Ηθική και Πολιτική

Aισθάνονται άβολα και το ονομάζουν αυτό ηθική. Η σκωπτική αυτή ρήση για την ηθική λέγει πολλά, και σοφά, όπως συμβαίνει τόσο συχνά με τα έγκυρα αστεία. Η ηθική δεν είναι απλώς μια σφαίρα της φιλοσοφικής θεωρίας, ούτε και ένας τρόπος αποτίμησης της ζωής - των πράξεων και φιλοδοξιών μας, που συνυπάρχει με τους υπόλοιπους τομείς των ασχολιών μας, διαθέσιμος για επίσκεψη, όταν αυτό βολεύει. Είναι, αντίθετα, μια συνολική αξιολόγηση της πρακτικής μας ζωής, των πράξεών μας, μέτρο αξιολόγησης κάθε έκφανσης της πρακτικής μας ζωής, που είναι σκοπός της να μη βολεύει. Κι είναι άβολη, για δύο λόγους. Πρώτα, σαν ηθική, είναι επιτακτική, κανονιστική. Νόμος σιδηρούς, μετρά με ένα «δέον» που δεν ανήκει σε κανένα να αγνοήσει, ή ελεύθερα να παρακάμψει. Ένα «δέον», κανόνες που είναι από την φύση τους καθολικοί, απαράβατοι κι αδιαπραγμάτευτοι. Δεύτερον, είναι ένα αυστηρό μέτρο. Ένας άκαμπτος κανόνας, που τείνει να θέσει υψηλά τον πήχυ, να ζητήσει κάτι περισσότερο, να βαθμολογεί, τόσο συχνά, κάτω από την βάση.

Είναι προφανές, από αυτά τα εισαγωγικά για την φύση της ηθικής, ότι δεν προσφέρεται για εύκολη συγκατοίκηση με την πολιτική. Περισσότερο από κάθε άλλον τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας, το «άβολο» της ηθικής αφορά τον χώρο της πολιτικής. Γιατί η πολιτική αρένα, χώρος κατ' εξοχήν ανταγωνιστικός, με διακύβευμα και απώτατη διεκδίκηση την απόκτηση δύναμης κι εξουσίας, κι αποκλεισμό των αντιπάλων από αυτή, συνεπάγεται μιαν αμφιλεγόμενη σχέση με την ηθική. Είναι παροιμιακή η σύνδεση της δύναμης με την διαφθορά, ή, έστω, τον πειρασμό της διαφθοράς, ειδικά όπου υπολείπεται ο αποτελεσματικός δημοκρατικός έλεγχος. Ή, πολύ πιο κραυγαλέα, εκεί που αυτός λείπει εντελώς, όπως μαθαίνουμε ξανά και ξανά, μετά την πτώση των τυράννων, όπως, πρόσφατα, σε αραβικές χώρες.

Και, όμως, οι ίδιοι οι πολιτικοί βάζουν τον πήχυ για την ηθική τους αξιολόγηση τόσο ψηλά. Διεκδικούν την εξουσία προβάλλοντας διανοητικές και ηθικές αρετές, στην υπηρεσία μάλιστα της διασφάλισης του κοινού αγαθού. Κυριότατες, από αυτές, αρετές πού είναι αδιανόητο να λείπουν από τον πολιτικό, είναι, πρώτον, η σωφροσύνη, η κατ' εξοχήν πολιτική αρετή της ικανότητας να επιλέγεται το πρακτέον. Ο σώφρων, ο φρόνιμος πολιτικός αναμένεται να μπορεί να ζυγίσει ποια είναι η ενδεικνυόμενη, η λυσιτελέστερη στις περιστάσεις απόφαση για δράση. Ξεχωρίζει, ακόμα, ως απαραίτητη αρετή η ακεραιότητα. Η διασφάλιση ότι ο πολιτικός διαθέτει εκείνη την ηθική ποιότητα του χαρακτήρα, ώστε να μην εκπέσει από την υπεσχημένη επιζήτηση του κοινού αγαθού, προκρίνοντας κάποιο ίδιο αγαθό, κάποιο ιδιοτελές συμφέρον.

