σκαλοπάτια της κυβερνητικής μηχανής του Δοβλετιού. Έγινε διοικητής της Παλαιστίνης με έδρα την Ιερουσαλήμ, της Βηρυτού, του Κοσσυφοπεδίου, της Σμύρνης και του Χαλεπιού. Η διοίκησή του στα Ιεροσόλυμα συνδέθηκε με την ιστορία του Ελληνισμού της Παλαιστίνης και του Ορθόδοξου Πατριαρχείου της Ιερής Πόλης. Η κατανόηση και η στοργή του προς τον Ορθόδοξο Ελληνισμό της περιοχής συνέβαλαν στη ματαίωση διαφόρων σχεδίων άλλων Εκκλησιών, να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τούς Αγίους Τόπους, αφαιρώντας τους από το εκεί Ελληνικό Ορθόδοξο Πατριαρχείο. Γράφει σχετικά ο Κωνσταντίνος Μυριανθόπουλος στο πόνημά του «Κιαμίλ Πασάς, ο Κύπριος Μέγας Βεζύρης, μαθητής της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας»: «Ως διοικητής της Ιερουσαλήμ μελέτησε βαθύτατα το καθεστώς των ιερών προσκυνημάτων και τα επ’ αυτών δίκαια του Ελληνικού Πατριαρχείου και της Ιεροσολυμιτικής Αδελφότητος. Δι’ ό και εν έτει 1870 υπέβαλε προς την Υψηλήν Πύλην μακρόν υπόμνημα, διά του οποίου υπερημύνετο του Πατριαρχείου απέναντι των αξιώσεων των ιθαγενών αραβοφώνων ορθοδόξων, υποκινουμένων υπό των Ρώσων Πανσλαβιστών. Δυνάμει του υπομνήματος εκείνου ανεγνωρίσθη και κατεκυρώθη το καθεστώς, καθορισθέντος έκτοτε του τρόπου της εκλογής του Πατριάρχου Ιεροσολύμων».

Αν και οθωμανός αξιωματούχος, ο Κιαμίλ δεν δίσταζε να έχει πολύ στενές σχέσεις με τους Έλληνες των Ιεροσολύμων και ιδιαίτερα τους Κυπρίους, τους οποίους δεν έπαυσε ποτέ να θεωρεί συμπατριώτες του. Επισκεφτόταν συχνά τη Θεολογική Σχολή του Σταυρού, όπου δίδασκαν Κύπριοι καθηγητές και φοιτούσαν επίσης Κύπριοι σπουδαστές. Δεν δίσταζε, επίσης, να καλεί στο διοικητήριο τους Κυπρίους σπουδαστές, να τους συγχαίρει για την πρόοδό τους στις σπουδές τους, να τους συμβουλεύει πατρικά και να τους βοηθά, ακόμη και οικονομικά. Πάντοτε τους συμβούλευε, μετά το πέρας των σπουδών τους να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα και, με τη μόρφωση και τις γνώσεις τους, να συμβάλουν στην πρόοδο και την ανάπτυξη των συμπατριωτών τους Ελλήνων και Τούρκων.

Η αγάπη του Κιαμίλ για τη γενέτειρά του Κύπρο και το ενδιαφέρον του για την ευημερία του λαού της, που γνώριζε ότι υπέφερε τα πάνδεινα από το οθωμανικό καθεστώς, ήταν ανυπόκριτα. Και από τα αξιώματα που κατείχε κατά καιρούς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία βοηθούσε ποικιλοτρόπως για τη βελτίωση των συνθηκών που επικρατούσαν στο νησί. Και ενδεικτικό της αγάπης και του ενδιαφέροντος αυτού, ο Κωνσταντίνος Μυριανθόπουλος γράφει σχετικά στο πόνημά του για τον Κιαμίλ: «Την προς την γενέτειράν του Κύπρον αγάπην αυτού ο Κιαμίλ επεδείκνυε πάντοτε ποικιλοτρόπως, όπου και αν ευρίσκετο, είτε προς Κυπρίους ως πρόσωπα είτε προς άπασαν την Νήσον. Κατά το 1870, ότε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος έμελλε να μεταβή εις Κωνσταντινούπολιν διά τοπικά ζητήματα, ενημέρωσε τον Κιαμίλ και ο Κιαμίλ έγραψεν αυτώ εξ Ιερουσαλήμ, και συγχαίρων επί τούτω, έλεγεν ότι λίαν προθύμως θα τω έστελλε συστατικάς επιστολάς προς ισχυρούς φίλους του εν Κωνσταντινουπόλει, ίνα βοηθήσωσι την Α.Μ. διά τα υπέρ της Κύπρου ζητήματα...».

