Επιχειρείν

Επίδραση του COVID-19 στις ταμειακές ροές μιας επιχείρησης

Για πολλά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις οι εύλογες αξίες ενδέχεται να έχουν αλλάξει σημαντικά, αντικατοπτρίζοντας τις αλλαγές στις προβλέψεις ταμειακών ροών και τη σημαντική αβεβαιότητα που προκύπτει από την αυξημένη πίστωση και τον αυξημένο κίνδυνο ρευστότητας

Το ξέσπασμα της πανδημίας επηρέασε την οικονομία και τις χρηματοπιστωτικές αγορές παγκοσμίως. Σχεδόν καμία οντότητα δεν έμεινε ανεπηρέαστη από αυτήν την πρωτοφανή κρίση υγείας.

Με βάση τα παραπάνω, αναμένουμε ότι μια σημαντική πρόκληση που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα είναι η αποτελεσματική εκτίμηση των επενδύσεών τους. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να επηρεάσει διάφορους τομείς χρηματοοικονομικής αναφοράς, καθώς επίσης και την προσέγγιση των επιχειρήσεων σε ό,τι αφορά τον υπολογισμό της εύλογης αξίας των περιουσιακών τους στοιχείων και υποχρεώσεων.

Η ταχεία επιδείνωση του οικονομικού περιβάλλοντος και η αύξηση της αβεβαιότητας στις επιχειρηματικές προοπτικές προκάλεσαν την απότομη πτώση των χρηματιστηριακών αγορών παγκοσμίως, καθώς και μιαν αξιοσημείωτη αστάθεια στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και στις τιμές των εμπορευμάτων. Η διεύρυνση των πιστωτικών περιθωρίων και οι μεταβολές στα επιτόκια ενδέχεται να έχουν ήδη επηρεάσει σημαντικά τις εύλογες αξίες μιας επιχείρησης. Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων έχουν φτάσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, αντικατοπτρίζοντας τις ανησυχίες που υπάρχουν για αυξημένες εταιρικές αδυναμίες. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Διεθνών Χρηματοοικονομικών (ΙΔΧ), το παγκόσμιο χρέος προς το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) έχει αυξηθεί πάνω από 350% το 2020. Έτσι, για πολλά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις οι εύλογες αξίες ενδέχεται να έχουν αλλάξει σημαντικά, αντικατοπτρίζοντας τις αλλαγές στις προβλέψεις ταμειακών ροών και τη σημαντική αβεβαιότητα που προκύπτει από την αυξημένη πίστωση και τον αυξημένο κίνδυνο ρευστότητας.

Ως αποτέλεσμα, η ανάγκη για έλεγχο απομείωσης της αξίας των περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης έχει αυξηθεί σημαντικά. Παραδείγματα αυτών των «γενεσιουργών γεγονότων» (triggering events) περιλαμβάνουν την αβεβαιότητα των ταμειακών ροών από τη μείωση της ζήτησης, την αύξηση του κόστους των πρώτων υλών και τη μείωση της αξίας των ακινήτων, εγκαταστάσεων και εξοπλισμού.

Η χρήση ενός μοντέλου αποτίμησης που χρησιμοποιεί σημαντικές μη παρατηρήσιμες μεταβλητές είναι ομολογουμένως δύσκολη και περίπλοκη, ειδικά αυτές τις μέρες που οι χρηματοπιστωτικές αγορές υφίστανται τις επιπτώσεις της πανδημίας.

Το αβέβαιο και συνεχώς μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του πιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου ρευστότητας για πολλές εταιρείες. Σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων έχουν εισέλθει σε περίοδο αναστολής πληρωμής των δανειακών τους υποχρεώσεων, και η ικανότητα αποπληρωμής στο εγγύς μέλλον παραμένει μετέωρη και αβέβαιη. Ο πιστωτικός κίνδυνος της ίδιας της επιχείρησης, καθώς και ο πιστωτικός κίνδυνος των αντισυμβαλλομένων της που χρησιμοποιούνται ως παράμετροι για την αποτίμηση της αξίας μιας επιχείρησης, είναι πιθανό να αυξηθούν. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη είτε προσαρμόζοντας το προεξοφλητικό επιτόκιο είτε τις αναμενόμενες ταμειακές ροές.

Ευρύ φάσμα πιθανών προβλέψεων

Δεδομένης της αβέβαιης μακροοικονομικής προοπτικής, ο βαθμός αβεβαιότητας στην εκτίμηση είναι σημαντικά υψηλότερος από το κανονικό και υπάρχει ένα ευρύτερο φάσμα πιθανών προβλέψεων ταμειακών ροών.

Το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) 13 περιγράφει δύο προσεγγίσεις στην εφαρμογή μιας τεχνικής αποτίμησης δίκαιης αξίας:

  1. Την τεχνική προσαρμογής του προεξοφλητικού επιτοκίου, η οποία χρησιμοποιεί μια ενιαία προβολή ταμειακών ροών και όλες οι προσαρμογές για τον κίνδυνο αντικατοπτρίζονται στο προεξοφλητικό επιτόκιο (παραδοσιακή προσέγγιση).
  2. Την αναμενόμενη προσέγγιση ταμειακών ροών, η οποία χρησιμοποιεί πολλαπλές, σταθμισμένες πιθανότητες ταμειακών ροών.

Ενώ και οι δύο τεχνικές θα πρέπει να παρέχουν τα ίδια αποτελέσματα, μπορεί να είναι χρήσιμο να σκεφτεί κάποιος να χρησιμοποιήσει την αναμενόμενη σταθμισμένη πιθανότητα ταμειακών ροών σε αντίθεση με την παραδοσιακή προσέγγιση, γιατί έτσι ενδεχομένως θα καταφέρει να ενσωματώσει στο μοντέλο του τον αυξημένο κίνδυνο και τη μεγαλύτερη αβεβαιότητα των πιθανών μελλοντικών αποτελεσμάτων.

Επιπρόσθετα, πολλές άλλες προβλέψεις (όπως για παράδειγμα η πρόβλεψη για επισφαλείς χρεώστες) που αναπτύχθηκαν από τις επιχειρήσεις κατά τις προηγούμενες περιόδους είναι πλέον περιορισμένης σημασίας, δεδομένων των ταχέως μεταβαλλόμενων εμπορικών συνθηκών. Έτσι, η διοίκηση μιας επιχείρησης θα πρέπει να προβεί σε ενημέρωση αυτών των προβλέψεων όπως κρίνεται σκόπιμο, λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες κινδύνου που εντοπίστηκαν.

Παρόλα τα μέτρα που έχουν ανακοινώσει οι κυβερνήσεις για στήριξη στις πληγείσες οντότητες, ο βαθμός αβεβαιότητας σχετικά με τις μελλοντικές συνθήκες της αγοράς αποτελεί μιαν ακόμα σημαντική πρόκληση κατά την αξιολόγηση της ικανότητας μιας οντότητας να συνεχίσει ως δρώσα οικονομική μονάδα.

*Principal, KPMG in Cyprus, anicodemou@kpmg.com