Ευρωτουρκική ατζέντα σε διαχρονικά αίολο πλαίσιο

Η ΕΕ, ως γνωστόν, συντίθεται από τα συμφέροντα και τις εθνικές στοχεύσεις των κρατών – μελών της, δεδομένα που όσον αφορά την Τουρκία, ενίοτε συγκλίνουν προς την τουρκική διάσταση διεκδικητικών αξιώσεων πολιτικής, ενώ άλλοτε κατά ταύτα προσκρούουν σε θεμελιώδεις αξίες, που αντανακλούν στον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό. Εν μέσω αντιτιθέμενων συμφερόντων ή διεκδικητικών και υπερασπιστικών θέσεων, το ανωτέρω πλαίσιο αντικατοπτρίζεται ευκρινώς και στο προσφάτως διεξαχθέν Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Ο τρόπος αντιμετώπισης της Άγκυρας από την Ένωση, εκφράζεται, κατά δήλωση και του Αυστριακού Καγκελαρίου, Σεμπάστιαν Κουρτζ, ως πολιτική «δύο μέτρων και δύο σταθμών», όπερ και καθιστά την Ευρώπη προδήλως αναξιόπιστη έναντι του διεθνούς περίγυρου, σαφώς δε και τρίτων χωρών, καθώς η ΕΕ δεν εμφανίζεται προτιθέμενη να ενεργοποιήσει το ιστορικοπολιτιστικό απόθεμά της, ιδιαιτέρως ως προς την προάσπιση δικαιωμάτων και ελευθεριών, αξίες που ενεργώς διαδηλωτικά και σε μια μακρά διαδρομή καταστρατηγούνται από την Τουρκία.

Η Ένωση προχωρεί σήμερα σε βηματισμούς πολιτικής που αποτυπώνουν κυρίως γερμανικές προθέσεις εναγκαλισμού της Άγκυρας, παραπέμπουν δε στον διαχρονικά υφέρποντα φόβο του προσφυγικού, αλλά και στην ιστορικά δοκιμασμένη σχέση Γερμανίας - Τουρκίας, όπως τούτη εμπεριέχεται στη θεσμική μνήμη των δυο χωρών, χωρίς να υπάρχει καμία πραγματική εγγύηση πως η Τουρκία θα τηρήσει τα υπεσχημένα και θα προχωρήσει σε απουσία των ήδη εκδηλούμενων διεκδικητικών ενεργειών έναντι Κύπρου και Ελλάδας.

Στο ανωτέρω παρατεθέν ευρωτουρκικό πλαίσιο ενυπάρχει και το σκεπτικό της παρούσας σταθερότητας στη Μεσόγειο, που εμφανίζεται από τους Ευρωπαίους κατά ταύτα ως βασική αρχή μιας θετικής ατζέντας. Η τελευταία εδράζεται κυρίως επί τριών παραγόντων. Πρώτον, εμφανίζεται μια προσωρινή, τουλάχιστον, αποκλιμάκωση στο διαμορφούμενο διάγραμμα των τουρκικών διεκδικήσεων έναντι Ελλάδος και Κύπρου, αντίληψη την οποία οι υποστηρικτές ενός ευρωπαϊκού τουρκικού προσανατολισμού προσλαμβάνουν ως αποκλιμακούμενη ένταση, παραβλέποντας την πραγματικότητα, που παραπέμπει σε μια ιστορικά και πολιτικά τεκμηριωμένη τουρκική στρατηγική, η οποία διαγράφει βηματισμούς αναθεωρητικής πολιτικής, όπου και όταν δεν υφίσταται κόστος.

Δεύτερον, στην οπτική ενός ευρωπαϊκού καλούμενου «ρεαλισμού» βρίσκεται εν εξελίξει ένας διάλογος για την επίλυση του Κυπριακού. Ως προς την περίπτωση της Κύπρου, η τουρκική αξίωση, η οποία αναπτύσσεται και επί του εδάφους για την οικοδόμηση και κυρίως αναγνώριση ύπαρξης δύο κρατών στο νησί, τα οποία θα συνυπάρχουν «πλάι – πλάι», δεν γίνεται αποδεκτή από τους Ευρωπαίους. Παρά ταύτα και αναφορικά προς το Κυπριακό, οι Ευρωπαίοι παραβλέπουν συνειδήτα το γεγονός πως η αληθής πορεία προόδου επίλυσης του προβλήματος στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού θα προϋπέθετε την εξαρχής αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής και των εποίκων.

Τρίτον, βρίσκονται εν εξελίξει οι κατ’ επανάληψιν διεξαχθείσες pro forma διερευνητικές επαφές Αθήνας – Άγκυρας, συνθήκη που λαμβάνει χώραν, γνωστών και δεδομένων των τουρκικών διεκδικήσεων, όπερ και παραπέμπει στο γνωστό «ου χρείαν έχομεν μαρτύρων».

Τα ανωτέρω συνιστούν ένα θετικό πακέτο, το οποίο και επικαλούνται οι Ευρωπαίοι, για να προχωρήσουν στη χορήγηση οικονομικής στήριξης της Άγκυρας, αποδίδοντάς της προσωρινά άφεση αμαρτιών για τον παραβατισμό, που επιδεικνύει στην περιοχή.

Στην ευρωπαϊκή οπτική έναντι της Τουρκίας και πέραν ρητορικών σχημάτων, παραβλέπεται το εσχάτως συντελεσθέν άνοιγμα της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου, όσο και οι τουρκικές γεωτρήσεις, που έλαβαν χώραν εντός της κυπριακής ΑΟΖ. Το τελευταίο διαδηλώνει για άλλη μια φορά τη βούληση κύκλων της ΕΕ να αποφευχθούν πάση θυσία κινήσεις που θα προκαλέσουν κόστος στην Άγκυρα.

Συμπερασματικά και εν κατακλείδι οφείλει κανείς να υπενθυμίσει πως εθνικά κράτη, όπως η Κύπρος και η Ελλάδα, ακόμα και στο πλαίσιο της ΕΕ, οφείλουν σε κάθε περίπτωση να είναι σε θέση να προβάλουν ισχύ και αποφασιστικότητα υπεράσπισης του εθνικού τους συμφέροντος μη επαφιόμενα σε μια ελλιπή και δυσκόλως πραγματοποιούμενη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.

Συμπράξεις εθνικών κρατών με κοινά εθνικά συμφέροντα και επιδιώξεις συνιστούν μιαν από τους κλασικούς χρόνους υφιστάμενη πρακτική που παραμένει πάντοτε επίκαιρη, τιθέμενη κατά περίπτωση υπεράνω αλλότριων στοχεύσεων και οικονομικών συμφερόντων, που κατά περίπτωση αντιμάχονται ίδια εθνικά συμφέροντα.