Ένταξη και αφομοίωση ως δίπολο σύγχρονου πολιτικού προβληματισμού

Η αφγανική κρίση, που στα μεθεόρτιά της λαμβάνει κατά ταύτα χώραν κατόπιν της αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων και με τραυματισμένη εν προκειμένω την αξιοπιστία της υπερδύναμης, αναμένεται μετά βεβαιότητος να προκαλέσει μεταναστευτικές ροές μουσουλμανικών πληθυσμών, οι οποίες εκτιμάται πως θα πορευθούν προς την Ευρώπη μέσω Ελλάδος. Οι εν προκειμένω πληθυσμιακές ομάδες ακολουθούν τον δρόμο προς την Ευρώπη και τη Δύση ευρύτερα, αντικρίζοντας τον κατά τα ανωτέρω χώρο ως τη «Γη της Επαγγελίας», που θα μπορέσει να τους επιλύσει προβλήματα επιβίωσης και προοπτικής στο παρόν και στο μέλλον.

Το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω παραπέμπει στο κρίσιμο επίπεδο ικανότητας ενσωμάτωσης ή πολύ περισσότερο αφομοίωσης όσων εν τέλει καταφέρουν να φτάσουν και να εγκατασταθούν κατά τον α’ ή β’ τρόπο στον ευρωπαϊκό χώρο. Η ικανότητα ενσωμάτωσης μουσουλμανικών πληθυσμών στον ελληνικό και ευρωπαϊκό χώρο, ιδεολογικοποιούμενη από ορισμένους κύκλους, θεωρείται ως εν πολλοίς αυτοματοποιημένη διαδικασία, που μπορεί να επιτευχθεί διά του εκπαιδευτικού συστήματος και των εν γένει διαδικασιών κοινωνικής ένταξης.

Η κατά τα ανωτέρω προσέγγιση είναι απολύτως εσφαλμένη και επιστημονικά κατά τρόπο τεκμηριωμένο λανθασμένη, καθώς, ως γνωστόν, σύμφωνα με τη βεμπεριανή θεώρηση, η θρησκεία στην περίπτωση των μουσουλμάνων επέχει θέση εθνικής ταυτότητας, υπερισχύουσα οποιουδήποτε άλλου κριτηρίου, που καλείται να προσδιορίσει την εθνική διάσταση ενός λαού, ενός ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, ενός έθνους. Σύμφωνα με τον «πατέρα» της κοινωνιολογίας, Μαξ Βέμπερ, και την προσέγγισή του στο έργο Προτεσταντική Ηθική, η θρησκευτική διάσταση του ατόμου διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στην ανάπτυξη ορισμένων ικανοτήτων και εν γένει προσδιορίζει κοινωνικοοικονομικές συμπεριφορές στο σύνολό τους.

Ο Χριστιανισμός στην Ορθοδοξία, τον Καθολικισμό και τον Προτεσταντισμό, ενσωματώνουν τα άτομα στο κοινωνικό σύνολο μεν, καθοδηγούν επαγγελματικά και κοινωνικοοικονομικά διαφοροποιημένα δε. Οι μεν προτεστάντες υπηρετούν την οικονομία της αγοράς και το καπιταλιστικό σύστημα, οι καθολικοί κατευθύνονται στον δημοσιοϋπαλληλισμό και τις κρατικές δομές, οι δε ορθόδοξοι ακολουθούν και τις δύο κατευθύνσεις.

Ως προς την ενσωμάτωση των χριστιανικών πληθυσμών σε κοινωνίες πολυεθνικών δομών, πρέπει να υπογραμμίσουμε πως αυτό καθίσταται εφικτό, γιατί οι χριστιανοί διαπαιδαγωγούνται παιδιόθεν μέσα από την αντίληψη της αποδοχής του άλλου, δηλαδή του έτερου, στο πλαίσιο κοινωνικής συνύπαρξης, συναντίληψης και αλληλεγγύης. Είναι πολλά τα παραδείγματα, που επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές, όπως συνέβη στη μετανάστευση μεγάλων χριστιανικών πληθυσμιακών ομάδων στις αρχές και τα μέσα του προηγούμενου αιώνα είτε στην Αυστραλία είτε στις ΗΠΑ.

