Ο «ακήρυκτος πόλεμος» μεταξύ ΗΠΑ - Ιράν και η προσέγγιση της σαλαμοποίησης
Η διοίκηση Μπάιντεν, όπως και οι προηγούμενες, δεν βλέπουν αυτά τα περιστατικά ως μέρος μιας συνεχιζόμενης σύγκρουσης, αλλά, αντίθετα, ακολουθούν την προσέγγιση της «σαλαμοποίησης»
Η δεύτερη επιχείρηση που εξαπέλυσαν οι ΗΠΑ εναντίον φιλοϊρανικών οργανώσεων στη Συρία και στο Ιράκ, αφότου ανέλαβε την προεδρία ο Τζο Μπάιντεν τον Ιανουάριο, συνοδεύτηκε από «μουρμουρητά» στο εσωτερικό της χώρας για τη «χρησιμότητα» των πληγμάτων αυτών. Οι αντιδράσεις, οι οποίες δεν έλειψαν ούτε από το στρατόπεδο των Δημοκρατικών, εντάχθηκαν στο πλαίσιο της συζήτησης των «ατέλειωτων πολέμων» της χώρας στη Μέση Ανατολή, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τον τελικό σκοπό αυτών των επιχειρήσεων. Την ίδια ώρα, ανησυχία προκαλεί ο πολλαπλασιασμός των επιθέσεων με drones εναντίον του αμερικανικού προσωπικού και αμερικανικών εγκαταστάσεων στην ιρακινή επικράτεια, μια τακτική με προεκτάσεις που χρήζουν ανάλυσης και αλλαγής τακτικής. Τα αντίποινα των ΗΠΑ όμως σημειώνονται εν μέσω διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, δημιουργώντας ερωτήματα για το μέλλον των συζητήσεων. Άμεσα συνδεδεμένη τόσο με τις διαπραγματεύσεις όσο και με τις επιθέσεις ήταν η συνάντηση μεταξύ του Αμερικανού Προέδρου, Τζο Μπάιντεν, και του Ισραηλινού ομολόγου του, Ρεουβέν Ρίβλιν.
Ένας ακήρυχτος πόλεμος και η προσέγγιση της σαλαμοποίησης
Τα νέα αμερικανικά αεροπορικά πλήγματα στα σύνορα Ιράκ-Συρίας προκάλεσαν ερωτήματα στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών, με τις ανησυχίες να επικεντρώνονται κυρίως στο εάν αυτές οι επιθέσεις θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ένας «ακήρυκτος πόλεμος». Εάν η απάντηση είναι θετική, τότε φοβούνται ότι τα «παιχνίδια» αυτά θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια σύγκρουση ευρείας κλίμακας με το Ιράν, ζήτημα το οποίο κυριαρχεί στην πολιτική συζήτηση στις ΗΠΑ μετά από δύο δεκαετίες «ατελείωτων πολέμων».
Σύμφωνα με την αναλύτρια του Atlantic Council, Emma Ashford, ενώ πολλοί πιστεύουν ότι ο όρος «ατελείωτος πόλεμος» εμπεριέχει κάποιον συναισθηματισμό, στην πραγματικότητα περιγράφει σε μεγάλο βαθμό τα νέα αμερικανικά πλήγματα κατά των παραστρατιωτικών οργανώσεων. Ουσιαστικά, η ειδικός κάνει λόγο για επιθέσεις χωρίς στρατηγικό στόχο και τελικό σκοπό, τα οποία παγιώνουν τη μόνιμη παρουσία στρατευμάτων στην περιοχή και τα κτυπήματα αντεκδίκησης.
Πάντως, ο εκπρόσωπος του αμερικανικού Πενταγώνου, Τζον Κέρμπι, σε δελτίο Τύπου που έδωσε στη δημοσιότητα, ισχυρίστηκε ότι «οι στόχοι επελέγησαν καθώς οι εγκαταστάσεις αυτές χρησιμοποιούνται από παραστρατιωτικές οργανώσεις υποστηριζόμενες από το Ιράν, οι οποίες εμπλέκονται σε επιθέσεις με τη χρήση μη επανδρωμένων εναέριων οχημάτων (UAVs) εναντίον του αμερικανικού προσωπικού και των αμερικανικών εγκαταστάσεων στο Ιράκ», ενώ την ίδια ώρα υπεραμύνθηκε της νομιμότητάς τους.
