ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΣΥΓΚΥΡΙΕΣ Β’: Η στενή συνεργασία κατοίκων της Κακοπετριάς και του Αγίου Μάμα στην ΕΟΚΑ

Την περασμένη Κυριακή αναφερθήκαμε σε μερικές μόνο από τις συμπτωματικές συμπτώσεις της συνεργασίας κατοίκων του Άη Μάμα και της Κακοπετριάς κατά τη διάρκεια του αδικαίωτου Απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ. Σήμερα θα συνεχίσουμε με άλλες τέτοιες συμπτώσεις της παράλληλης συνεργασίας των δυο χωριών. Συμπτώσεις που είχαν πολύ θετικά αποτελέσματα στον Απελευθερωτικό Αγώνα, χωρίς οι πρωταγωνιστές τους να γνωρίζουν πόσο σημαντική ήταν η παράλληλη συνεργασία τους. Ειδικότερα στο προηγούμενο μελέτημά μας είδαμε πώς δυο στρατολόγοι της ΕΟΚΑ, ο Νικόλας Αβραάμ - Αβδέλλας από τον Άη Μάμα κι ο Αντρέας Παπαδόπουλος από την Κακοπετριά μυήθηκαν στον Αγώνα, ο πρώτος από τον Αντρέα Αζίνα και ο δεύτερος από τον φλογερό Παπασταύρο και πήραν εντολή να στρατολογούν αγωνιστές και να ετοιμάζουν κρησφύγετα, ο ένας για την περιοχή Πιτσιλιάς - Αμιάντου και ο άλλος για την περιοχή της Κακοπετριάς και της Σολιάς γενικότερα. Ρίχτηκαν και οι δυο με ζέση στη μυστική αποστολή τους, χωρίς να γνωρίζει ο ένας τον άλλο, τελικά όμως αγωνιστές των δυο περιοχών συνεργάστηκαν και, μάλιστα, πολύ στενά.

Έντεκα ημέρες πριν από την έναρξη του Αγώνα ο Αμίαντος βρισκόταν σε γενικό συναγερμό. Ο Αβδέλλας πήρε μήνυμα να κατεβεί στη Λεμεσό. Γράφει στο Ημερολόγιό του: Την 19ην Μαρτίου, ημέρα Σάββατο, ήλθε πάλι στον Αμίαντο ο Βασιλείου (από το Καλό Χωριό Ζωοπηγής) με τον Χρ. Μασωνίδην και μας επήραν εις Λεμεσόν. Εμένα, τον Κουλλαμήν και τον Λάμπρον Μακρήν. Εκεί συναντήσαμε τον κ. Ευαγόρα (Νότης Πετροπουλέας) και μας είπε την άλλην ημέρα να βρεθούμεν εις τον Σαϊττάν και θα έλθει και εκείνος με τον Αρχηγόν, ο οποίος ήθελε να μας γνωρίσει...».

Εδώ γίνεται αναφορά στη συμμετοχή τριών Κακοπετριτών στη μετάβαση του Διγενή από τη Λεμεσό στον Σαϊττά. Του Χρίστου Μακρή, του γιου του, Λάμπρου και του Αλέξαντρου Τρύφωνα –Καστορή, συζύγου της αδελφότεκνής του Αγάθης, ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου που τους μετέφερε. Γράφει σχετικά ο Αβράμης: «Το άλλο πρωί, 20 Μαρτίου, εσκέφθηκα ότι έπρεπε να εξασφαλίσω ταξί διά τας ανάγκας της Οργανώσεως. Έστειλα εις τον Ξαντρήν τον Χρίστον Μακρήν, που ετύγχανε συγγενής του και τον εκατατόπισε. Εδέχθη να μας εξυπηρετήσει, τον όρκισε και τότε μας επήρεν εις τον Σαϊττάν. Εκεί ήλθεν ο Αρχηγός με τον Ευαγόραν, τον Γιαννάκη Δρουσιώτη και τον Χρ. Μασωνίδη, εκουβεντιάσαμεν, επήραμεν οδηγίες και εστράφημαν εις Αμίαντον...».

Μεγάλη τιμή για τους αγωνιστές αυτούς να «κουβεντιάσουν» με τον Αρχηγό του Αγώνα και να πάρουν προσωπικές οδηγίες, τη στιγμή που κορυφαία στελέχη της ΕΟΚΑ δεν είχαν δει ποτέ τον Διγενή κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα.

