Ανθρώπινες Ιστορίες

Ο Διγενής στην Κακοπετριά

«Έφθασα εις Κακοπετριάν την 6ην Ιουλίου 1955 και κατέγινα με την οργάνωσιν ανταρτικών ομάδων, διά πρώτην δράσιν εις Πιτσιλιάν, Κακοπετριάν, Λεύκαν και Άγιον Αμβρόσιον-Καλογραίαν...»

Στο σημερινό μας ιστορικό σημείωμα θ’ ασχοληθούμε μια μιαν άγνωστη πτυχή του αδικαίωτου Απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ. Τις επισκέψεις του Αρχηγού Διγενή στην Κακοπετριά, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 66 χρόνων από τις επισκέψεις εκείνες που έγιναν με άκρα μυστικότητα, κάτω από συνθήκες δύσκολες για τον ίδιο και την πορεία του Αγώνα του Κυπριακού Ελληνισμού για την αυτοδιάθεση και την Ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα.

Στην Κακοπετριά, ο Διγενής είχε φιλοξενηθεί για πρώτη φορά λίγες ημέρες μετά τη σύλληψη τού πλοιαρίου «Άγιος Γεώργιος», το δεύτερο δεκαήμερο του Γενάρη 1955. Είχε επιλέξει το χωριό αυτό «ως ασφαλές καταφύγιο», όπως αναφέρει ο ίδιος, και διέμεινε στο ξενοδοχείο «Εκάλη» του Κώστα και της Παναγιώτας Κουντούρη. Εκεί, αναφέρει στο «Χρονικό του Αγώνα» ο Γρηγόρης Γρηγοράς, που εκτελούσε χρέη σωματοφύλακά του, ο Διγενής είχε δώσει και στην επαναστατική Οργάνωση το όνομα ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών). Όπως μαρτυρεί ο Γρηγοράς, ο Αρχηγός τού διάβασε το όνομα ΕΟΚΑ και τον ρώτησε αν του αρέσει, κι αυτός απάντησε καταφατικά. Εκεί στο ξενοδοχείο «Εκάλη» είχε ορκίσει και την πρώτη ομάδα των αγωνιστών της Κακοπετριάς, με αρχηγό και τοπικό υπεύθυνο τον Αντρέα Παπαδόπουλο, που ήταν γραμματέας της εταιρείας αυτοκινήτων «Σολέα». Εκτός από τον Παπαδόπουλο, είχαν ορκιστεί τη μέρα εκείνη ο Κυριάκος Πιπερίδης, ο Χρίστος Ιωάννου Καμπούρης, ο Χριστόδουλος Γερμανός-Ττοούλας, ο Μάμας Στυλιανού, ο Μηνάς Σοφόκλη, ο Αντρέας Γερμανός και ο Κωστάκης Κωσταντίνου, πατέρας του ήρωα Αλέκου Κωνσταντίνου. Αργότερα, ο Αντρέας Παπαδόπουλος, ο Χαράλαμπος Κυριακίδης και ο Ρένος Κυριακίδης, που γύρισε μυστικά από την Αθήνα, όρκισαν και άλλους αγωνιστές, ανάμεσα στους οποίους ήμουν κι εγώ, τον Νιόβρη του 1955.

Μετά από λίγες ημέρες παραμονής στην Κακοπετριά ο Διγενής ξαναγύρισε στη Λευκωσία, όπου είχε συναντήσεις με τον Μακάριο και είχαν αποφασίσει την έναρξη του Απελευθερωτικού Αγώνα τη χαραυγή της 1ης Απριλίου. Στη Λευκωσία, ο Διγενής είχε εκείνες τις μέρες συνεχείς επαφές με Τομεάρχες και άλλα κορυφαία στελέχη της ΕΟΚΑ, στους οποίους έδινε οδηγίες για τη δράση των τομέων σ’ ολόκληρη την Κύπρο.