Πρώην αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τον οποίο επικαλείται το Reuters, εξήγησε ότι η διοίκηση Μπάιντεν, όπως και οι προηγούμενες, δεν βλέπουν αυτά τα περιστατικά ως μέρος μιας συνεχιζόμενης σύγκρουσης αλλά αντίθετα ακολουθούν την προσέγγιση της «σαλαμοποίησης».
Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, χαρακτηρίζουν τις εχθροπραξίες ως «περιστασιακές», θεωρώντας ότι μετά τις ανάλογες επιθέσεις του Φεβρουαρίου, η «ωρολογιακή βόμβα» μηδενίστηκε και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση ξανά από την αρχή.
Από την άλλη, μερίδα αναλυτών δεν ενστερνίζονται την άποψη της «επαναφοράς» της σύγκρουσης, θεωρώντας ότι η ενισχυμένη αμερικανική παρουσία στο Ιράκ και τη Συρία ενέχει τον κίνδυνο κλιμάκωσης της έντασης με τις τοπικές παραστρατιωτικές οργανώσεις, πέρα από το Ιράν.
Αναβάθμιση με drones
Επιπρόσθετα ειδικοί υποστηρίζουν ότι η προσέγγιση της σαλαμοποίησης δεν λαμβάνει υπόψη τις πραγματικότητες στο αντίπαλο στρατόπεδο. Οι υποστηριζόμενες από το Ιράν παραστρατιωτικές οργανώσεις διεξάγουν έναν διαρκή και κλιμακούμενο αγώνα κατά της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στο Ιράκ, ενώ παράλληλα αναβαθμίζονται στρατιωτικά.
Μάλιστα, προειδοποιούν ότι η χρήση drones από τους πολιτοφύλακες γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνη, αφού τα τηλεκατευθυνόμενα μη επανδρωμένα αεροσκάφη μπορούν να ξεφεύγουν από τις συστοιχίες C-RAM, που έχει εγκαταστήσει ο αμερικανικός στρατός για να προστατεύονται τα μέλη του από τις επιθέσεις με ρουκέτες.
Η τακτική αυτή φαίνεται ότι παρουσιάζει μια συνέπεια εμφάνισης το τελευταίο διάστημα. Σύμφωνα με τις κουρδικές Αρχές, ένα drone, στο οποίο είχε τοποθετηθεί TNT, συνετρίβη τον Απρίλιο στο αρχηγείο του συνασπισμού στο αεροδρόμιο της Αρμπίλ. Άλλο ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος «παγιδευμένο» με εκρηκτικά κατέπεσε τον Μάιο στην ιρακινή αεροπορική βάση Άιν αλ Άσαντ, στην οποία φιλοξενούνται στρατιωτικοί των ΗΠΑ.
Επίσης στις αρχές Ιουνίου τρία drones χρησιμοποιήθηκαν σε επίθεση εναντίον του αεροδρομίου της Βαγδάτης, στο οποίο είναι ανεπτυγμένοι Αμερικανοί στρατιώτες, και πέντε ρουκέτες εκτοξεύθηκαν εναντίον αεροπορικής βάσης, όπου επιχειρούν αμερικανικές εταιρείες.
Σύμφωνα με ειδικούς, η χρήση αυτή της τακτικής, η οποία ομοιάζει με τα κτυπήματα που πραγματοποιούν οι φιλοϊρανοί αντάρτες Χούτι στην Υεμένη εναντίον της Σαουδικής Αραβίας, σηματοδοτεί κλιμάκωση στο Ιράκ και όχι μεμονωμένες επιθέσεις, όπως ισχυρίζεται ο Λευκός Οίκος.
Στο κάδρο η συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν
Από την άλλη η ένταση αυτή δημιουργεί το ερώτημα κατά πόσον θα μπορούσε να ναρκοθετήσει τις διαπραγματεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη προκειμένου οι ΗΠΑ να επιστρέψουν στη διεθνή συμφωνία της Βιένης που υπογράφτηκε το 2015 για το ιρανικό πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας, από την οποία απέσυρε μονομερώς τη χώρα του το 2018 ο Ρεπουμπλικανός πρώην Πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ.
