Αναλύσεις

Αποταμίευση, επενδύσεις και συνταξιοδοτικό

Κάθε νοικοκυριό και κάθε άτομο ξεχωριστά προσπαθεί να κάνει τον δικό του προϋπολογισμό, υπολογίζοντας τις τωρινές και ενδεχόμενες ανάγκες της οικογένειάς του, τη διασφάλιση του μέλλοντος για τον ίδιο (π.χ. σύνταξη) και τα παιδιά του (π.χ. σπουδές) και επενδύοντας ή αποταμιεύοντας τα πλεονάσματα

Κάθε πολίτης, όπως και κάθε επιχείρηση, πάντοτε λογικά σκεπτόμενοι, συγκροτούν τον οικογενειακό / επιχειρηματικό προϋπολογισμό ώστε να διασφαλίζεται για το κάθε άτομο, μέσα από το πέρασμα των χρόνων, ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης για τον ίδιο και την οικογένειά του, ενώ για τις επιχειρήσεις η βιωσιμότητα και η ανάπτυξη τους.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο γίνεται αξιολόγηση των εισοδημάτων, το ποσό που απαιτείται για τις καθημερινές ανάγκες (θα πρέπει να τονιστεί ότι οι καταναλωτές σταδιακά γίνονται πιο προσεχτικοί και προσαρμόζονται εύκολα στις αλλαγές της αγοράς), για αποταμίευση και ενδεχομένως διασφάλιση των κεφαλαίων για δύσκολες εποχές και για τη συνταξιοδότηση, για επενδύσεις σε ακίνητα είτε για διασφάλιση «παθητικού εισοδήματος» ή για ιδία χρήση και σε κινητές αξίες. Στην εξίσωση πάντοτε λαμβάνεται υπόψη η δυνατότητα και το ύψος του δανεισμού.

Φυσικά η στρατηγική για κάθε οικογένεια εξαρτάται από τα περιουσιακά στοιχεία που έχει, τα παρόντα και μελλοντικά εισοδήματα και τη διάθεσή της όσον αφορά το θέμα ρίσκου. Για παράδειγμα οι «συντηρητικοί» θα αναζητήσουν «σίγουρες επενδύσεις», ίσως ακίνητα και blue chips μετοχές αρκούμενοι σε αποδόσεις του 3%-4%, ενώ στην αντίπερα όχθη οι λάτρεις του είδους θα επενδύσουν σε εξειδικευμένα χρηματοοικονομικά προϊόντα υψηλού ρίσκου και μεγάλων αποδόσεων (αλλά και μεγάλου ρίσκου απώλειας κεφαλαίων, οπότε το «η ζωή είναι για του τολμηρούς δεν ισχύει πάντοτε»).

Το σημείο ισορροπίας είναι να επενδύονται κεφάλαια που θεωρούνται πλεονάσματα στον οικογενειακό προϋπολογισμό, ενδεχομένως με τη σύναψη δανεισμού στα μέτρα της οικογένειας και οι «στρωματοποιημένες» επενδύσεις, δηλαδή σε σωστή αναλογία αυτές του υψηλού και του χαμηλού ρίσκου.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σταδιακά οι νοοτροπίες των οικογενειών έχουν αλλάξει, αντιλαμβάνονται την αξία του σωστού σχεδιασμού, το «παθητικό εισόδημα», είτε αυτό είναι σε μορφή ενοικίων είτε μερισμάτων, και εκμεταλλευόμενοι τα φορολογικά κίνητρα σχεδιάζουν το μέλλον μέσω συνεισφορών σε ταμεία προνοίας ή με τη σύναψη ασφαλειών ζωής ανταποδοτικού χαρακτήρα.

Όσον αφορά το συνταξιοδοτικό, ο πρώτος πυλώνας αφορά την εθνική σύνταξη, η οποία είναι υποχρεωτική και το ποσόν εξαρτάται από τις συνεισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Για τους μεν εργοδοτουμένους, το ποσόν των εισφορών περικόπτεται από τη μισθοδοσία τους και μαζί με τη συνεισφορά του εργοδότη καταβάλλεται μηνιαίως. Για τους δε αυτοεργοδοτουμένους, η καταβολή γίνεται ανά τρίμηνο.

Ο δεύτερος πυλώνας αφορά τα ταμεία προνοίας και τα ταμεία συντάξεως, όπου εργοδότες και εργοδοτούμενοι καταβάλλουν εισφορές με βάση το καταστατικό του ταμείου που εγκρίθηκε από τις Αρχές. Τα περισσότερα ταμεία προνοούν την εφάπαξ πληρωμή (κυρίως για φορολογικούς σκοπούς) του ποσού που αναλογεί στο μέλος είτε κατά την αφυπηρέτησή του ή τον τερματισμό της συγκεκριμένης εργοδότησης.

Ο τρίτος πυλώνας είναι προαιρετικός και ιδιωτικός και αφορά κυρίως τη δυνατότητα κάθε ιδιώτη να επενδύσει/αποταμιεύσει μέρος του καθαρού του εισοδήματος μέσω επενδυτικών σχεδίων (annuities) ή ασφαλιστικών σχεδίων με συγκεκριμένη απόδοση (ανάλογα με το ρίσκο που θα ήθελε ο κάθε ιδιώτης να αναλάβει).

Μετά την συνταξιοδότηση

Κύριος ρόλος ενός συνταξιοδοτικού συστήματος είναι η διασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης για όλον τον πληθυσμό μετά τη συνταξιοδότησή του. Φυσικά υπάρχουν και τα προγράμματα κοινωνικής συνοχής του κράτους, τα οποία λειτουργούν ως αρωγοί στις περιπτώσεις που υπάρχει ανάγκη, όπως στους συνταξιούχους.

