Η αλαζονεία της εξουσίας

Κατά το Σύνταγμά μας, ως Προεδρικό, έπρεπε να είχε καθιερωθεί μια συνεχής επικοινωνία και συνδιαμόρφωση τουλάχιστον στα εξαιρετικής σημασίας Νομοσχέδια ή και για τον ετήσιο Προϋπολογισμό, χωρίς απλώς να αναζητείται για να υπερψηφιστούν, εκ των προτέρων αποδοχή από δύο τουλάχιστον κόμματα, ένα της συμπολίτευσης και ένα άλλο που εκάστοτε θεωρούσε ότι αποτελούσε το ρυθμιστικό για την άσκηση των εξουσιών της Βουλής κόμμα. Έτσι ο μεν Πρόεδρος λειτουργούσε έναντι των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης με τη γνωστή «αλαζονεία της εξουσίας» («εγώ μπορώ να περάσω Νομοσχέδια όπως τα θέλω»). Παράλληλα, την ίδια πολιτική ή τακτική / συνήθεια ακολουθούσαν τα δύο κόμματα που συνήθως συναποτελούσαν τη βάση της κοινοβουλευτικής πολιτικής σύμπλευσης με την Εκτελεστική Εξουσία.

Στο πλαίσιο αυτό της «αλαζονείας της εξουσίας» ο Πρόεδρος προχωρούσε σε Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο, εκεί όπου η Βουλή κατάφερνε να ψηφίσει Προτάσεις Νόμου που προώθησε μονωμένα ένα ή περισσότερα κόμματα και πέτυχαν της έγκρισης της πλειοψηφίας. Μία συλλογιστική και πρακτική συνήθεια που ουσιαστικά αποτελεί διαφορά πολιτικής σκέψης και αντίληψης, που ήδη με τη συνεχή αύξηση των Αναφορών του Προέδρου στο Δικαστήριο και της παρεπόμενης χρονικής αβεβαιότητας μέχρι τη Δικαστική απόφαση, διαμόρφωσε μιαν εξαρχής εντονότατη «ανάμειξη» ή «επηρεασμό» της Δικαστικής Εξουσίας, στη λειτουργία του κράτους.

Το καλός νοούμενο δημόσιο συμφέρον και το καλό του λαού και του τόπου επέβαλλαν και επιβάλλουν, κατά το Προεδρικό σύστημά μας, την ανάγκη συνεργασίας και της από κοινού καθιέρωσης συναντίληψης επί των εξαιρετικής σημασίας αποφάσεων για εκσυγχρονισμό και εκ νέου ορθής θεμελίωσης της λειτουργίας των θεσμικών και άλλων κρατικών οργάνων. Αυτή η ανάγκη προέκυψε με την καταψήφιση του Προϋπολογισμού του 2021. Τότε έγινε αντιληπτό και από τις δύο εξουσίες (Εκτελεστική και Νομοθετική) ότι χρειάζεται παραμερισμός της αλαζονικής στάσης και εφαρμογή τής εκ των προτέρων υπεύθυνης συνεννόησης. Εκ της συνδρομής πολλών σκέψεων και ιδεών θα προκύψει σύνθεση και στόχος, προς όφελος του κυρίαρχου λαού. Μόνο έτσι άλλωστε θα είναι δυνατό να φθάσουμε σε νόμους που θα επιφέρουν τις πραγματικά αναγκαίες τομές, οι οποίες θα επιτρέψουν να ανακτηθεί το απολεσθέν για πολλούς λόγους αλλά και της διαφθοράς κύρος των υπηρεσιών και των αξιωματούχων. Τούτο βέβαια προϋποθέτει την αναγκαία παράλληλη διαφάνεια και ορθή ή πραγματική επικέντρωση στην ουσιαστική πάταξη της διαφθοράς. Κατάσταση η οποία, είναι βέβαιο, θα συντελέσει ώστε ο πολίτης να ενδιαφερθεί για να υπάρξει πραγματικά Κράτος Δικαίου και με τη δική του συμμετοχή από το στάδιο της προδιαβούλευσης επί Νομοσχεδίων ή Προτάσεων Νόμων εξαιρετικής σημασίας στην αναγέννηση του κράτους.

Προφανώς το ίδιο καθήκον έχουν οι 56 Βουλευτές που έχουν υποχρέωση να επιλέξουν όχι με κομματικά παζαρέματα τον Πρόεδρο της Βουλής. Η επιλογή αφορά έναν αξιωματούχο που εκ της θέσης του έχει ευθύνες όχι μόνο για την ομαλή και νόμιμη λειτουργία της Βουλής, αλλά κύρια ασκεί Κοινοβουλευτική Διπλωματία που θα αφορά γενικότερα τα ζητήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ανατολική Μεσόγειο και βέβαια, πρώτιστα, της επίλυσης στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικαίου, του Κυπριακού.

Η πραγμάτωση της συναίνεσης και συναπόφασης είναι άλλωστε κύριο φαινόμενο της ύπαρξης και λειτουργίας της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο επίπεδο δε κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης εάν επιτευχθεί τέτοια συνεννόηση, θα οδηγήσει και στην απομόνωση των ακραίων πολιτικών ομάδων.

Η συνεννόηση και από κοινού προσπάθεια αποτελεί, ιδιαίτερα για την Κυπριακή Δημοκρατία, προϋπόθεση ομοθυμίας, που είναι απολύτως αναγκαία και για το κυπριακό πρόβλημα ως ασπίδα και λόγχη κατά της επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας. Ανάγκη που θα καταδείξει έστω και τώρα ότι ο εσωτερικός αλληλοσπαραγμός (στον οποίο ο Έλληνας είναι «πρωταθλητής») μπορεί και πρέπει να παραμερίζεται για τη διάσωση του κράτους.