Αλλ' όσο κι αν οι αρετές αυτές προβάλλονται από τον πολιτικό ότι τον καταξιώνουν ως ένα ξεχωριστά προικισμένο άτομο, ως έναν «άριστο», που ενδείκνυται από αυτές τις ξεχωριστές του αρετές να διεκδικήσει την εξουσία, δεν αποτελούν αυτές ένα πρόσθετο πλεονέκτημα, κάτι πρωτότυπο, που θα έπρεπε να εκπλήξει τους ψηφοφόρους ή κυβερνώμενους. Δεν είναι κατ' εξαίρεσιν «εξαίρετος» ο πολιτικός, αλλά κατ' απαίτησιν των κυβερνωμένων.

Διαθέτουν, σαν σύνολο, οι κυβερνώμενοι, το «ηθικό αίσθημα» να αναζητούν στους πολιτικούς τις αρετές που τους προάγουν στην δημόσια σφαίρα ως τους αρίστους, τους πλέον ενδεικνυόμενους να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα, να τους εμπιστευτούν οι πολίτες τις τύχες τους. Εκείνους, μάλιστα, που η φρόνιμη διαγωγή τους στην εξουσία, η λαμπρή διακονία τους, το ηγετικό τους ανάστημα, θα παράσχουν πρότυπα, θα διδάξουν τις άξιες μιμήσεως αρετές, «ως αν ο φρόνιμος ορίσειεν». Ακόμη πιο ιδανικά, όπως το όρισε ο Αριστοτέλης, εκείνους που θα αναδείξουν την πολιτική ως τρόπο κι ευκαιρία παιδείας. Την ενάσκηση με την πολιτική, για πολίτες και πολιτευομένους, την αγορά και την «πόλη», έναν χώρο αγωγής και ηθικής τελείωσης των ανθρώπων, που ανθούν σαν άνθρωποι. Επιτυγχάνουν έτσι μέσα στην εκπλήρωσή τους, σαν όντα πολιτικά, το ανώτατο αγαθό, την ευδαιμονία.

Πώς, λοιπόν, στο φως όλων αυτών των θετικών κρίσεων και προσδοκιών από τον πολιτικό και την πολιτική, να κρίνει τόσο «σκωπτικά», τόσο σκεπτικιστικά, η κοινή αντίληψη την «άβολη» συμβίωση ηθικής και πολιτικής; Πώς προήλθε, και ποιος ευθύνεται γι’ αυτήν την ογκούμενη διάσταση ανάμεσά τους; Γιατί αυτό το χαίνον χάσμα ανάμεσα στο «δέον» και το «πραγματικό», όταν οι επιλογές μας, σε ό,τι αφορά πολιτικούς και πολιτικές, προσβλέπουν στο πρώτο για να διορθώσει ή βελτιώσει το δεύτερο; Γιατί να θεωρείται δεδομένη η διάσταση θεωρίας και πραγματικότητας, όταν, αντίθετα, η φιλοσοφική θεωρία, κι η ελληνική μάλιστα πολιτική φιλοσοφία, επιχειρηματολογεί για την αμοιβαία τους στήριξη και προαγωγή;

Γιατί προεξοφλούνται τα «βρόμικα χέρια»;

Γιατί θα έπρεπε να παραδοθεί κανείς, τόσο αμαχητί, στα «κυνικά» επιχειρήματα ότι η αναζήτηση του ηθικού στον χώρο της πολιτικής ισοδυναμεί με μιαν αφελή παραγνώριση των σκληρών κανόνων και τρόπων του πραγματικού, που διέπουν την πολιτική; Κι ότι, όπως επιχειρεί να προσγειώσει τον φιλόσοφο Σωκράτη ο Θρασύμαχος στην Πολιτεία του Πλάτωνος, «ο δίκαιος πάντα χάνει στον ανταγωνισμό με τον άδικο»; Γιατί θα έπρεπε να θεωρήσουμε ως δεδομένη την θεωρία των «βρόμικων χεριών», του Σαρτρ και του Βάλζερ, ότι η διάζευξη ανάμεσα στην αποτελεσματικότητα στην άσκηση πολιτικής και την ηθική ποιότητα των μέσων ή και των σκοπών της, είναι «αποκλειστική», δηλαδή αποτελεσματικότητα και ηθική αποκλείονται αμοιβαία και αδήριτα;