Μέγας Βεζύρης (Πρωθυπουργός)

Με τα χαρισματικά του προσόντα, τη μόρφωση, την ευρυμάθεια και τα επιτεύγματά του κατά τη διάρκεια της μακράς υπηρεσίας του ο Κιαμίλ πέρασε από όλα τα υψηλά αξιώματα του Δοβλετίου και το 1881, ενώ ήταν υφυπουργός των Εσωτερικών, αρμόδιος για τα θέματα Βακουφίων, κλήθηκε να αναλάβει το ύπατο αξίωμα του Μεγάλου Βεζύρη (Πρωθυπουργού), αξίωμα που κράτησε μέχρι το 1987. Επί της πρώτης πρωθυπουργίας του ο Κιαμίλ έδωσε μεγάλη βαρύτητα στις διεθνείς σχέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κράτησε θερμή αγγλόφιλη πολιτική, βλέποντας πάντοτε με υποψία τους Ρώσους και τους λοιπούς Σλάβους, τους οποίους θεωρούσε ως τους μεγαλύτερους εχθρούς των Τούρκων. Λόγω ακριβώς αυτής της θέσης, ο Κιαμίλ ήθελε και επεδίωκε πάντοτε τη φιλία με την Ελλάδα, παρά τις έντονες αντιδράσεις στενών φίλων του Σουλτάνου και των Νεοτούρκων.

Για δεύτερη φορά ο Κιαμίλ έγινε Μέγας βεζύρης το 1896 και έριξε το βάρος των προσπαθειών του στην αποτροπή του ατυχούς για τον Ελληνισμό ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Γι’ αυτές ακριβώς τις προσπάθειές του, που δυστυχώς δεν τελεσφόρησαν, ο Κιαμίλ κατηγορήθηκε από τους στρατιωτικούς συμβούλους του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ ως φιλέλλληνας, έπεσε στη δυσμένειά του και στάληκε στη Σμύρνη ως διοικητής, όπου υπηρέτησε πολλά χρόνια. Από εκεί ανακλήθηκε το 1907 κι ανέλαβε για τρίτη φορά ως Μέγας Βεζύρης. Πρώτο του μέλημα ήταν η βελτίωση των σχέσεων της Τουρκίας με βαλκανικά κράτη, όσο ήταν δυνατό. Ιδιαίτερα με την Ελλάδα. Διέβλεπε ο Κιαμίλ τον επερχόμενο κίνδυνο του συνασπισμού των βαλκανικών κρατών κατά της Τουρκίας, αλλά οι πολιτικοί του αντίπαλοι, ιδιαίτερα οι ανερχόμενοι νεότουρκοι, που εξακολουθούσαν να τον διαβάλλουν ως φιλέλληνα, κατόρθωσαν και πάλι να πείσουν τον Χαμίτ να τον απομακρύνει

