Τουρκικών στρατηγικών αναζητήσεων προεκτάσεις

Η τουρκική πολιτική ηγεσία υπό τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μεσούντων κρίσεων πολιτικής και στρατηγικής, που λαμβάνουν χώραν στην ευρύτερη γειτονιά της, επιχειρεί να εξέλθει της εμφιλοχωρούσης απομόνωσής της προσεγγίζοντας χώρες, μεγάλες δυνάμεις της περιοχής, με τις οποίες βρέθηκε σε αντιπαράθεση, όπως είναι η Αίγυπτος του Στρατηγού Αμντέλ Φατάχ Αλ Σίσι.

Είναι γνωστό πως το ρήγμα που επήλθε στις τουρκο-αιγυπτιακές σχέσεις ανατρέχει στη στήριξη της Άγκυρας προς τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, ειδικότερα δε κατά τη σύγκρουσή τους με τον στρατηγό Αλ Σίσι, η οποία και κορυφώθηκε το 2013, με την ανατροπή τους από την εξουσία και την εν προκειμένω εγκαθίδρυση ενός κοσμικής υφής καθεστώτος από τον στρατηγό Σίσι.

Αυτό δημιούργησε, κατά τα ανωτέρω, μια συγκρουσιακή διάσταση μεταξύ των δυο κρατικών οντοτήτων, την οποία η Άγκυρα επιχειρεί σήμερα, οκτώ και πλέον έτη κατόπιν, να μεταβάλει, προβαίνοντας σε διορθωτικές κινήσεις αποκατάστασης διπλωματικών και πολιτικών σχέσεων.

Στο σημερινό διεθνοπολιτικό σκηνικό, που βρίσκεται σε συνθήκες οιονεί κινητικότητας, διαγράφεται η εκδήλωση πολιτικής βούλησης και πρόσφατων εντατικοποιημένων τάσεων προσέγγισης σε επίπεδο αναπληρωτών Υπουργών Εξωτερικών της Τουρκίας με την Αίγυπτο, η οποία επέρχεται, τόσο λόγω της εμφιλοχωρούσης τουρκικής απομόνωσης, όσο και λόγω της ανησυχίας της Άγκυρας σχετικά με την οικοδόμηση ενός γεωστρατηγικού άξονα Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ - Αιγύπτου, ο οποίος φαντάζει στην τουρκική οπτική ως επερχόμενη «ασφυκτική θηλιά γύρω από τον λαιμό της».

Το ανωτέρω εξηγεί τη σημερινή αλλαγή πλεύσης της Τουρκίας, η οποία δεν είναι ούτε πρωτόγνωρη, ούτε περίεργη για τις διεθνείς σχέσεις, υπομιμνήσκει δε κατά ταύτα και τη σχετική μνημειώδη φράση του Λόρδου Πάλμερστον κατά το 1848, που υπογραμμίζει την κλασική αντίληψη, κατά τη ρεαλιστική θεωρία των διεθνών σχέσεων, πως «τα έθνη δεν έχουν σταθερούς φίλους ή εχθρούς. Έχουν μόνο σταθερά συμφέροντα”.

Σε συνέχεια των ανωτέρω και στο πλαίσιο των πρόσφατων τουρκικών τακτικών κινήσεων για προσέγγιση προς την Αίγυπτο, χώρα που συνιστά μεγάλη δύναμη του αραβικού κόσμου και σημαντικό «παίκτη» του μεσανατολικού και του εν γένει μεσογειακού πλαισίου, η Άγκυρα επιδιώκει να αξιοποιήσει ως δέλεαρ έναντι του Καΐρου και την εκχώρηση μεγάλων θαλασσίων ζωνών στο πλαίσιο μιας δυνατότητας ανακήρυξης ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών.

Το ως άνω τουρκικό εγχείρημα, μη εντασσόμενο κατά ταύτα σε κανένα πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου ή του Δικαίου της Θάλασσας ειδικότερα, συνιστά άλλη μια ως εν προκειμένω τουρκική παρανομία, η οποία και επιβεβαιώνει, τόσο την απουσία διεθνούς συστήματος, ικανού να επιβάλει το διεθνές δίκαιο κατά τρόπο ενιαίο, καθολικό και αδιαίρετο, όσο και αναφορικά προς την Ελλάδα την αδικαιολόγητα διαχρονική αποφυγή μιας επιβαλλόμενης, προσδοκώμενης και καθόλα νόμιμης συνομολόγησης ΑΟΖ με το έτερο κράτος του Ελληνισμού, την Κυπριακή Δημοκρατία.

Το ανωτέρω θα συνιστούσε και μια εν τοις πράγμασι ενίσχυση της διεθνούς υπόστασης του κυπριακού κράτους, που διαθέτει, ούτως ή άλλως, ΑΟΖ τόσο με την Αίγυπτο όσο και με το Ισραήλ, ενώ θα λειτουργούσε και ως ασφαλιστική δικλίδα νομιμοποίησης της κατανομής των θαλασσίων ζωνών επί τη βάσει του Δικαίου της Θάλασσας.

Η ανακήρυξη ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος - Κύπρου, που συνιστά επιβεβλημένη κίνηση πολιτικής και στρατηγικής διάρθρωσης της παρουσίας του Ελληνισμού στην περιοχή, και θα λειτουργούσε και ως ανάχωμα στην τουρκική τακτική στρατηγικής προβολής αυθαίρετου διαμοιρασμού θαλασσίων ζωνών, πέραν και εκτός παντός πλαισίου διεθνούς νομιμότητας, όπερ και συνιστά μια προσφιλή συνήθεια του τουρκικού κράτους, οφείλει να συνοδεύεται από μια πολιτική εθνικής ασφάλειας που να είναι σε θέση σε βάθος χρόνου και σε διάρκεια να υπερασπίζεται αποτελεσματικά τον ως εν προκειμένω ενιαίο χώρο Ελλάδος - Κύπρου.

Μια τέτοια κίνηση τακτικού επιπέδου επιβάλλεται να αποτελεί το απαύγασμα μιας εθνικής στρατηγικής, που θα στηρίζεται από το σύνολο των δυνάμεων που συνιστούν το πολιτικό σύστημα της χώρας και θα υπερβαίνει κοντόφθαλμες επιλογές συμβιβαστικών κινήσεων ως προς την καθαρή και άνευ όρων πλήρη εφαρμογή και υπεράσπιση του Διεθνούς Δικαίου, κατά ταύτα δε και του Δικαίου της Θάλασσας σε μακρά διαδρομή.

Η Ελλάδα ως μεγάλη και ιστορική χώρα της Μεσογείου, ευρισκόμενη σήμερα σε μια ευνοϊκή περίοδο οικοδόμησης διεθνών συμμαχιών, είναι εκ των πραγμάτων σε θέση, δεδομένης της αναγκαίας κατά ταύτα πολιτικής βούλησης, να προχωρήσει σε κινήσεις που θα την καταστήσουν ικανή να εμπεδώσει την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και την προβολή της χώρας ως ηγετικής δύναμης ισχύος και σταθερότητας στην περιοχή.