Όσοι αναλαμβάνουν ως λειτούργημα την πολιτική, ανάγκη να αναμετρηθούν με τις απαιτήσεις αυτές, το ηθικό πείσμα των πολιτών. Το ζήτημα της επιστροφής της ηθικής στην πολιτική δεν αφορά μονάχα το φιλοσοφικό ερώτημα για την παρουσία, ή την συνάφεια ηθικών αξιολογήσεων στον χώρο της πολιτικής. Αν η «ευβουλία», η ορθή διαβούλευση στην πολιτική αφορά ένα ηθικό «εύ». Αφορά και το πρωταρχικό αίτημα της επιστροφής της πολιτικής στην ηθική. Οι πολιτικοί δεν μπορούν, δεν επιτρέπεται να παύσουν να θεωρούν εαυτούς σαν ηθικά υποκείμενα. Η πολιτική πράξη, η πολιτική σαν καθαρά χώρος της ορθής πράξης, είναι χώρος αξιολόγησης του πολιτικού. Ηθικής, όχι λιγότερο αξιολόγησης. Διότι η διαγωγή του πολιτικού συμβάλλει ουσιαστικά, κι οι πολιτικοί επιτρέπεται να το αγνοούν αυτό, στην «αγωγή» του πολίτη.

Αν ο πολίτης ζητεί από τον πολιτικό φρόνηση κι ικανότητα, ρεαλισμό κι ευελιξία στην διαχείριση του πραγματικού, κι όσα η πραγματικότητα επιτάσσει (όχι πάντα όμορφη, και σχεδόν ποτέ όπως την θέλουμε), γιατί θα πρέπει επίσης να περιμένουμε να συμβιβαστεί στην παραίτηση από την φιλοδοξία να διασώσει ό,τι μπορεί από τις αξίες και την ακεραιότητα ανώτερων ηθικά φιλοδοξιών του; Και γιατί έτσι εύκολα να θέλουν οι πολιτικοί να απαλλαγούν από την ευθύνη τέτοιων ανώτερων φιλοδοξιών και δεσμεύσεων;

Ο κόσμος είναι όπως είναι, αυτό είναι παραδεκτό, και οι πολίτες θέλουν τους πολιτικούς να πατούν γερά στην γη. Αλλά γιατί να παραιτηθούν από το δικαίωμα οι πολιτικοί να προσπαθούν, και να το απαιτούμε κι από τους πολιτικούς να προσπαθούν να είναι αυτό που θέλουμε, που ευελπιστούμε όλοι μας να είμαστε; Αν η ηθική αφορά την αποτίμηση των πράξεων, της πρακτικής ζωής, γιατί να δεχθούμε σαν αναπόφευκτη την αποσύνδεση του κατ' εξοχήν χώρου της πράξης, της πολιτικής, από τις συνέπειες της πολιτικής πράξης, και την ηθική της αποτίμηση σε αναφορά προς αυτές;

Όλο και περισσότερο, ο πολίτης ανησυχεί ότι η φερόμενη διάσταση ηθικής και πολιτικής δεν αφορά τόσον την διάσταση ανάμεσα στην θεωρία και την πραγματικότητα, το φιλοσοφικά αμφισβητήσιμο χάσμα ανάμεσα στο «δέον» και το «είναι», αλλά μια πολύ πιο άμεσα κατακριτέα, όσο και κραυγαλέα, απόσταση ανάμεσα στον λόγο και την πράξη των πολιτικών.