Ξύπνησε το τέρας της αναρχίας;
Μία βδομάδα μετά την επίθεση στο Συγκρότημα ΔΙΑΣ, ακόμη αιωρούνται τα «γιατί», αλλά και ο φόβος για το τι ακολουθεί – Μεμονωμένο περιστατικό ή η αρχή μιας νέας κοινωνικής πραγματικότητας;

Μια βδομάδα μετά, ακόμη μετρούνται οι πληγές που άνοιξαν ορισμένοι οργισμένοι, όταν εισέβαλαν στο Συγκρότημα «ΔΙΑΣ» για να εκτονώσουν το ανεξέλεγκτο μένος τους απέναντι σε ό,τι κι αν είναι αυτό που τους στοιχειώνει. Πληγές που δεν αφορούν μόνον το συγκρότημα και τους υπαλλήλους του, αλλά μια ολόκληρη κοινωνία που ζει, επιβεβαιωμένα πια, στην ανασφάλεια και στον φόβο. Τα όσα έγιναν στοιχειώνουν, συγκλονίζουν, αλλά παράλληλα προβληματίζουν. Είναι άραγε η κορυφή του παγόβουνου; Μπορεί να έχει τραφεί το τέρας της αναρχίας, ώστε να ακολουθήσουν κι άλλα ξεσπάσματα, με ανυπολόγιστες συνέπειες;
Με τη βοήθεια του ερευνητή, κοινωνιολόγου, Νεκτάριου Παρτασίδη, γίνεται η προσπάθεια μιας κοινωνιολογικής ερμηνείας των όσων βιώνουμε τις τελευταίες ημέρες. Παράλληλα, επιχειρείται μια ψυχολογική προσέγγιση μιας κατάστασης που μας επηρεάζει άμεσα και ενδέχεται να επηρεάσει γενιές ακόμη!
Από την διαμαρτυρία στη βία
Μια ειρηνική διαμαρτυρία καταλήγει σε αποτρόπαια και βίαια επεισόδια από μερίδα πολιτών. Επεισόδια που προκλήθηκαν με προφανή αιτία τον θυμό και την αγανάκτηση. Οι λόγοι όμως που κρύβονται πίσω από την αλόγιστη έξαρση βίας, μπροστά μάλιστα σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους – που φτηνά την γλίτωσαν- ακόμη αναζητούνται. Ο κ. Παρτασίδης ανέφερε στη «Σημερινή» ότι η απάντηση στο γιατί, «είναι εξόχως πολύπλοκη. Το γεγονός ότι ασκήθηκε κοινωνική βία κατά του δημοσιογραφικού συγκροτήματος ‘ΔΙΑΣ’ με αποτέλεσμα εκτεταμένες υλικές ζημιές και πρόδηλο τον κίνδυνο απώλειας ανθρώπινων ζωών των εργαζομένων, έχει σαφώς τη δική του ξεχωριστή σημειολογία, που όμως χρειάζεται παραπέρα εξέταση για διαπίστωση των πραγματικών κινήτρων, τα οποία από κοινωνιολογικής απόψεως δεν είμαι σε θέση ούτε να γνωρίζω, ούτε να αναλύσω, χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία.
Το μόνο που ενδεχομένως μπορεί να υποτεθεί γενικά, όπως διαφαίνεται σε ανάλογες περιπτώσεις άσκησης κοινωνικής βίας -και τούτο εν αμφιβόλω- είναι ότι πρόκειται για αντιλήψεις συγκρουσιακών θεωριών».