Με την ορκωμοσία του ο Ξαντρής έμπαινε πια στα βαθιά νερά και αναλάμβανε αποστολές υψίστης σημασίας, αλλά συνάμα και πολύ επικίνδυνες αποστολές τις παραμονές της έναρξης του Απελευθερωτικού Αγώνα και αργότερα καθ’ όλη τη διάρκειά του. Είναι αποκαλυπτικός στο Ημερολόγιό του ο «Αβδέλλας: «Τη νύχτα, κατά τις εντολές του Αρχηγού, έστειλα τον Ξαντρήν εις Άγιο Μάμα και μετέφερε όλα τα όπλα εις τον Αμίαντον. Τις 25 Μαρτίου ήλθεν εις Αμίαντον ο Ευαγόρας με τον Χρ. Μασωνίδην και τους αδελφούς Κρασίδη από τον Πύργον Λεμεσού. Μου έστειλαν τον Πανίκον Νικολάου (από τον Άη Μάμα) και μου είπε να φωνάξω τους Σάββαν Κουλλαμήν και Λάμπρον Μακρήν (από την Κακοπετριά, κάτοικον Αμιάντου). Τους εφώναξα, ήλθαν και παρακολούθησαν που εξέτασε τα όπλα ο κ. Ευαγόρας, αν είναι εντάξει. Έφυγαν χωρίς να μου πουν τίποτε για την 1ην Απριλίου, που θ’ αρχίζαμεν δράση. Την 31ην Mαρτίου, το μεσημέρι, ήλθε ο Βασιλείου (από το Καλό Χωριό Ζωοπηγής) και με ειδοποίησε να στείλω ταξί με τον Λάμπρον Μακρήν στη Λεμεσό, να φθάσει πριν από τις 4 μ.μ. και να πω στους ανθρώπους μου να είναι σε επιφυλακή. Ερώτησα αν είχε καμιά πληροφορία, αν θα αρχίσωμεν και απέφυγε να με κατατοπίσει. Αμέσως εφρόντισα, έστειλα ταξί (τον Καστορή), με τον Λάμπρον και ειδοποίησα τους ανθρώπους μου όλους να είναι έτοιμοι. Ο Ευαγόρας, όπως έμαθα αργότερα, έκατσε στη διασκέδαση στο καπαρέ με μιαν αρτίστα και δεν έκαμε τίποτε εγκαίρως. Και εκράτησε το αυτοκίνητον στις 9.30 και έφθασεν εις τον Αμίαντον στις 11.15 μ.μ.».

Απογοητευμένος ο Αβράμης από την απαράδεχτη στάση του Ευαγόρα, θα γράψει αργότερα, με πικρία: «Όταν είδα ότι επέρασεν η κανονική ώρα, διέλυσα τους ανθρώπους μου. Κατά διαβολικήν σύμπτωση, όταν το αυτοκίνητο έφθασε εις Αμίαντον και επερνούσε από το «πολίτσι» (αστυνομικός σταθμός), οι αστυνομικοί τού έκαμαν νόημα να σταματήσει. Ο σιωφέρ, που μετέφερε βόμβες και εκρηκτικές ύλες, εφοβήθηκεν και δεν εσταμάτησεν, επροχώρησεν πιο πάνω και ό,τι είχε στο αυτοκίνητο τα έριψε μέσα στους άμμους... Αμέσως ο Λ. Μακρής ειδοποίησεν τον Α. Παλαίχωρον και πήγαν και μάζεψαν ό,τι μπορούσαν και τα έκρυψαν μέσα στον άμμον».

Ο «Ρωμανός» στον Αμίαντο

Για τη συνάντησή του με τον «Ρωμανό» - Ρένο Κυριακίδη, κι αυτόν Κακοπετρίτη, θα γράψει ο Αβδέλλας: «6 Μαΐου 1955. Εκαθόμουν εις την Συντεχνίαν (ΣΕΚ) και επροφυλλαττόμουν από την Αστυνομίαν, μήπως με παρακολουθεί. Και αίφνης βλέπω τον σιωφέρ, εκείνον που μου έφερεν την είδηση για την αποπομπή του Ευαγόρα, και με πληροφορεί ότι έφερεν άνθρωπον ξένον να μείνει κοντά μου και να αναλάβει την αρχηγίαν των ανταρτών. Εγώ, όμως, επειδή επρόσεχα από την Αστυνομίαν μήπως και μας παρακολουθεί και συλληφθούμεν, ερώτησα πρώτα τον σιωφέρ πού ήταν ο ξένος και με ποιο σύνθημα θα τον συναντούσαμεν. Και τότε τον άφησα να φύγει και, προσποιούμενος ότι πάω για ύπνον, επήγα και ειδοποίησα τον Λάμπρον Μακρήν και επήγαν με τον Θεοδόσην Παπαχριστοδούλου, παρέλαβαν τον ξένον και τον επήραν στο σπίτι του Λάμπρου. Εκεί ερώτησεν αν ήτο παρών ο φέρων το ψευδώνυμον ‘‘Αβδέλλας’’, δηλαδή εγώ. Του είπαν, όχι. Εστενοχωρήθη και είπε: ‘‘Δεν μπορώ να μιλήσω παρά μόνον στον ‘Αβδέλλαν’. Διότι έτσι είναι η διαταγή’’. Έστειλα τότε τον Βασίλην Κωνσταντίνου από την Κυπερούνταν, μου είπε τα καθέκαστα και μήνυσα να πουν του ξένου να μείνει ήσυχος και θα πάω να τον δω. Όταν μετέφερε τα νέα ο Βασίλης στον ξένον, εκείνος εστενοχωρήθη περισσότερο και μου εμήνυσε να πάω αμέσως, διότι θα φύγει χωρίς να ξέρει πού θα πάει. Αναγκάστηκα και επήγα και συνάντησα τον υπό το ψευδώνυμον ‘‘Ρωμανός’’, Ρένον Κυριακίδην. Ήταν σπουδαστής και μόλις είχε έρθει από την Ελλάδα. Εζήτησε να δει τον ‘‘Ππόλον’’. Αλλά αυτός έλειπεν στην Κακοπετριά… Συμφωνήσαμεν να μην πάμεν αμέσως εις Κακοπετριά διά να δούμεν τον ‘‘Ππόλον’’, αλλά την άλλη νύχτα, διά λόγους ασφαλείας. Όπερ και έγινε...».

