Κυπριακό: Τουρκική συλλογιστική δύο κρατών

Σε αυτήν τη χρονική συγκυρία η Τουρκία προβάλλει κατά τρόπο έντονο και συστηματικό την αξίωση περί δύο κρατών στην Κύπρο, επιδιώκοντας τη νομιμοποίηση του ψευδοκράτους στον βορρά.

Για ν’ αντιληφθούμε την τουρκική στρατηγική, πρέπει να εξετάσουμε τι επιδιώκει διαχρονικά η Άγκυρα στην Κύπρο. Επισημαίνεται πως οι αλλαγές πολιτικής της Τουρκίας συνιστούν τακτικές κινήσεις, που δεν παραλείπουν αφενός τη στόχευση του ελέγχου της Κύπρου ολόκληρης από την Άγκυρα και αφετέρου αποσκοπούν στη διαρκή αποδυνάμωση της ελληνικότητας και της ελληνικής εν προκειμένω ταυτότητας της μεγαλονήσου.

Η εμφανιζόμενη στο παρόν αλλαγή βάσης από τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία σε δύο κράτη συνιστά μόνο μία επιφανειακή τουρκική κίνηση, διότι αυτό συνιστά στην πραγματικότητα άλλη όψη του ιδίου νομίσματος.

Η έννοια της ομοσπονδίας, όπως καλλιεργείτο επί δεκαετίες στο πλαίσιο των συνομιλιών, θα ήταν δι’ άλλης οδού μετατροπή της Κύπρου σε προτεκτοράτο, γιατί η ομοσπονδία δεν θα λειτουργούσε, παρά μόνο αν προσαρμοζόταν ο νότος στη βούληση του βορρά, καθώς οι ομοσπονδίες, ως γνωστόν, λειτουργούν μόνο με διαρκή συναίνεση των μερών. Το ελβετικό μοντέλο π.χ. διήλθε διαδρομές 700 ετών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων, για να είναι σήμερα ένα εύρυθμα λειτουργόν ομοσπονδιακό σύστημα, όπου και δεν υφίστατο η έξωθεν παρεμβατική επιβολή, που έχει η Κύπρος με την Τουρκία δίπλα της.

Η Άγκυρα επιδιώκει τη διχοτόμηση με τη δημιουργία δύο κρατών, ενός βόρειου τουρκικού και ενός νότιου ελληνοκυπριακού, όπου ο ισχυρός βορράς σταδιακά θα εφαρμόζει πολιτικές απορρόφησης του νότου. Στόχος της Τουρκίας είναι η σταδιακή υπονόμευση της παρουσίας της Κύπρου στην ΕΕ, όπου θα επιδιωχθεί η αμφισβήτηση της συμμετοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας ως εκπροσωπούσης ολόκληρο τον κυπριακό χώρο.

Στην τουρκική στόχευση το ένα κράτος, που θα προστατεύεται από την ίδια, θα είναι ισχυρό και στέρεο με ισχυρή παρουσία στρατού, ενώ ο νότος θα αναζητεί ταυτότητα και προστασία.

Σε ένα τέτοιο σενάριο, ουσιώδης παράμετρος είναι πως η Κυπριακή Δημοκρατία θα απολέσει την υπόστασή της ως υποκειμένου διεθνούς δικαίου, μετατρεπόμενη από ανεξάρτητη κρατική οντότητα, σε ένα κρατίδιο, του οποίου η επιβίωση θα συναρτάται προς την πολιτική βούληση της Άγκυρας.

Το γεγονός πως η ΚΔ θα προβάλλεται ως διεθνής παρουσία μέσα από μία εδαφικά και πολιτειακά, ελλιπή πλέον, κατόπιν της απώλειας του βορρά, διεθνή παρουσία, συνιστά ένα πρώτο στοιχείο αποδυνάμωσης του διεθνούς κύρους και αξιοπιστίας της. Δεύτερον, θα τελεί σε διαρκή απειλή από τον βορρά. Το στοιχείο της απειλής συνίσταται και στο ότι, εξαιτίας της τουρκικής ισχύος και υπεροχής, ο νότος θα προσαρμόζει σταδιακά τη βούληση και την ανάπτυξη εσωτερικών, περιφερειακών ή διεθνών δραστηριοτήτων, από το τι υποθέτει ότι δεν θα ενοχλούσε ή θα ήθελε ο ισχυρός παράγων, ο οποίος κατέχει το βόρειο τμήμα. Αυτή η ανισορροπία ισχύος θα μετατρέψει σταδιακά τον νότο στην καλύτερη περίπτωση σε φινλανδοποιημένη ζώνη. Στη χειρότερη θα εποικιστεί σταδιακά και σε βάθος χρόνου θα εκτουρκιστεί.

Οι τουρκικές ηγεσίες γνωρίζουν ποιες είναι οι αδυναμίες και δυνάμεις του Ελληνισμού, ιδιαιτέρως δε τις ψευδαισθήσεις των κυπριακών ηγεσιών διαχρονικά, όπου η εκτίμηση ότι μπορεί να εξευρεθεί λύση υπό συνθήκες κατοχής μέσα από τη διακοινοτική διαπραγμάτευση, ουσιαστικά καλλιεργεί την πεποίθηση στην Άγκυρα πως η Κύπρος θα πέσει ως ώριμο φρούτο στα χέρια της. Προς τούτο έχει τη συνεπικουρία του βρετανικού παράγοντα, ο οποίος φρόντισε να ακυρώσει την πορεία της Κύπρου προς την ελευθερία, τόσο κατά τη δεκαετία του 1950 με την προσαγωγή του τουρκικού παράγοντα ως ενδιαφερομένου για το Κυπριακό, μετατρέποντάς τον σε μέρος του παιγνίου οικοδόμησης κοινού κράτους, όσο και κατά τη δεκαετία του 1990 με την αποδυνάμωση και εν τέλει ακύρωση του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου, το οποίο και αποτελεί την τελευταία έμπρακτη κίνηση εκ μέρους της Ελλάδος για να υπερασπιστεί την υπόσταση του κυπριακού Ελληνισμού.

Ούτως ή άλλως η Τουρκία έχει διαβάσει πολύ καλά, εδώ και πολλά χρόνια, την ελληνική επισφαλή για τα ελληνικά συμφέροντα στρατηγική διαρκών αμφιταλαντεύσεων, η οποία δεν παραπέμπει στην εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου, αλλά στον «ύψιστο στρατηγικό στόχο» της ΔΔΟ, όπερ ουσιαστικά εξυπηρετεί με άλλο τρόπο την τουρκική βούληση και στρατηγική στόχευση.