Οι συγκρούσεις συνεχίζονται στο διαδίκτυο
Η έκρηξη θυμού και βία που οδηγεί σε εγκληματικές ενέργειες είναι ένα θέμα που χρήζει περαιτέρω έρευνας και ανάλυσης. Ένα άλλο θέμα που προκύπτει, ωστόσο, είναι ο «πόλεμος» του διαδικτύου, και είναι να αναρωτιέται κανείς πώς γίνεται να μετατρέπεται ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης, σε δίαυλο εκτόνωσης και διαπληκτισμών. «Η κυπριακή κοινωνία -αν και σε πρώιμο στάδιο- μάλλον εντάσσεται στην εκδοχή, όπου οι άνθρωποι, ως δεδομένοι χρήστες τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνίας (ΤΠΕ), επιδιώκουν να συστήνουν αποκεντρωμένα συλλογικά ή μεμονωμένα κανάλια ψηφιακών κοινοτήτων ή ψηφιακής πολιτότητας. Λαμβάνουν ενεργά μέρος, δηλαδή, στη μεγεθυνόμενη κουλτούρα του λεγόμενου «κυβερνοακτιβισμού» (π.χ. διαδικτυακή συμμετοχή, διοργάνωση και (ανα)παραγωγή συζητήσεων, σχολιασμών, αντιδράσεων, διαμαρτυριών, κοινωνικών ζυμώσεων), ως απότοκο της καταστρατηγημένης θεσμικής εμπιστοσύνης που αισθάνονται ή σαν διέξοδο, ώστε να μην υπόκεινται σε κανένα κεντρικό έλεγχο».
Μικρή κοινωνία σε δύο στρατόπεδα
Το δικαίωμα της ελεύθερης βούλησης είναι αναφαίρετο, ωστόσο οι συνθήκες δημιούργησαν δύο στρατόπεδα στα οποία εισχωρούν οι μεν (εμβολιασμένοι) και δε (ανεμβολίαστοι/αρνητές). Πώς γίνεται σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να εξελίχθηκε ένα χάσμα που να οδηγεί στον διχασμό;
«Μπορούμε να πούμε ότι εναπόκειται σε γεωπολιτισμικές αφορμές, αν και πολιτικές ευθύνες πάντοτε ανακύπτουν, χωρίς να εξαιρούνται. Σχετίζεται, δηλαδή, κατά πρώτον με την ειδική γεωγραφία περιοχών και κατά δεύτερον με συνάδουσες πολιτισμικές τάσεις (π.χ. παραδόσεις σχετικά με τα ήθη και έθιμα, δομική ή συστηματοποιημένη διαφθορά, αχαλίνωτος κρατισμός αντί κοινωνική πρόνοια, επίσημες ή ανεπίσημες μορφές κοινωνικής κατηγοριοποίησης τύπου ‘εμείς vs. εκείνοι’, εμπέδωση συγκεκριμένων νοοτροπιών και συμπεριφορών σε κουλτούρα), που αναπαράγουν εκείνες τις αφορμές.
Κυριότερα παρατηρείται σε νησιώτικες πληθυσμιακές ομάδες, όπως για παράδειγμα στην Κρήτη, στην Ιρλανδία, στην Κορσική (Γαλλία), στις Φιλιππίνες, στην Κύπρο, είτε σε πληθυσμιακές ομάδες οι οποίες εντάσσονται σε απομονωμένες κοινωνικές ζώνες, όπως για παράδειγμα στην οροσειρά του Ταΰγετου στην Ελλάδα, στα υψίπεδα της Νέας Γουινέας, στην Νότια Αιθιοπία. Κατά συνέπεια, οι περίκλειστες γεωγραφικές ζώνες λειτουργούν ipso facto ανασταλτικά για τη συνεκτική διακοινωνική επικοινωνία και ανθρώπινη διεπαφή. Τούτο συμβάλλει στη δημιουργία και τον πολλαπλασιασμό αυτοαναφορικών ή ανακυκλούμενων κοινωνικών τάσεων, που μπορεί να χρωματίζονται με θετικό ή αρνητικό πρόσημο».