Δραματική εξέλιξη

Για τη συνάντηση «Ρωμανού» - «Ππόλου» επιστρατεύτηκε και πάλι χωριανός τους, ο Ξαντρής Τρύφωνα-Καστορής. Γράφει ο «Αβδέλλας» για τη συνάντηση εκείνη, που είχε στη συνέχεια μια δραματική εξέλιξη: «Την άλλη νύχτα μάς επήρεν ο Ξαντρής στην Κακοπετριάν. Ήβραμεν τον ‘‘Ππόλον’’ εις το ξενοδοχείον ‘‘Εκάλη’’ του Κώστα Κοντούρη. Εκάτσαμεν περί την μίαν ώραν και εξεκινήσαμεν για τον Αμίαντον.

»Εις τα Πλατάνια ο Ρένος και ο ‘‘Ππόλος’’ κατέβηκαν, γιατί ήταν οπλισμένοι και επειδή υπήρχε στρατόπεδο των Άγγλων στον Καρβουνά, θα μας γινόταν έρευνα. Και επειδή ο Ρένος είχε διαταγή να επιθεωρήσει τα όπλα, που ήταν μέσα στο δάσος, επροχώρησαν και οι δύο με τα πόδια μέσα στο δάσος, προς το μέρος που ήταν τα όπλα… Εγώ επήγα στον Αμίαντον αλλά εκείνοι έμειναν όλην την νύχτα εκτεθειμένοι στο κρύο μέχρι τα ξημερώματα, που επήγεν ο Λάμπρος Μακρής, υπεύθυνος οπλισμού, τους τα έδειξεν και κατέβησαν στο σπίτι του Λάμπρου, εις Αμίαντον, αφού πρώτα επιθεώρησε τα όπλα. Εις αυτό το ταξίδι, ο ‘‘Ππόλος’’ μού είπε ότι πρέπει πάση θυσία να καταρτίσω ομάδα στα Σπήλια και να φροντίσει να κατασκευασθεί καταφύγιον, διότι ο ίδιος δεν έκαμε τίποτε».

Και τα Σπήλια στον Αγώνα

Η ομολογία του «Ππόλου» στον Αβράμη, ότι δεν είχε κάμει τίποτε για την Οργάνωση στα Σπήλια, έκαμε τον ακούραστο στρατολόγο της ΕΟΚΑ να ενεργήσει αποφασιστικά. Γράφει στο Ημερολόγιό του σχετικά: «Την άλλην ημέρα με τους τρόπους μου επαρέλαβα και έπεισα τον Αλέξαντρο Τσαγκαρίδην από τα Σπήλια να αναλάβει το χωριό του. Εδέχθη. Τότε τον έστειλα στον Λάμπρον και στον Ρένον. Και την ίδια νύχτα επήρεν τον Ρένον εις το χωριόν του, όπου κατάρτισαν ομάδα και με ανθρώπους που τους εσύστησα εγώ, οργάνωσαν όλα τα χωριά. Τότε ήρχετο ο Λουκάς Παπαχριστοδούλου από την Κυπερούνταν, κάθε Κυριακή, έπαιρνε τα όπλα και εμαζεύοντο μέσα στο δάσος αρκετοί της περιφερείας και εγυμνάζοντο...».

Αρχικά, στα όπλα εκπαίδευε τους αγωνιστές ο Γιάννης Κατσούλης, έφεδρος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, που ήταν γυμναστής στο Γυμνάσιο Σολέας, στην Ευρύχου, αλλά διέμενε με την οικογένειά του στην Κακοπετριά. Στο σπίτι του είχε φιλοξενήσει τον Αρχηγό Διγενή, όταν κατάρτιζε τα σχέδια της ένοπλης δράσης της ΕΟΚΑ με τον κωδικό «Προς τη Νίκη».

(Για τη μετάβαση του Σκουφά στην Πιτσιλιά και την παραμονή του Αρχηγού στην Κακοπετριά, θα ασχοληθούμε σε άλλο κεφάλαιο).