Στην Κακοπετριά ο Διγενής ξαναγύρισε στις 6 Ιουλίου, αφού διευθέτησε τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι τομείς, ιδιαίτερα εκείνος του οπλισμού. Εκεί, στην Κακοπετριά, παρέμεινε σχεδόν ολόκληρο το καλοκαίρι και επέβλεπε την εκπαίδευση των ανταρτικών ομάδων Κακοπετριάς – Πιτσιλιάς. Παράλληλα, έκανε αναγνωρίσεις των περιοχών που προσφέρονταν για κρησφύγετα και κατάρτιζε τα σχέδια δράσης των ανταρτικών ομάδων, με τον κωδικό «Προς την Νίκην». Βασικότερος εκπαιδευτής των απειροπόλεμων νεαρών αγωνιστών, που δεν είχαν ξαναδεί στρατιωτικά όπλα, περίστροφα, πιστόλια, χειροβομβίδες και άλλες εκρηκτικές ύλες, ήταν ο Eλλαδίτης έφεδρος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, Γιάννης Κατσούλης, καθηγητής Σωματικής Αγωγής στο Ελληνικό Γυμνάσιο Σολέας, στην Ευρύχου, αλλά διέμενε μόνιμα στην Κακοπετριά, όπου είχε καταφύγει επίσης ο Διγενής άλλες δυο-τρεις φορές, όταν κινδύνευε. Γράφει ο ίδιος στ’ Απομνημονεύματά του: «Όταν ήρχισαν αι συλλήψεις στελεχών μας εις Λευκωσίαν περί τα τέλη Ιουνίου 1955, μετεκινήθην αρχικώς εις την οικίαν του εξαδέλφου μου Σοφοκλή Κυριακίδη εις Στρόβολον και είτα εις Κακοπετριάν, όπου έφθασα την νύκτα της 6ης Ιουλίου 1955. Άμα τη αφίξει μου εκεί κατέγινα εις την οργάνωσιν ανταρτικών ομάδων διά πρώτην δράσιν εις Πιτσιλιάν, Κακοπετριάν, Λεύκαν και Άγιον Αμβρόσιον - Καλογραίαν.

»Εις Πιτσιλιάν θα έδρα ο ΡΩΜΑΝΟΣ (Ρένος Κυριακίδης), εις Κακοπετριάν ο ΣΚΟΥΦΑΣ (Ανδρέας Νέστορος), εις Λεύκαν ο ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ (Ανδρέας Πολυβίου), μετά την σύλληψιν αυτού ο Πέτρος Στυλιανού, και είτα ο Νίκος Αγγελίδης και εις Άγιον Αμβρόσιον - Καλογραίαν ο Γρηγόρης Αυξεντίου…».

Στο μεταξύ, στην Κακοπετριά ανοίχτηκαν κρησφύγετα στο Βρυσί των Πιτέρων και στη Σκοτεινή, όπου δραστηριοποιείτο ανταρτική ομάδα. Η ηγεσία της ανατέθηκε στον Γρηγόρη Γρηγορά, ο οποίος μέχρι τότε ασκούσε καθήκοντα υπασπιστή του Αρχηγού. Και επειδή ο Τομεάρχης Αντρέα Νέστορος–«Σκουφάς», που ήταν ο μοναδικός εμπειρογνώμονας των εκρηκτικών υλών, είχε επιλεγεί βοηθός τομεάρχης του Ρένου, τον τομέα ανέλαβε ο Γρηγόρης Γρηγοράς με το ψευδώνυμο «Νταβέλης». Η μετακίνηση του Σκουφά στην Πιτσιλιά κρίθηκε απαραίτητη, διότι ο αγωνιστής αυτός δεν ήταν μόνο ειδικός στην κατασκευή και χρήση εκρηκτικών υλών, που ήταν απαραίτητες για την Οργάνωση. Ανέλαβε και έστησε στον Πολύστυπο, στο σπίτι της Χίππαινας, εργαστήριο κατασκευής βομβών, που τροφοδοτούσε όχι μόνο την Πιτσιλιά, αλλά όλους τους άλλους τομείς. Παράλληλα περιόδευε, πάντοτε πεζός, όλα τα χωριά της Πιτσιλιάς, όρκιζε αγωνιστές και τους εκπαίδευε στη χρήση των όπλων και εκρηκτικών υλών. Ήταν το δεξί χέρι του «Ρωμανού».

Γράφει ο Διγενής στ’ Απομνημονεύματά του για τις ανταρτικές ομάδες Πιτσιλιάς- Κακοπετριάς: «Εκτός των ανωτέρω ομάδων, μικρά ομάς συνεκροτήθη εις την περιοχήν Κακοπετριάς υπό τον Γρηγόρην Λουκά Γρηγοράν. Εις την κωμόπολιν αυτήν παρέμεινα κατά διαστήματα επ’ αρκετόν χρόνον, μεταξύ Ιουλίου - Οκτωβρίου 1955, επετεύχθη δε να αποκρυβεί εκεί οπλισμός ευθύς εξ αρχής και να εξευρεθούν αρκετά μέλη ικανά και δραστήρια…».

