Τουρκιά, Ισλάμ και κοσμικό κράτος: Πλαίσιο διφορούμενων αναφορών

Επιχειρώντας κανείς να κατανοήσει τη σημερινή Τουρκία ως παρόν, αλλά και ως μέλλον, δεδομένων και των ισχυρών αλλαγών που έχει επιφέρει το καθεστώς Ερντογάν, οφείλει να απαντήσει στο ερώτημα εάν ο Κεμαλισμός συνιστούσε κατά τα πρώτα χρόνια ίδρυσης του τουρκικού κράτους την ταυτότητά του, ποια η θέση και ο ρόλος του Ισλάμ ως προς την ιδιοπροσωπία και τον εθνικό προσδιορισμό, δηλαδή την ταυτότητα της σημερινής Τουρκικής Δημοκρατίας;

Η πορεία του Ισλάμ στη σχέση του με το τουρκικό κράτος έλαβεν χώραν εν μέσω ανακατατάξεων και δομικών ανατροπών, τόσο ως προς την ίδρυση του τουρκικού κράτους και τη μετέπειτα διαδρομή του, όσο και αναφορικά προς τη σύγχρονη διλημματική και αμφίπλευρη σχέση των δύο φαινομένων.

Η αρχική φάση της σχέσης κράτους - θρησκείας με τον Μουσταφά Κεμάλ, ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας (1923), υπήρξε συγκρουσιακή, δηλαδή ακυρωτική της θρησκευτικής διάστασης του νεόδμητου τουρκικού κράτους. Ο Κεμάλ, θεωρώντας πως η θρησκεία συνιστούσε παράγοντα οπισθοδρόμησης, επιδιώκοντας δε να αντιγράψει ευρωπαϊκά πρότυπα, όπως ήταν η γαλλική περίπτωση, προέβαλε κοσμικό χαρακτήρα στη δομή και διάρθρωση του τότε νεοσύστατου κράτους.

Ο κοσμικός χαρακτήρας παρέπεμπε αφενός στην επιδίωξη εξάλειψης της θρησκευτικής διάστασης της κρατικής οργάνωσης και αφετέρου στον έλεγχο της πολιτικής από τους πολιτικούς, χαρακτηριστικά που θα προσομοίαζαν σε άλλα κοσμικά κράτη. Ωστόσο, το τουρκικό παράδειγμα διαφοροποιήθηκε ως προς τη δημοκρατική οργάνωση του κράτους, στοιχείο, που η Τουρκία ουδέποτε κατάφερε να εμπεδώσει.

Το ιδιαίτερο σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα ως άνω φαινόμενο κοσμικότητας αποδίδεται στον φόβο της τουρκικής ηγεσίας ότι μπορούσε να χαθεί ο έλεγχος της προδιαγεγραμμένης πορείας του τουρκισμού και να οδηγηθούν τα πράγματα σε ανεξέλεγκτες ως προς την ενότητα του τουρκικού κράτους διαδρομές, πράγμα που οφείλεται στο ότι το τουρκικό κράτος δομήθηκε εξαρχής βιαίως, συγκροτούμενο εν τέλει από διαφορετικές εθνότητες.

Το τουρκικό εγχείρημα, όπως πολλές φορές συμβαίνει, λειτούργησε μεν ως φόρμουλα κρατικής διάρθρωσης, που έρχεται να τοποθετηθεί ως ξένο σώμα σε μια προϋπάρχουσα ιστορική διαδρομή οθωμανικής τοιούτης, χωρίς να είναι όμως ταυτόχρονα βέβαιον πως μια τέτοια επιλογή θα μπορούσε να οδηγήσει σε ευτυχή για τους πρωταγωνιστές της εξέλιξη, δεδομένης μάλιστα της βαθιά εδραιωμένης συντηρητικής ισλαμικής διάστασης της τουρκικής κοινωνίας.

Επομένως, το εποικοδόμημα της κοσμικότητας, στο οποίο αναφερόμαστε, αν και ουσιαστικά επεβλήθη, ουδόλως όμως μπόρεσε να ριζώσει ως πολιτική κουλτούρα και αντίληψη πολιτικοκοινωνικής και ευρύτερα πολιτειακής πορείας της Τουρκίας.

Τούτο προκύπτει καθώς διαστάσεις που συναποτελούν το εποικοδόμημα, αλλά δεν συνιστούν την κατά ταύτα δομή παραγωγής πολιτικής, δηλαδή τη ρίζα του φαινομένου, παρουσιάζουν μειωμένες δυνατότητες επιβίωσης, αφού εν τοις πράγμασι αποτελούν παράγωγα και όχι τη δομή του συστήματος.

Σε αντίθεση με τον Κεμάλ, ο οποίος επεβλήθη εκ των άνω, επαναστατικώ δικαίω με το πρόγραμμά του, έρχεται τις τελευταίες σχεδόν δύο δεκαετίες ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εμφανιζόμενος ως μεταρρυθμιστής, χωρίς όμως να διαθέτει την ηγετική επιβολή, που απέπνεε ο Κεμάλ, να επιβάλει το Ισλάμ ως δομή του συστήματος, κατά ταύτα δε και ως πολιτική διάσταση της πολιτειακής οργάνωσης. Η εν προκειμένω επιβολή δεν συνιστά εκ των προτέρων μιαν άνευ εταίρου προδιαγεγραμμένη αποδοχή από την ευρύτερη τουρκική πολιτική ελίτ, βρίσκει όμως ευνοϊκό κλίμα στην κοινωνία, ιδιαιτέρως δε στις ευρύτερες κοινωνικές μάζες της Ανατολίας.

Επιπλέον και πάλι σε αντιδιαστολή προς την πολιτική πρακτική του Κεμάλ, που είχε καθαρές θέσεις ως προς τον κρατικά ελεγχόμενο ρόλο της θρησκείας ως οργανικού μέρους του πολιτικού συστήματος, ο Ερντογάν επιχειρεί με μια ιδιάζουσα προσέγγιση να χρησιμοποιήσει τη θρησκεία σε επίπεδο πολιτικού τακτικισμού, δηλαδή να κερδίσει τη μουσουλμανική - ισλαμική κοινωνία, χωρίς όμως να εκπαραθυρώσει όλες τις πτυχές που συνθέτουν τον κατ’ επίφασιν κοσμικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους, επιχειρώντας κατά ταύτα να διατηρήσει στοιχεία συνάφειας προς τη Δύση.

Με το να αποβλέπει όμως στην ένταξη του Ισλάμ στο πολιτικό σύστημα ως συστατικού στοιχείου της πολιτικής συνείδησης του τουρκικού έθνους, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με τη διάσταση της κοσμικότητας και του δυτικού προσανατολισμού της Τουρκίας, προσπαθεί επί της ουσίας να συμφιλιώσει δεδομένα εν τοις πράγμασι ασυμφιλίωτα.

Συμπερασματικά και αναγιγνώσκοντας τους επερχόμενους βηματισμούς του τουρκικού κράτους, οφείλει κανείς να εκτιμήσει πως η σημερινή αντιπαραθετική διαπάλη μεταξύ κοσμικότητας και Ισλάμ θα παραμείνει ως στοιχείο που θα προσδιορίζει την πολιτική κουλτούρα του τουρκικού κράτους ανεξαρτήτως ηγεσίας και ιδεολογικού προσανατολισμού, συνιστώντας, κατά τα ανωτέρω, ένα κληρονομικό εναπόθεμα, τόσο του Κεμάλ, όσο και του ερντογανικού καθεστώτος.