Το κράτος παρέχει κίνητρα προς τους πολίτες, κυρίως φορολογικά, ώστε να υπάρχει συμμετοχή στους πυλώνες του συνταξιοδοτικού συστήματος. Οι εισφορές σε ταμεία προνοίας, ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων και άλλα αφαιρούνται για σκοπούς φόρου, με τον περιορισμό τους όμως στο 1/5 του φορολογητέου εισοδήματος. Tο 1/5 του καθαρού εισοδήματος του φορολογουμένου υπολογίζεται και με τη συμπερίληψη των συνδρομών σε ΓεΣΥ.

Κάθε νοικοκυριό και κάθε άτομο ξεχωριστά προσπαθεί να κάνει τον δικό του προϋπολογισμό, υπολογίζοντας τις τωρινές και ενδεχόμενες ανάγκες της οικογένειάς του, τη διασφάλιση του μέλλοντος για τον ίδιο (π.χ. σύνταξη) και τα παιδιά του (π.χ. σπουδές) και επενδύοντας ή αποταμιεύοντας τα πλεονάσματα.

Φυσικά ο καθένας και η κάθε οικογένεια έχει τις δικές της προτεραιότητες, ενώ μετά την οικονομική κρίση οι συνήθειες των πολιτών άλλαξαν, προσπαθώντας πρωταρχικά να διασφαλίσουν τα απαραίτητα και μετά να προχωρήσουν σε αγορές ειδών πολυτελείας. Διαφορετικές είναι οι συνήθειες της οικογένειας σε περιόδους αβεβαιότητας, όπως τώρα με την εξάπλωση του ιού, και διαφορετικές σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης.

Σε σχέση με την ασφάλιση και τα ταμεία προνοίας, παρέχονται συγκεκριμένα κίνητρα. Μεγαλύτερη συνεισφορά από τον πολίτη ισοδυναμεί και με μείωση των διαθέσιμων εισοδημάτων του, προς όφελος όμως της διασφάλισης ενός σταθερού εισοδήματος κατά τη συνταξιοδότησή του και καλής ποιότητας υπηρεσιών υγείας όταν τις χρειαστεί.

Η παραχώρηση φορολογικών αφαιρέσεων αποτυπώνει την πρόθεση της Πολιτείας να παραχωρήσει κίνητρα στους πολίτες και τις επιχειρήσεις είτε να αποταμιεύσουν είτε να προχωρήσουν σε επενδύσεις με σκοπό τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Σε ό,τι αφορά τις αποταμιεύσεις, τα τελευταία χρόνια βιώνουμε ένα περιβάλλον χαμηλών / αρνητικών επιτοκίων. Η υψηλή φορολόγηση των τόκων εισπρακτέων απομακρύνει ακόμη περισσότερο τους πολίτες από την αποταμίευση, οι οποίοι επιλέγουν την κατανάλωση ή/και τις επενδύσεις σε άλλους τομείς με μεγαλύτερες αποδόσεις. Τυχόν ενίσχυση της αποταμίευσης περιορίζει τη ρευστότητα στην αγορά, την κατανάλωση και ενδεχομένως την ανάπτυξη.

Σημειώνεται ότι η πορεία της κατανάλωσης αποτελεί σημαντική ένδειξη για το υγιές μιας οικονομίας και ταυτόχρονα καταδεικνύει τις διαθέσεις των καταναλωτών / πολιτών. Η ενίσχυσης της εσωτερικής ζήτησης συνεισφέρει σημαντικά στον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων και ενισχύει τα δημόσια οικονομικά μέσω της είσπραξης φορολογιών.

Η μείωση των θέσεων εργασίας

Ένας σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει το οικογενειακό εισόδημα είναι το ποσοστό απασχόλησης και οι διαθέσιμες θέσεις εργασίας. Η μείωση των θέσεων εργασίας και των μισθών, κατά την περίοδο μιας οικονομικής κρίσης, προκαλεί αλυσιδωτά προβλήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα μοντέλα υπολογισμού των προβλέψεων για απομείωση των δανειακών χαρτοφυλακίων, βασική παράμετρο αποτελεί η πορεία της ανεργίας.

Η ανεργία αποτελεί ένα σύνθετο πρόβλημα, το οποίο επηρεάζει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Μόνιμη λύση στο πρόβλημα θα δοθεί με την επαναφορά της οικονομίας σε μακροπρόθεσμους και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης και όχι με πρόσκαιρες αναλαμπές.

Η οικογένεια είναι μικρογραφία της κοινωνίας, αλλά και μιας επιχείρησης τουλάχιστον όσον αφορά το οικονομικό κομμάτι. Ο σωστός σχεδιασμός διασφαλίζει το επίπεδο διαβίωσης αλλά και τη δυνατότητα καλύτερου προγραμματισμού του μέλλοντος.

Υπάρχει το «ενεργό εισόδημα» που αφορά τους μισθούς και γενικότερα τα εισοδήματα από την απασχόληση και το «παθητικό εισόδημα» (το πλεόνασμα) που αφορά έσοδα από επενδύσεις. Και τα δύο είναι σημαντικά, με το πρώτο ουσιαστικά να τροφοδοτεί το δεύτερο και το δεύτερο να συμπληρώνει το πρώτο.

Φυσικά υπάρχει και η άλλη διάσταση που υποβάλλει ότι τη ζωή πρέπει να τη χαίρεσαι, αλλά πάντοτε σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει το λεγόμενο ισοζύγιο.