Οδηγούμαστε στην αναρχία;
Η κυπριακή κοινωνία, εδώ και αρκετά χρόνια, βρίσκεται σε «οριακή κατάσταση», σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο, ο οποίος δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να ακολουθήσουν αναφλέξεις κοινωνικής ανομίας. «Οι διάφορες μορφές βίας (π.χ. κοινωνική, φυσική, λεκτική, ψυχολογική, σεξουαλική), χωροχρονικά παρατηρούνται σχεδόν σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Συνιστούν βλαπτικό κοινωνικό φαινόμενο που αντιβαίνει σε κρατούντα ήθη, κανονιστικά πλαίσια, διαδεδομένες πολιτισμικές προδιαγραφές και κώδικες κοινωνικής δράσης. Από εμπειρικές διαχρονικές έρευνες και μελέτες που διεξάγονται ανά τον πλανήτη (π.χ. ΗΠΑ, Κολομβία, Νότιος Αφρική, Ταϊλάνδη, Γαλλία), καταδεικνύεται ότι τα ποσοστά άσκησης κοινωνικής βίας οφείλονται ή συσχετίζονται με πολλούς και ετερόκλητους παράγοντες, οι οποίοι (ανα)γεννώνται ή γιγαντώνονται μέσα από υπάρχουσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες (π.χ. κοινωνική αστάθεια, εμφύλιος διχασμός, κοινωνικές ανισότητες, προκατάληψη, φυλετισμός και διακρίσεις, οικονομικό έγκλημα και εξυπηρέτηση συμφερόντων, εμπόλεμες ζώνες, σχετική ή απόλυτη φτώχεια, πολιτικές ιδεολογίες, επιτηδευμένες σκοπιμότητες και φανατισμός, εκπαιδευτικό υπόβαθρο, κοινωνικοσυναισθηματική ανάπτυξη, υπονόμευση του δημοκρατικού κεκτημένου). Επομένως, για να σημειώσω τον όρο στη γλώσσα της κοινωνιολογίας, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις είναι σημαντικές οι πιθανότητες ανάφλεξης και εμπέδωσης κοινωνικής ανομίας, ενόσω δεν εισακούεται τουλάχιστον η διαφορετική προσέγγιση, όπως εκφράζεται από κάτω προς τα πάνω».
Ο φόβος φέρνει κόλαση
Η κοινωνική φοβία που κυριαρχεί εν καιρώ πανδημίας οδηγεί σε μαζικές αντιδράσεις για το θέμα της υποχρεωτικότητας, όπως εξήγησε ο κ. Παρτασίδης. «Ο φόβος φέρνει κόλαση, έλεγε ο παππούς μου. Η χαρακτηριστική κοινωνική φοβία εναπόκειται στο γεγονός ότι δεν μπορείς να επιθυμείς οτιδήποτε δεν γνωρίζεις, από τη μια πλευρά, και, από την άλλην, ιστορικά διδασκόμαστε πως ο κίνδυνος εδραίωσης συνθηκών ή καθεστώτων ολοκληρωτισμού (π.χ. Α’ και Β’ παγκόσμιος πόλεμος) ελλοχεύει πάντοτε όταν ευνοούνται.
Θεωρητικά μπορούμε να αναζητήσουμε την κοινωνική συνοχή (π.χ. συλλογική ταυτότητα με αρχές και αξίες, προοπτικές συνέργειας και κοινοτικότητας, οργανωμένη εθελοντική προσφορά) στη μακροπρόθεσμη επένδυση πολιτικών για ενδυνάμωση του κοινωνικού κεφαλαίου (π.χ. αύξηση κοινωνικής εμπιστοσύνης, διεύρυνση κοινωνικών δικτύων, σύνθεση κοινών στόχων τεχνολογικής, ενεργειακής και οικονομικής ανάπτυξης). Θα περιοριστώ να σημειώσω πως αφετηρία για τούτο θα είναι η μετατόπιση των προβληματικών σχέσεων κράτους - κοινωνίας από την κυβέρνηση στη διακυβέρνηση (π.χ. εφαρμογή ψηφιακής δημοκρατίας, μεταστροφή των πρότερων υπηκόων σε όντως πολίτες, αυτο-οργάνωση μιας ουσιαστικής κοινωνίας των πολιτών), όπως συμβαίνει και σε άλλα κράτη (π.χ. Φινλανδία, Εσθονία, Ιαπωνία, Σιγκαπούρη)».
