Διεθνή

Ένας «ετοιμόρροπος» συνασπισμός επιδιώκει να εκθρονίσει τον Νετανιάχου

Τα κόμματα του συνασπισμού βρίσκονταν σε διαβουλεύσεις μέχρι το παρα- ένα της εκπνοής της προθεσμίας, επιχειρώντας να αμβλύνουν ή να βάλουν κάτω από το χαλί τις διαφορές τους, ώστε να πετύχουν την «αλλαγή στο Ισραήλ» και να εκθρονίσουν τον Νετανιάχου από την πρωθυπουργία

Μετά από τέσσερεις εκλογικές αναμετρήσεις μέσα σε δύο χρόνια συμφωνήθηκε η δημιουργία κυβέρνησης συνασπισμού χωρίς τον Μπενιαμίν Νετανιάχου. Η συμμαχία, η οποία δημιουργήθηκε με κοινό στόχο την απομάκρυνση του μακροβιότερου πρωθυπουργού από τη 12χρονη παραμονή του στην εξουσία, ξεπέρασε φαινομενικά τα εμπόδια και βρήκε αυτές τις συγκλίσεις, ώστε να είναι σε θέση να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από την Κνεσέτ. Εντούτοις, ο δρόμος για την οριστική εκθρόνιση του Νετανιάχου έχει ακόμα πολλά εμπόδια. Ο «Μπίμπι», μάλιστα, δεν αναμένεται να κάτσει με σταυρωμένα τα χέρια όταν το διακύβευμα δεν είναι μόνο η πολιτική του επιβίωση αλλά και το ενδεχόμενο καταδίκης για τρεις υποθέσεις διαφθοράς. Με εξόφθαλμες διαφορές σε βασικά θέματα όπως το status quo των Παλαιστινίων, η οικονομική ανάκαμψη και η θέση της θρησκείας στην κοινωνία τίθεται το ζήτημα κατά πόσον αυτός ο ετερόκλιτος συνασπισμός είναι σε θέση να επιβιώσει και να παραγάγει πολιτική, όταν το μόνο συνεκτικό στοιχείο του παραμένει η εκδίωξη του Νετανιάχου από την εξουσία.

Η καθαίρεση του Νετανιάχου και τα επόμενα βήματα

Η ανακοίνωση των κομμάτων της αντιπολίτευσης για δημιουργία κυβέρνησης συνασπισμού πλέον δύναται να άρει το πολιτικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται το Ισραήλ μετά τις τέσσερεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Εάν καταφέρουν να σχηματίσουν Κυβέρνηση, αυτόματα θα τερματίσουν τη 12χρονη πρωθυπουργία του Νετανιάχου, ενός ηγέτη που καθόρισε την πορεία του σύγχρονου Ισραήλ περισσότερο από κάθε άλλο πολιτικό.

Ο συνασπισμός αυτός, ο οποίος κρίνεται από πολλούς ως «ασυνήθιστος και αφύσικος», αποτελείται από οκτώ κόμματα με διαφορετικές πολιτικές ιδεολογίες, που κινούνται από την αριστερά μέχρι την ακροδεξιά. Στους κόλπους του εντάχθηκε το αραβικό κόμμα Ράαμ (Ενωμένη Αραβική Λίστα) του ισλαμιστή Μανσούρ Αμπάς, αίροντας το τελευταίο εμπόδιο για τη δημιουργία αυτού του συνασπισμού. Της συμμαχίας θα ηγείται μέχρι το 2023 ο Ναφτάλι Μπένετ, ενώ εάν καταφέρει να επιβιώσει για να ολοκληρώσει τη θητεία της, τη σκυτάλη θα πάρει ο Γιαΐρ Λαπίντ μέχρι το 2025.

Σημειώνεται ότι τα κόμματα του συνασπισμού βρίσκονταν σε διαβουλεύσεις μέχρι το παρα-ένα της εκπνοής της προθεσμίας, επιχειρώντας να αμβλύνουν ή να βάλουν κάτω από το χαλί τις διαφορές τους, ώστε να πετύχουν την «αλλαγή στο Ισραήλ» και να εκθρονίσουν τον Νετανιάχου από την πρωθυπουργία.

Στο αντίπαλο στρατόπεδο ο Μπίμπι, γνωρίζοντας ότι ο συνασπισμός αυτός στηρίζεται στη βάση μιας ελάχιστης συνεννόησης και εξαρτάται από την κάθε ψήφο, επιδόθηκε σε μία εκστρατεία διαίρεσης του μπλοκ της αντιπολίτευσης για να εμποδίσει τον σχηματισμό του.