Αντιθέτως, οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί, σύμφωνα με τη βεμπεριανή θεώρηση και την εν τοις πράγμασι λαμβάνουσα χώραν εμπειρική εξέλιξη, όχι μόνο δεν ενσωματώνονται στις δυτικές δομές και κοινωνίες υλικού πολιτισμού, αλλά δημιουργούν εν είδει γκέτο, τις δικές τους αυτόνομες περίπου περιοχές, οι οποίες λειτουργούν ως ανεξάρτητες νησίδες πολιτιστικής και οικονομικής παρουσίας σε κάθε χώρα και σε κάθε περιοχή.

Τούτο, σύμφωνα με τον Μαξ Βέμπερ, τεκμηριώνεται από το γεγονός ότι στο Ισλάμ η θρησκευτική ταυτότητα υπερέχει πάσης άλλης ιδιότητος, που άπτεται της πορείας του ατόμου στον κόσμο. Αυτό σημαίνει πως ο μουσουλμάνος πολίτης συντρέχει την ταυτότητα της ζωής του, πρωτίστως ως ισλαμική ιδιότητα, δευτερευόντως δε ως οποιοδήποτε άλλο πολιτιστικό, πολιτικό ή κοινωνικό στοιχείο της διαδρομής του.

Το παράδειγμα των παιδιών, φορέων μουσουλμανικού θρησκεύματος, που φοιτούν σε σχολεία δυτικών χωρών, παραπέμπει στη διάσταση της ενσωμάτωσης ως γλωσσικής ικανότητας επικοινωνίας, χωρίς να αλλοιώνεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο η μουσουλμανική τους ταυτότητα. Επομένως, στην ως άνω περίπτωση έχουμε συνύπαρξη, αλλά όχι αφομοίωση.

Η περίπτωση ενός παιδιού ελληνικής οικογένειας, που φοιτά π.χ. σε αυστραλιανό σχολείο στο Σίδνεϊ ή στην Καμπέρα, προϊόντος του χρόνου θα οδηγηθεί σε απροβλημάτιστη αφομοίωση των αυστραλιανών αντιλήψεων και συνηθειών, που κυριαρχούν στη ζωή των συνομηλίκων του, εξελισσόμενο σε Αυστραλιανό πολίτη, που διατηρεί μεν την ελληνική του ταυτότητα ως Ορθοδοξία, ως μνήμες και παράδοση, αλλά στην εν γένει ζωή του υπερισχύει η αυστραλιανή ταυτότητα, διαδραματίζουσα κατά ταύτα πρωταγωνιστικό ρόλο στην καθημερινότητά του. Αντιθέτως, ένα παιδί μουσουλμανικής οικογένειας θα μεγαλώσει μαθαίνοντας τη γλώσσα και ορισμένες βασικές συνήθειες της χώρας, που το φιλοξενεί, αλλά ουδέποτε τα στοιχεία αυτά θα υπερισχύσουν της μουσουλμανικής του ταυτότητας.

Οι παραπάνω προσεγγίσεις, που αποτυπώνουν μια καταγραφή της πραγματικότητας, δεν επιτρέπουν την ιδεολογικοποίηση ή πολιτικοποίησή τους, διότι ακριβώς συνιστούν προϊόντα επιστημονικής τεκμηρίωσης και μελετών εμπειρικής προσέγγισης, μη επιδεχόμενα την προβολή μανδύα, που να χρωματίζει την κατά τα ανωτέρω αντίληψη στο σύνηθες και εννοιολογικά κενό σχήμα του γνωστού διπόλου «προόδου και συντήρησης».