Κατακόρυφη αύξηση στις διαταραχές άγχους
Η πανδημία που μαστίζει τον πλανήτη εδώ και κοντά στα δύο χρόνια οδηγεί σε ραγδαίες αλλαγές τόσο στον κοινωνικοοικονομικό τομέα, όσο και στον ψυχολογικό. Οι συνθήκες στις οποίες καλείται, εδώ και δύο σχεδόν χρόνια, να ζήσει ο άνθρωπος, είναι μια πραγματική δοκιμασία, από την οποία δεν βγαίνουν όλοι αλώβητοι. Χωρίς καμία δικαιολογία για τις πράξεις βίας μερίδας ατόμων που θεώρησαν ότι το δικαίωμα στην ελευθερία εκφράζεται με την καταπάτηση της ελευθερίας των υπολοίπων, η κλινική ψυχολόγος Χριστίνα Πέτα εξήγησε στη «Σημερινή», γιατί αυτά τα φαινόμενα υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν.
«Αυτά τα φαινόμενα παρατηρούνται όταν οι άνθρωποι ζουν κάτω από συνθήκες που δεν είναι, ας πούμε, φυσιολογικές. Τι είδαμε εδώ με τα επεισόδια; Είδαμε διαφορετικές προσωπικότητες να αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο, άρα, άνθρωποι που είχαν διαφορετικές τάσεις συμπεριφοράς, να έχουν προκληθεί μέσα από όλη αυτή την κατάσταση που βιώνουν και να έχουν βγάλει στην επιφάνεια αντιδράσεις που έχουν να κάνουν με τη δική τους προσωπικότητα».
Η κ. Πέτα ανέφερε ότι έχουν αυξηθεί κατακόρυφα οι διαταραχές άγχους. «Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός αυτό. Επίσης έχουμε δει ανθρώπους σε καταθλιπτικά επεισόδια, επίσης καθόλου τυχαίο. Άνθρωποι που είχαν μια προδιάθεση για αγχωτικές διαταραχές, βλέπω ότι, με όλο αυτό που συμβαίνει τώρα, έχουν αναπτύξει τέτοιου είδους διαταραχές, όπως κρίσεις πανικού, φοβίες, καταθλίψεις. Όλα αυτά έχουν να κάνουν με την πανδημία. Ο κάθε άνθρωπος αντιδρά ανάλογα. Ακόμη και το γεγονός ότι έχουμε ανθρώπους που εδώ και ένα χρόνο εργάζονται από το σπίτι τους -και δεν θα με πείσει κανείς ότι είναι φυσιολογικό και υγιές ένας άνθρωπος να εργάζεται στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του συνέχεια- δεν είναι φυσιολογικό. Βλέπουμε αντιδράσεις, βλέπουμε κούραση, φθορά. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν τη δυνατότητα να επεξεργαστούν τα συναισθήματά τους, να στηρίξουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Θα υπάρχουν επιπτώσεις. Μία επίπτωση είναι ο θυμός που βλέπουμε σε μια μερίδα των συνανθρώπων μας, που, ως επί το πλείστον, είναι νεαροί».
ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ
Στην απουσία λογικής, κυριαρχεί το συναίσθημα
Στις εικόνες επίθεσης που κυκλοφόρησαν, παρατηρήσαμε τη μανία των ανθρώπων να εκτονώσουν τον θυμό τους, γνωρίζοντας μάλιστα ότι μπροστά τους υπήρχαν ανυπεράσπιστοι άνθρωποι. Είναι να αναρωτιέται κανείς πού πάει η λογική και η σύνεση την ώρα της επίθεσης. «Εξαφανίζεται η λογική και κυριαρχεί το συναίσθημα. Μιλούμε για προσωπικότητες, οι οποίες θεωρώ ότι αντιμετωπίζουν κάποιου είδους διαταραχή. Είτε συναισθηματική, είτε διαταραχή προσωπικότητας. Ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να ελέγξει τον θυμό του, εννοείται ότι είναι επικίνδυνος και για τον ίδιο του τον εαυτό και για τους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω του».
