Αναλύσεις

Το μειονοτικό στοιχείο εργαλειοποιούμενο στην τουρκική στρατηγική

3186093_1[1].jpg

O Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, επισκεπτόμενος την Αθήνα, δεν παρέλειψε να διέλθει από την περιοχή της Θράκης, επισκεπτόμενος χωριά, στα οποία διαβιοί μουσουλμανικός πληθυσμός.

Στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει να επισημάνουμε εν προκειμένω την αξιοπρόσεκτη αναφορά Τσαβούσογλου σε «τουρκική κοινότητα», όπως σχετικώς απεκάλεσε τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Η αναφορά του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών δεν πρέπει να εκληφθεί ως απλό λεκτικό σχήμα, αλλά πρέπει να ενταχθεί σε μια πολιτική διαδρομή, η οποία έλκει την καταγωγή της στην κυπριακή υπόθεση, διέρχεται δε σήμερα στο πλαίσιο της τουρκικής στρατηγικής και από τη Θράκη.

Η ανωτέρω αναφορά συνειρμικά υπομιμνήσκει στους γνώστες της τουρκικής πολιτικής την προηγούμενη εξέλιξη του κυπριακού προβλήματος κατά τη δεκαετία του 1950. Ειδικότερα, ως προς την περίπτωση της Κύπρου, σημειώνεται πως η κοινοτική διάσταση υπήρξε ο προπομπός της προβολής και διεκδίκησης των διχοτομικών σχεδίων της Άγκυρας στο νησί. Τούτο γιατί η έννοια της κοινότητας αναβαθμίζει, διαφοροποιώντας σε επίπεδο πολιτικής διάστασης το μειονοτικό καθεστώς μιας θρησκευτικής εν προκειμένω ομάδας, παρέχοντάς της δυνατότητες αυτόνομης εθνικής και λαϊκής παρουσίας στην περιοχή.

Για να μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε την ενδεχόμενη πορεία των πραγμάτων, υπενθυμίζουμε πως η ιστορική διαδρομή των Τουρκοκυπρίων στην Κύπρο ξεκίνησε ως πληθυσμιακή οντότητα του 18% μειονοτικού καθεστώτος, ευρισκόμενη κατά ταύτα διάσπαρτη σε όλη την κυπριακή επικράτεια και εν συνεχεία μετεβλήθη τεχνηέντως σε κοινότητα, ισότιμο κατά ταύτα συνταγματικά εταίρο προς τη μέγιστη πλειοψηφία των Ελλήνων του 80 και πλέον τοις εκατόν.

Στη συνέχεια, μετά από σχετικές ταραχές κατά το 1964 μεταφέρθηκαν οι Τουρκοκύπριοι σε μία περιοχή, έτσι ώστε να δημιουργούν το συνταγματικό και εδαφικό περίγραμμα μιας εν δυνάμει κρατικής οντότητας, συνθήκη της οποίας η πραγμάτωση έκτοτε επιχειρείται δι’ όλων των μέσων.

Σημειώνεται πως η μειονότητα ως πολιτικό και πολιτειακό μέγεθος υπάγεται στο σύνολο του πληθυσμού, απολαμβάνουσα διεθνώς κατοχυρωμένα δικαιώματα ως προς τη γλώσσα και τη θρησκεία. Είναι όμως κατά ταύτα ενταγμένη στο σύνολο του λαού, χωρίς να είναι φορέας αυτονομιστικών δικαιωμάτων και διχοτομικών πολιτικών διαδρομών κατά ταύτα. Η κοινότητα, αντιθέτως, συνιστά ένα σύνολο λαϊκής οντότητας με σχετική αυτόνομη παρουσία και εδραίωση σε εδαφικό και πολιτειακό πλαίσιο στην επικράτεια της χώρας, έναντι της οποίας ως πολιτική διάσταση, κατά το μάλλον ή ήττον, διαφοροποιείται. Επομένως, σταδιακά αναβαθμιζόμενη διεκδικεί ολοένα και μεγαλύτερη πολιτική και πολιτειακή εν τέλει αυτονόμηση.

Η κυπριακή περίπτωση αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον προς μελέτη για τα ελληνικά συμφέροντα προηγούμενο, αλλά και τις τουρκικές διεκδικήσεις, γιατί ουσιαστικά παραθέτει τη διαδρομή, μέσω της οποίας ο σχεδιασμός της Άγκυρας μετέτρεψε στο πλαίσιο μιας ανομίας, που επεβλήθη από διάφορους παράγοντες στη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού, την τουρκοκυπριακή πληθυσμιακή ομάδα από μειονοτικό σχήμα σε κοινότητα και εν τέλει σε οντότητα, διεκδικούσα κρατική αυτόνομη παρουσία στη μεγαλόνησο. Πρόκειται για μια θλιβερή πραγματικότητα, η οποία σε συνάρτηση με τη σταθερότητα των τουρκικών στρατηγικών στον χρόνο και στον τόπο, οι οποίες παραμένουν αναλλοίωτες, ανεξαρτήτως των όποιων μεταβολών επέρχονται στο τουρκικό πολιτικό σύστημα, πρέπει να διδάξει τις πολιτικές ηγεσίες Αθηνών και Λευκωσίας.

Σημειώνεται πως η μεθόδευση από το τουρκικό κράτος στη διαχρονική του πορεία μετατροπής της τουρκοκυπριακής μειονότητας σε κοινότητα, συνιστά για το τουρκικό πολιτικό σύστημα σημαντική επιτυχία και για τα όμματα του διεθνούς παράγοντα μιαν άλλη διάσταση για το πολιτικό περιβάλλον της Κύπρου.

Στην περίπτωση της Θράκης, που ως πολιτική πραγματικότητα δεν μπορεί μεν να συγκριθεί με τη δραματική πορεία και εξέλιξη της κυπριακής υπόθεσης, η μεθοδολογία της Άγκυρας παραμένει η ίδια σε σχέση με τη διεισδυτική στρατηγική αξιοποίησης στοιχείων, που μπορούν να εκληφθούν σε επίπεδο θρησκείας ή πολιτικής διάστασης ως πρόσφορα για την επίτευξη των τουρκικών στρατηγικών στόχων. Στο πλαίσιο της τουρκικής στρατηγικής, μια ενδεχόμενη αναβάθμιση της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη θα μπορούσε μακροπολιτικά να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά για το ελληνικό κράτος.

Εν κατακλείδι, η ελληνική Πολιτεία οφείλει να υιοθετήσει και να ενδυναμώσει πολιτικές ένταξης της μουσουλμανικής μειονότητας σε κοινωνικοοικονομικούς θεσμούς και φορείς σε επίπεδο στρατηγικής συνεργασίας, σε συνάρτηση με την εμπέδωση χρήσης και της ελληνικής γλώσσας ως κοινή συνιστάμενη του μουσουλμανικού στοιχείου με τον ευρύτερο πληθυσμό.

(δημοσιεύθηκε στη «Σημερινή της Κυριακής», 06/06/2021)