Ειδικότερα, οι δικηγόροι του Λικούντ προσέφυγαν στην ισραηλινή προεδρία για να εγείρουν ζήτημα αντισυνταγματικότητας στο σχήμα εναλλαγής σε σημαντικά κυβερνητικά πόστα, στο οποίο βασίζεται το εγχείρημα του Γιαΐρ Λαπίντ. Σύμφωνα με πληροφορίες του AFP, η ισραηλινή προεδρία απέρριψε την ένσταση περί αντισυνταγματικότητας, υπενθυμίζοντας ότι ο Ναφτάλι Μπένετ μπορεί να είναι ο πρώτος που θα αναλάβει την κυλιόμενη πρωθυπουργία.

Αν και η συνεδρίαση του κοινοβουλίου για την ψήφο εμπιστοσύνης στη νέα κυβέρνηση ενδέχεται να πραγματοποιηθεί την επόμενη εβδομάδα, τις τελευταίες ημέρες ο ισραηλινός Τύπος αναφέρει ότι ο πρόεδρος της Κνεσέτ, ο Γιαρίβ Λεβίν, ο οποίος ανήκει στο κόμμα του Νετανιάχου, ενδέχεται να προσπαθήσει να καθυστερήσει κατά μερικές ημέρες την ψηφοφορία, σε μια προσπάθεια στο διάστημα αυτό να υπάρξουν αποχωρήσεις από τον συνασπισμό κατά του Νετανιάχου.

Γίνεται πλέον ξεκάθαρο ότι τόσο ο απερχόμενος πρωθυπουργός όσο και το κόμμα του και οι δικηγόροι του προσπαθούν με κάθε τρόπο να εμποδίσουν την έγκριση της νέας κυβέρνησης συνασπισμού από την Κνεσέτ με κίνδυνο η χώρα να οδηγηθεί σε μια νέα εκλογική αναμέτρηση.

Καταδικασμένη σε αποτυχία;

Ενώ κάποιοι αναλυτές είδαν με θετικό μάτι τον συνασπισμό που ανακοινώθηκε, θεωρώντας ότι αντικατοπτρίζει το εύρος και την πολυπλοκότητα της κοινωνίας του Ισραήλ, άλλοι υποστηρίζουν ότι τα μέλη του έχουν αντικρουόμενες θέσεις, οι οποίες αποτελούν την ενσάρκωση της πολιτικής δυσλειτουργίας που βιώνει η χώρα.

Σε ένα πρόωρο σημάδι διαταραχής των σχέσεων των μελών του συνασπισμού, το κόμμα του Αμπάς ανέφερε ότι έχει υπογράψει συμφωνία για να στηρίξει τον συνασπισμό, στην οποία περιλαμβάνεται η δέσμευση για την καταβολή 53 δις σέκελ για τη βελτίωση των υποδομών και την αντιμετώπιση του βίαιου εγκλήματος στις αραβικές πόλεις. Παράλληλα η συμφωνία περιλαμβάνει όρους για το πάγωμα των κατεδαφίσεων των σπιτιών που κατασκευάστηκαν χωρίς άδεια σε αραβικά χωριά και την απόκτηση επίσημου καθεστώτος για τις πόλεις των Βεδουίνων στην έρημο Νεγκέβ, προπύργιο των ισλαμιστών, πρόνοια που σύμφωνα με ειδικούς θα αποτελέσει το πρώτο τεστ αντοχής των σχέσεων των εταίρων της κυβέρνησης. Ενδεικτικό είναι ότι μια ώρα πριν από την ανακοίνωση της συμφωνίας για συνασπισμό, ο δεξιός βουλευτής, Nir Orbach, ο οποίος θα συμμετέχει στη νέα κυβέρνηση, έκανε ανάρτηση αναφέροντας ότι «Δεν εγκαταλείπουμε τη Νεγκέβ. Τελεία».

Αυτό αποτελεί ένα μόνο παράδειγμα για το πόσο εύκολα μπορούν να δημιουργηθούν τριβές μεταξύ των μελών της νέας συμμαχίας. Το γεγονός ότι αυτές οι εντάσεις προϋπήρχαν της ανακοίνωσης της συμφωνίας, δημιουργεί αμφιβολίες σε πολλούς εάν θα καταφέρει να αντέξει πάνω από μερικούς μήνες.