Τον οπλισμό στην Κακοπετριά είχαν μεταφέρει κατά διαστήματα ο Αντρέας Αζίνας, ο Αντρέας Γιάγκου, ο Γρηγόρης Γρηγοράς με τον Χριστάκη Μασωνίδη και ο Χρίστος Τσιάρτας στο Καρτερούνι. Από εκεί τον μετέφεραν στο χωριό ο Αντρέας Κυριακίδης και ο Αριστείδης Σάββα Περατικός. Όταν ο μετέπειτα ήρωας Χρίστος Τσιάρτας είδε ότι τον οπλισμό θα μετέφεραν από το Καρτερούνι στην Κακοπετριά οι δυο Κακοπετρίτες, όχι με όχημα αλλά με το γαϊδούρι του Περατικού, τους είπε: «Με τον γάδαρο θα μεταφέρετε τον βαρύν αυτόν οπλισμό; Πού θα τον σώσει;». Κι ο Περατικός χαριτολογώντας τού είπε: «Γιατί το παλιοσαραβαλάκι σου σώννει παραπάνω που τον γάδαρό μου;».

Στην Κακοπετριά, ο Διγενής φιλοξενήθηκε στα σπίτια των Πολύβιου Χατζηνεοκλέους, όπου διέμενε το ζεύγος Γιάννη και Νίκης Κατσούλη, Ιάκωβου Κυρίλλου, όπου διέμενε το ζεύγος Νίκου και Κλαίρης Αγγελίδη, Ανδρέα Χρ. Βασιλείου – Πιτσιρίκου (με σωματοφύλακα και τομεάρχη τότε τον Ανδρέα Νέστορος, «Σκουφά»). Αργότερα, με τον Γρηγόρη Γρηγορά, στο ξενοδοχείο «Ρομάντζο» του Μιχάλη και της Αγάθης Μακρή και στα σπίτια των Τοφαρή Γ. Παπά, Αριστείδη Νικολαΐδη - Μαυρίκιου, Αριστόδημου Μούσκου (στα Γυρίσματα) και τέλος στο σπίτι του Νικόλα Πίτσιλλου, μετά τη διαφυγή του από τα Σπήλια στις 11 Δεκεμβρίου 1955. Αφού διανυκτέρευσε στο σπίτι του Ν. Πίτσιλλου, με οδηγό τον Γρηγόρη Γρηγορά ανέβηκε στο ορεινό κρησφύγετο του Βρυσιού των Πιτέρων, όπου διανυκτέρευσε πάλι. Στην επίσκεψή του αυτή, που ήταν και η τελευταία στην Κακοπετριά, κατά τη διάρκεια του Αγώνα, είχαν φιλοξενηθεί και οι αντάρτες Ευαγόρας Παπαχριστοφόρου, Χαρίλαος Ξενοφώντος και Λάμπρος Καυκαλίδης.

Ο πρώτος που είχε έρθει σ’ επαφή με τον αείμνηστο Ευαγόρα Παπαχριστοφόρου, που στάληκε από τον Διγενή στην Κακοπετριά, από το ύψωμα Μούττη του Λουκάνικου, ήμουν εγώ και τον οδήγησα στο γραφείο του πνευματικού μου πατέρα, αείμνηστου Ανδρέα Παπαδόπουλου, που ήταν υπεύθυνος της ΕΟΚΑ στην Κακοπετριά και γνώριζε προσωπικά τον Αρχηγό, από τον Νιόβρη του 1954, όταν είχε επισκεφτεί το χωριό και είχε ορκίσει την πρώτη ομάδα, στο ξενοδοχείο «Εκάλη». Από τότε ο Παπαδόπουλος είχε απ’ ευθείας αλληλογραφία με τον Αρχηγό. Εγώ είχα πάρει εντολή από τον αείμνηστο νονό μου ν’ αναζητήσω και να βρω τον αείμνηστο Χαράλαμπο Κυριακίδη, προκειμένου να συνοδεύσει τον Παπαχριστοφόρου στο ύψωμα Μούττη του Λουκάνικου, μεταξύ Κακοπετριάς - Καρτερουνιού, για να παραλάβει και οδηγήσει στο χωριό μας, εκτός από τον Διγενή και τον Παπαχριστοφόρου, τους Λάμπρο Καυκαλίδη και Χαρίλαο Ξενοφώντος. Παρά τις έντονες προσπάθειές μου, για αρκετές ώρες, στάθηκε αδύνατο να βρω τον Κυριακίδη. Όπως μου είπε, όταν επιτέλους συναντηθήκαμε, αργά το απόγευμα, ενώ πήγαινα στο σπίτι του για του πω ότι τον αναζητεί ο νονός μου (Παπαδόπουλος), μου είπε ότι γύριζε από το πρωί στα ανατολικά υψώματα της Κακοπετριάς, αναζητώντας τον Αρχηγό. Ήταν βέβαιος ότι ο Διγενής θα κατέφευγε στο χωριό μας, διότι ήταν το μοναδικό που είχε αγωνιστές που τον γνώριζαν και τους εμπιστευόταν.