Όταν όμως έφθασε για την Τουρκία ο κόμπος στο χτένι και ο συνασπισμός των βαλκανικών κρατών, τον οποίο ο Κιαμίλ είχε προβλέψει από καιρό, αποτελούσε γεγονός, ο Σουλτάνος, και στενοί σύμβουλοί του, αναγκασμένοι εκ των πραγμάτων, θυμήθηκαν τον Κιαμίλ και τον κάλεσαν, για τέταρτη φορά, να αναλάβει τη Μεγάλη Βεζυρία. Από την πρώτη μέρα που ανέλαβε τα υψηλά του καθήκοντα ο Κιαμίλ έριξε μέγα βάρος των προσπαθειών του στην αποτροπή ενός πολέμου των συνασπισμένων βαλκανικών κρατών εναντίον της Τουρκίας. Ήταν περισσότερο από βέβαιος για την ήττα της χώρας του και τα δεινά που θα επεσώρευε ο πόλεμος αυτός στην καταρρέουσα ήδη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πίστευε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να πειστεί, αν της παραχωρείτο η Κρήτη, που ήταν ήδη αυτόνομη πολιτεία και αν ικανοποιούνταν μερικά άλλα ελληνικά αιτήματα, ανώδυνα για την Τουρκία, κυρίως εδαφικές παραχωρήσεις στη Θεσσαλία, ειδικότερα, τα εδάφη που κατέλαβε η Τουρκία στον πόλεμο του 1897.

Ευτυχώς για την Ελλάδα και τα άλλα βαλκανικά κράτη, οι κοντόφθαλμοι και φανατικοί σοβινιστές ηγέτες των Νεοτούρκων ματαίωσαν κάθε προσπάθεια του Κιαμίλ. Ο πόλεμος ξέσπασε σε λίγο και η Τουρκία έχανε το ένα μετά το άλλο τα ευρωπαϊκά - βαλκανικά εδάφη επικράτειάς της. Κυνηγημένος απ’ όλα τα μέτωπα ο τουρκικός στρατός, όσος δεν παραδόθηκε, κινδύνευε να διαλυθεί ταπεινωμένος και εξευτελισμένος. Ο Κιαμίλ, στην κρισιμότατη αυτή στιγμή για την Τουρκία, προσπαθούσε να πετύχει μια έντιμη ειρήνη, για να περισώσει όσα ήταν δυνατό να περισωθούν. Όμως, οι φανατικοί ηγέτες των Νεοτούρκων τον εξανάγκασαν να παραιτηθεί, βάζοντάς του το πιστόλι στον κρόταφο. Απογοητευμένος και βαθιά πικραμένος ο Κιαμίλ εγκατέλειψε το πρωθυπουργικό του γραφείο και αποσύρθηκε οριστικά από την πολιτική. Και τον Απρίλη του 1913 γύρισε μέσω Αιγύπτου στην Κύπρο. Εγκαταστάθηκε στην τουρκική συνοικία της Λευκωσίας, όπου απεβίωσε στις 13 Νιόβρη 1913 και τάφηκε στο προαύλιο του τζαμιού Αράπ Αχμέτ.

Στην κηδεία του παρέστησαν ο Άγγλος Ύπατος Αρμοστής, Έλληνες και οθωμανοί προύχοντες από όλα τα μέρη της Κύπρου. Εγκώμιο στον εκλιπόντα Κύπριο Οθωμανό πολιτικό έπλεξαν όλες οι εφημερίδες της εποχής. Ο Μανιάτης εθνικός αγωνιστής Νικόλαος Καταλάνος, διευθυντής του «Κυπριακού Φύλακα», έγραψε για τον Κιαμίλ και τούτα τα λόγια: «Αστήρ πρώτου μεγέθους απεσβέσθη τω Οθωμανικώ στεριώματι, διανύσας εν αυτώ φωτεινήν τροχιάν...». Και ο Κωνσταντίνος Μυριανθόπουλος τονίζει στο ποίημά του για τον εκλιπόντα: «Ο Κιαμίλ Πασάς υπήρξε ασφαλώς η ευρυτέρα και φωτεινοτέρα διάνοια εν τη νεωτέρα Τουρκία...».