Ενώ μερίδα αναλυτών θεωρούν ότι η κλιμάκωση θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις διαπραγματεύσεις, κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι τα πλήγματα ουσιαστικά έστειλαν ένα μήνυμα ότι τα περιφερειακά ζητήματα με το Ιράν δεν θα παραβλέπονται χάριν της συμφωνίας για τα πυρηνικά.
Το μήνυμα αυτό αφορά όχι μόνο το ίδιο το Ιράν αλλά και τους περιφερειακούς συμμάχους των ΗΠΑ, ξεκαθαρίζοντάς τους ότι ακόμα και εάν επιτευχθεί ο στόχος της επανένταξης της υπερδύναμης στη συμφωνία για τα πυρηνικά, δεν σημαίνει ότι θα δοθεί «άφεση αμαρτιών» στην Τεχεράνη.
Επίσης, όσοι υποστηρίζουν ότι δεν θα επηρεαστούν οι διαπραγματεύσεις, επικαλούνται ανάλογα περιστατικά έντασης τον Φεβρουάριο, κατά τη διάρκεια των οποίων οι συζητήσεις είχαν συνεχιστεί κανονικά.
Η υπόσχεση στο Ισραήλ
«Αυτό που μπορώ να σας πω είναι ότι το Ιράν δεν θα αποκτήσει ποτέ πυρηνικό όπλο στη δική μου σκοπιά», υποσχέθηκε ο Μπάιντεν στον Ισραηλινό ομόλογό του, Ρεουβέν Ρίβλιν, κατά την πρώτη τους συνάντηση.
Η δήλωση αυτή έγινε μόλις μια ημέρα μετά τη διαταγή για τις αεροπορικές επιδρομές, με τον πλανητάρχη να μη χάνει ευκαιρία να υπερασπιστεί την απόφασή του, επικαλούμενος το Άρθρο 2 του Αμερικανικού Συντάγματος.
Όμως, πίσω από τις δηλώσεις ικανοποίησης και από τις δύο πλευρές υποβόσκει μια προσπάθεια για επιβεβαίωση των καλών σχέσεων των δύο χωρών, η οποία θα επέλθει με τη μη αλλαγή του στάτους κβο, εάν ληφθεί υπόψη ότι στο Ισραήλ την εξουσία κατέχει μια ετερογενής Κυβέρνηση, ενώ οι ΗΠΑ δεν δείχνουν καμιά πρόθεση να υιοθετήσουν την εξαγγελθείσα λύση των δύο κρατών.
Ενώ το Ισραήλ, το οποίο θεωρείται η μοναδική πυρηνική δύναμη της Μέσης Ανατολής, εναντιώνεται με σφοδρότητα στη συμφωνία, ισχυριζόμενο ότι με αυτόν τον τρόπο ο «ορκισμένος του εχθρός» θα αναπτύξει πυρηνικό οπλοστάσιο και θα απειλήσει την ύπαρξή του, γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν μπορεί να αποτρέψει την επαναφορά των ΗΠΑ σε αυτήν. Έτσι, επιδιώκει τουλάχιστον να οικοδομήσει καλές σχέσεις με τον νέο ένοικο του Λευκού Οίκου, ώστε να εξασφαλίσει τις απαραίτητες εγγυήσεις ασφάλειας.
Από την άλλη, αναλυτές θεωρούν ότι η νέα Κυβέρνηση του Ισραήλ δείχνει σημάδια αποστασιοποίησης από τις ΗΠΑ σε σχέση με τον πρώην πρωθυπουργό, Μπενιαμίν Νετανιάχου. Ενώ θεωρείται πιο «προοδευτική» σε κάποια ζητήματα σε σχέση με τη διακυβέρνηση Μπίμπι, δύσκολα θα κάνει βήματα για τερματισμό των εποικισμών και την ντε φάκτο προσάρτηση της Δυτικής Όχθης, με αποτέλεσμα να συνεχίσει να έχει σημαντικές διαφορές με την προσέγγιση της Ουάσιγκτον.