Πήγαμε με τον Κυριακίδη στον νονό μου. Εγώ έμεινα στο ισόγειο του σπιτιού, όπου στεγαζόταν το ιστορικό σωματείο ΑΕΚ, άντρο των αγωνιστών, και περίμενα οδηγίες. Σε λίγο κατέβηκε ο Κυριακίδης και μου είπε να επιστρατεύσω δυο-τρεις έμπιστους νεαρούς για να επιτηρούμε μόλις βραδιάσει τον δρόμο της Παλιάς Κακοπετριάς, που ήταν στρατοκρατούμενη. Και αν συναντούσαμε οποιαδήποτε κίνηση στρατιωτών, να τρέξω αμέσως να το αναφέρω στον ίδιο ή τον νονό μου. Κινήθηκα αμέσως και συνάντησα τους αείμνηστους Αντρέα Στρογγυλό, Αυγουστή Σπύρου και Αντρέα Πιλλακκούρη. Τους ανέφερα ότι είχα εντολή από την Οργάνωση να επιτηρούμε τον δρόμο της Παλιάς Κακοπετριάς, διότι θα διακινούνταν το βράδυ αγωνιστές. Μοιράσαμε την απόσταση του δρόμου. Στο πρώτο τμήμα ανέλαβα εγώ. Στο δεύτερο ο Αυγουστής μέχρι την εκκλησιά που ήταν κοντά στο σπίτι του και δικαιολογείτο η εκεί παρουσία του. Στο τρίτο τμήμα θα στεκόταν ο Στρογγυλός στο μπαλκόνι του σπιτιού του, όπου άρχιζε ο δρόμος που οδηγούσε στα περβόλια. Ο Πιλλακκούρης θα κινείτο στον δρόμο αυτό διότι εκεί κοντά ήταν το σπίτι του, στην άκρη του χωριού, που η κίνηση τον χειμώνα ήταν σπάνια τη νύχτα.

Τελικά, γύρω στα μεσάνυχτα, εγώ που ήμουν κρυμμένος πίσω από την Πέτρα του Αντρογύνου, μπροστά από την αφετηρία του λιθόστρωτου της Παλιάς Κακοπετριάς, άκουσα σ’ εκατόν περίπου μέτρα, βήματα ανθρώπων να έρχονται προς το μέρος μου και σε λίγο επικράτησε ησυχία. Προωθήθηκα να δω τι συνέβαινε και είδα τους άντρες να βγάζουν τα άρβυλα, για να κινηθούν ξυπόλυτοι στο λιθόστρωτο. Έτρεξα αμέσως προς τον Αυγουστή, του είπα να φύγει, μετά έτρεξα στον Στρογγυλό και του είπα να τρέξει στον Πιλλακκούρη και να γυρίσει αμέσως πίσω στο μπαλκόνι του. Εγώ πήγα στο σπίτι μου, 40 περίπου μέτρα πιο πέρα και παρακολουθούσα από τη βεράντα στον δρόμο. Γύρισε ο Στρογγυλός και σε μερικά λεπτά είδα τον Αρχηγό και την ακολουθία του που έστριβαν δεξιά. Πήγαν στο σπίτι του Νικόλα Πίτσιλλου, που είχε ειδοποιηθεί έγκαιρα από τον Κυριακίδη και ετοίμασαν με τη γυναίκα του Μερπού (Μελπομένη), βραστή κότα και σούπα τραχανά. Εκεί ο Αρχηγός με τους Παπαχριστοφόρου, Ξενοφώντος και Καυκαλίδη διανυκτέρευσαν και το επόμενο βράδυ οδηγήθηκαν από τον Γρηγορά και τον Κυριακίδη στο λημέρι του Βρυσιού. Το άλλο βράδυ ο Διγενής με τους τρεις συνοδούς του και τον Γρηγορά οδηγήθηκαν από τον Αντρέα Γερμανό - «Μουσολίνι», στο σπίτι του Κυριάκου Πιπερίδη στη Γαλάτα. Απ’ εκεί, βγήκαν στ’ αμπέλια και το δάσος πάνω από το χωριό και σε μερικές μέρες αναχώρησαν, μέσω του δάσους, με προορισμό τον Κύκκο.

(δημοσιεύθηκε στη «Σημερινή», 11/07/2021)