Η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου

Δεν παραγνωρίζω τη σημασία του δεσμευτικού προηγούμενου στο σύστημα δικαίου μας, ούτε το αυστηρό των προϋποθέσεων για απόκλιση σε επίπεδο, μάλιστα, μόνο του Ανωτάτου Δικαστηρίου

Με την πέμπτη τροποποίηση του Συντάγματος (Ν.127(Ι)2006) προστέθηκε στο Σύνταγμά μας το Άρθρο 1Α, που καθιέρωσε την υπεροχή έναντι του Συντάγματός μας του δικαίου της Ε.Ε. Η τροποποίηση αυτή, που έγινε ως καθήκον κάθε χώρας μέλους της Ε.Ε., μετέβαλε έκτοτε το δίκαιό μας. Παρέμεινε όμως να προκύψει μια ακόμη υπεροχή του ενωσιακού δικαίου που θα αφορούσε την υπεροχή των δικαστικών αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ε.Ε.

Μια πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, αφού επικαλέστηκε σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπενθύμισε την Αρχή του Κοινοτικού Δικαίου ότι τα Εθνικά Δικαστήρια κάθε χώρας μέλους της Ε.Ε. έχουν το καθήκον, μεταξύ άλλων, να «διασφαλίζουν τη νομική προστασία που απορρέει για τους διοικούμενους από τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και να εγγυούνται το πλήρες αποτέλεσμα αυτών». Σαφέστατα ανέδειξε την υπεροχή και δεσμευτικότητα των αποφάσεων του ΔΕΕ έναντι της νομολογίας των εθνικών δικαστηρίων.

Η πάγια νομολογία του ΔΕΕ ως προς την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και τις εξ αυτής υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων συνοψίζεται ως κατέγραψε η δικαστική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου και στην απόφαση στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18[5], ως ακολούθως:

«156 … πρέπει να υπομνησθεί, ότι χαρακτηριστικά γνωρίσματα του δικαίου της Ένωσης είναι η προέλευσή του από αυτόνομη πηγή δικαίου, δηλαδή τις Συνθήκες, την υπεροχή του έναντι του δικαίου των κρατών μελών, καθώς και το άμεσο αποτέλεσμα πλήθους διατάξεων που έχουν εφαρμογή τόσο στους πολίτες των κρατών μελών, όσο και στα ίδια τα κράτη μέλη. Βάσει των ουσιωδών χαρακτηριστικών αυτών του δικαίου της Ένωσης έχει διαμορφωθεί ένα συγκροτημένο πλέγμα αρχών, κανόνων και εννόμων σχέσεων που τελούν σε αλληλεξάρτηση μεταξύ τους και δεσμεύουν αμοιβαία την ίδια την Ένωση και τα κράτη μέλη της, καθώς και τα κράτη μέλη μεταξύ τους [γνωμοδότηση 1/17 (ΣΟΕΣ ΕΕ-Καναδά), της 30ής Απριλίου 2019, EU:C:2019:341, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]».

Συνεπώς, το Διοικητικό Δικαστήριο προχώρησε σε μια βαθιά τομή δικαίου και θεώρησε αναγκαίο να κρίνει ότι, ως προς την ουσία της επίδικης διαφοράς, θα πρέπει εκ προοιμίου να υπερτονίσει πως «δεν παραγνωρίζω τη σημασία του δεσμευτικού προηγούμενου στο σύστημα δικαίου μας, ούτε το αυστηρό των προϋποθέσεων για απόκλιση σε επίπεδο, μάλιστα, μόνο του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. ανάλυση του ζητήματος και ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας στη Στυλιανού ν ΡΙΚ, Αναθ. Έφ. αρ. 126/13, ημερ. 06.10.2020). Επιδεικνύοντας τον προσήκοντα σεβασμό προς την επί του θέματος νομολογία, οφείλω να επισημάνω πως στη Sigma Radio TV Ltd v Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2011) 3 Β Α.Α.Δ. 667, στην οποίαν αποφασίστηκε πως, με δεδομένη την ενασχόληση και απόφαση επί του ιδίου θέματος της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν νοείται οποιαδήποτε παρέκκλιση, γιατί το εκεί εξεταζόμενο θέμα δεν αφορούσε σε εφαρμογή κοινοτικού δικαίου στη βάση ερμηνείας Οδηγίας της Ε.Ε., αλλά την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης και το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Συνακόλουθα, το ζήτημα δεν φαίνεται να απασχόλησε και να εξετάστηκε από τη σκοπιά των υποχρεώσεων του εθνικού δικαστή κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και την αρχή της υπεροχής αυτού, στην οποία η πλευρά της αιτήτριας ορθώς παραπέμπει και την οποία το ΔΕΕ έχει από της συστάσεώς του διακηρύξει».

Βέβαια, η υπό αναφοράν απόφαση καταγράφει σειρά συλλογισμών και αναφορών σε νομολογία της Ε.Ε. που αφορά τη νομική επιστήμη και τη δικηγορία. Στην ουσία έχουμε μια σαφέστατη δικαστική υπόδειξη ως πρόσθετη αφορμή για να επιτύχουμε νέα πλαίσια αναδόμησης της δικαστικής εξουσίας που θα επηρεάσει προφανώς και τη λειτουργία της κρατικής μηχανής σε επίπεδο υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και σε ό,τι αφορά και τις δικαστικές αποφάσεις. Μια νομολογιακή αρχή που πρέπει να αποτρέψει την όποια διαφθορά ή διαπλοκή ή την αδιαφορία προς την αυστηρή τήρηση της νομιμότητας.