Δεν είναι κάτι που μπορεί να συμβεί στον καθένα, όπως εξήγησε η κ. Πέτα. «Θεωρώ ότι δεν μπορεί να συμβεί στον οποιοδήποτε άνθρωπο, αλλά σ’ εκείνους που έχουν μια προδιάθεση να μην μπορούν να ελέγχουν τις συμπεριφορές ή τα συναισθήματά τους». Περαιτέρω, τον φόβο ότι θα συνεχιστούν τα έκτροπα βίας και τέτοιων «ξεσπασμάτων» εξέφρασε η κλινική ψυχολόγος. «Πολύ φοβάμαι ότι κάποιοι άνθρωποι που έχουν ανάγκη το ξέσπασμα, θα πιαστούν απ’ όλο αυτό και θα το χρησιμοποιήσουν για να εκτονώσουν τον θυμό τους. Αυτό που είδαμε ήταν μόνο η αφορμή για να γίνει το ξέσπασμα. Τέτοια ομάδα ανθρώπων θα βρει κι άλλες αφορμές για να συνεχίσει τα ξεσπάσματά της. Αυτό που με ανησυχεί προσωπικά είναι ότι είναι πάρα πολύ εύκολο να χάσεις τον έλεγχο, αυτό φάνηκε τις προάλλες. Δυστυχώς, ο ανεξέλεγκτος θυμός οδηγεί σε απώλειες».
Απουσιάζει η ενσυναίσθηση από τη ζωή μας
Δεν μετρούμε πολλά χρόνια ζωής ως ανεξάρτητο κράτος και αυτό μπορεί να φέρει τις δικές του ευθύνες. Ωστόσο, ως λαός που ιστορικά δεινοπάθησε, θα έλεγε κανείς ότι έχουμε ανεπτυγμένο το αίσθημα της ευθύνης, του χρέους, της ενσυναίσθησης. Αντ’ αυτού, φαίνεται ότι δεν έχουμε καταφέρει να αναπτύξουμε και να καλλιεργήσουμε απαραίτητες δεξιότητες που θα μας πάρουν ένα βήμα μπρος. «Δεν έχουμε καταφέρει να αναπτύξουμε την παιδεία, αλλά ούτε και τον πολιτισμό που εξυπακούεται το να μπορεί κανείς να εκφράζεται ελεύθερα, να σέβεται και να εκτιμά την άποψη του άλλου. Τι παρατηρούμε, λοιπόν; Παρατηρούμε πολλούς ανθρώπους να χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να μπορούν να εκφραστούν, και εκφράζονται με λάθος τρόπο».
Ο καθένας προσπαθεί να επιβάλει την άποψή του, και αυτό είναι ανησυχητικό, σύμφωνα με την κ. Πέτα. «Πολύς κόσμος υιοθετεί κάθε τι που γράφεται στο διαδίκτυο χωρίς να ελέγχει την αξιοπιστία του. Ο κόσμος έχει χάσει λίγο τη δυνατότητα να επεξεργαστεί πληροφορίες και έπαψε να μπορεί να λειτουργεί μέσα σε φυσιολογικές νόρμες. Τόσο το κράτος, όσο και τα αρμόδια υπουργεία θα έπρεπε να είναι ίσως πιο προσεκτικά, γιατί αυτός ο διαχωρισμός που έχει γίνει, θεωρώ ότι δεν βοηθά να ξεπεράσουμε όλο αυτό το δύσκολο κομμάτι που έχουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα. Ο κόσμος έχει χωριστεί και όχι μόνο αυτό, επικρατεί μια τεράστια αντιπάθεια μεταξύ των ομάδων. Να φανταστείτε, μια παρέα που ήταν χρόνια φίλοι, τσακώθηκαν, εφόσον είχαν αντίθετη άποψη ως προς το θέμα των εμβολιασμών. Ο καθένας δικαιούται να έχει τη δική του αντίληψη και τα δικά του πιστεύω, χωρίς, όμως, να παραβιάζει τα πιστεύω και τα δικαιώματα του άλλου».