Οι βασικοί παίκτες όμως δεν εθελοτυφλούν για την ικανότητα επιβίωσης αυτού του συνασπισμού και ήδη άρχισαν να προωθούν τις κρυφές τους ατζέντες. Αναλυτές θεωρούν ότι στην περίπτωση κατάρρευσης της συμμαχίας ο Λαπίντ θα βγει πιο ενισχυμένος από τον Μπένετ, ο οποίος αν και θα αναλάβει πρώτος το τιμόνι της χώρας, η απόφασή του να συνταχθεί με τους κεντρώους και τους αριστερούς προκάλεσε δυσαρέσκεια στους υποστηρικτές του.

Θα αλλάξει η πολιτική του Ισραήλ;

Βασικό ερώτημα είναι κατά πόσον θα υπάρξει αλλαγή στην πολιτική του Ισραήλ, λαμβάνοντας υπόψη ότι η «αφύσικη» αυτή συμμαχία είχε συγκροτηθεί με κοινό στόχο την απομάκρυνση του Νετανιάχου από την πρωθυπουργία, παραβλέποντας την αντίθεση των κεντρώων οραμάτων του Λαπίντ με τη ριζοσπαστική δεξιά ατζέντα του Μπένετ.

Από τη μια ο συνασπισμός αυτός θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μια ριζική αλλαγή για το Ισραήλ, με τους ηγέτες του να δεσμεύονται ότι θα τερματίσουν τον κύκλο της διχαστικής πολιτικής και των ατελείωτων εκλογικών αναμετρήσεων. Από την άλλη, όμως, εάν καταφέρουν να πάρουν ψήφο εμπιστοσύνης από την Κνεσέτ, πόση αλλαγή θα φέρει η διακυβέρνησή τους, όταν λίγο πολύ το σημείο σύγκλισης είναι μόνο η προσπάθεια αλλαγής της Κυβέρνησης Νετανιάχου;

Για παράδειγμα, ο Μπένετ συχνά περιγράφεται ως πιο δεξιός από τον Νετανιάχου. Δεν έκρυψε ποτέ τις ακραίες του θέσεις όσον αφορά τη διένεξη Ισραηλινών-Παλαιστινίων, υποστηρίζοντας ότι «δεν υπάρχει ισραηλινή κατοχή στην Δυτική Όχθη, διότι δεν έχει υπάρξει ποτέ παλαιστινιακό κράτος». Επίσης, μιλώντας για τους Παλαιστίνιους φυλακισμένους, εξέφρασε την άποψη ότι «οι τρομοκράτες πρέπει να σκοτώνονται, όχι να απελευθερώνονται».

Αν και μέσα στον συνασπισμό εντάχθηκαν κόμματα που διαφωνούν με αυτές τις θέσεις, άναψαν το πράσινο φως ο Μπένετ να αναλάβει πρώτος την πρωθυπουργία. Για πολλούς πολίτες, πάντως, θεωρείται ο «νόμιμος αντικαταστάτης» του Νετανιάχου, αφού από το 2013 έχει αναλάβει πέντε υπουργικά χαρτοφυλάκια με τελευταίο το Υπουργείο Άμυνας το 2020, όταν στην κορύφωση της πανδημίας ανέλαβε τη θεαματική κινητοποίηση του στρατού για τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης. «Μία εικόνα κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του ισραηλινού κοινού που αναζητεί απελπισμένα έναν νόμιμο αντικαταστάτη του Νετανιάχου», παρατηρεί ο Evan Gottesman, Israel Policy Forum.

Από την άλλη ο Λαπίντ, ο οποίος είχε χαρακτηριστεί «επικίνδυνος αριστερός» από τους πολιτικούς του αντιπάλους, άνοιξε τον δρόμο σε δεξιούς πολιτικούς για να ενταχθούν στη συμμαχία κατά του Νετανιάχου. Στο πλαίσιο των ίδιων πολιτικών «μεταλλάξεων», ο Μπένετ είχε δεσμευτεί πριν από τις εκλογές ότι δεν θα επέτρεπε σχηματισμό οποιασδήποτε κυβέρνησης με τον Λαπίντ ή το αραβικό κόμμα Ράαμ.

(δημοσιεύθηκε στη «Σημερινή της Κυριακής», 06/06/2021)