Αναλύσεις

Γεώργιος Στράτος: Ο θερμουργός υποστηρικτής του Ένοπλου Απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ

«Ως στρατιωτικός και ως πολιτικός είχε διακριθεί για τη γενναιότητα, τη φιλοπατρία, την τιμιότητα και την αδάμαστη θέλησή του, όταν η πατρίδα τον καλούσε να την υπηρετήσει σε καιρό πολέμου και σε καιρό ειρήνης. Ποτέ δεν αρνήθηκε να υπηρετήσει το έθνος. Ήταν διά βίου αγωνιστής. Η στρατιωτική και πολιτική του σταδιοδρομία ήταν μια ζωή προσφοράς στην Πατρίδα»

strat26.PNG

Ένας από τους μεγαλύτερους φίλους της Κύπρου και υποστηρικτής του Απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ ήταν ο Γεώργιος Στράτος, εξέχουσα προσωπικότητα, πολιτική και στρατιωτική, της εποχής του. Ως στρατιωτικός και ως πολιτικός είχε διακριθεί για τη γενναιότητα, τη φιλοπατρία, την τιμιότητα και την αδάμαστη θέλησή του, όταν η πατρίδα τον καλούσε να την υπηρετήσει σε καιρό πολέμου και σε καιρό ειρήνης. Πυξίδα των ενεργειών και πράξεών του στην πολυκύμαντη ζωή του ήταν το καλώς νοούμενο εθνικό συμφέρον, η δόξα και το μεγαλείο της Ελλάδας. Και η προσφορά του στους εθνικούς αγώνες ήταν μεγάλη και είχε αναγνωριστεί από το σύνολο του στρατιωτικού και πολιτικού κόσμου. Ποτέ δεν αρνήθηκε να υπηρετήσει το έθνος. Ήταν διά βίου αγωνιστής. Η στρατιωτική και πολιτική του σταδιοδρομία ήταν μια ζωή προσφοράς στην Πατρίδα.

Ποιος ήταν ο Γεώργιος Στράτος

Ο Γεώργιος Στράτος γεννήθηκε στην Αμφιλοχία το 1887 και νεαρός εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, από την οποία αποφοίτησε με τον βαθμό του Σημαιοφόρου. Οι Απελευθερωτικοί Πόλεμοι του 1912-13 βρίσκουν τον Γεώργιο Στράτο ανθυποπλοίαρχο, μέλος του επιτελείου του πολεμικού σκάφους «Νέα Γενεά», με κυβερνήτη τον αντιπλοίαρχο Γεώργιο Καλαμίδα. Το σκάφος αυτό πήρε μέρος με τα άλλα πολεμικά σκάφη στις υπό τον δοξασμένο Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη νικηφόρες ναυμαχίες της Λήμνου και της Έλλης και στην απελευθέρωση των νησιών του γαλανού Αιγαίου. Ο Στράτος διακρίνεται για τη ναυτική του κατάρτιση και τη γενναιότητα στις επιχειρήσεις του πολεμικού ναυτικού και μέσα σε εφτά χρόνια προάγεται τρεις φορές και παίρνει τον βαθμό του Πλωτάρχη.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 ο Στράτος βαριά πληγωμένος από την εθνική συμφορά και απογοητευμένος ταυτόχρονα από τον επάρατο διχασμό, ζητεί με βαριά καρδιά την αποστρατεία του και εγκαταλείπει το ένδοξο πολεμικό Ναυτικό με τον βαθμό του Πλοιάρχου, χωρίς, όμως, να πάψει να ενδιαφέρεται για τις Ένοπλες Δυνάμεις του Έθνους και να προσφέρει εθελοντικά τις υπηρεσίες του στο Πολεμικό Ναυτικό. Κατά τον Πόλεμο του 1940 καλείται στην ενέργεια και του ανατίθεται η νευραλγική θέση του Αρχιεπιστολέα (Επιτελάρχη) του Ναυστάθμου της Σαλαμίνας. Στη θέση αυτή παραμένει μέχρι την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα το 1941, οπότε ο Ελληνικός Στόλος μεταστάθμευσε στην Αλεξάνδρεια.

«Υπόδειγμα δημοσίου άνδρα»

Ως πολιτικός ο Γ. Στράτος υπήρξε υπόδειγμα δημοσίου άνδρα. Και ως βουλευτής και ως υπουργός διακρινόταν για τις ικανότητες, την εντιμότητα, την ευγένεια και την αμεροληψία του. Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι εκλεγόταν πάντοτε βουλευτής όταν έθετε υποψηφιότητα και ότι επανειλημμένα κλήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως υπουργός σε διάφορες κυβερνήσεις σε δύσκολους καιρούς για το Έθνος. Για πρώτη φορά εκλέχθηκε βουλευτής Βάλτου -περιφέρεια της ιδιαίτερης πατρίδας του- το 1928. Το 1932 και το 1933 εκλέχθηκε βουλευτής Αθηνών. Το 1936 εκλέχθηκε συγχρόνως βουλευτής σε δυο περιφέρειες -Αθηνών και Αιτωλοακαρνανίας-, δείγμα της εκτίμησης και της εμπιστοσύνης των ψηφοφόρων στο πρόσωπό του. Βουλευτής εκλέγεται ξανά το 1946 και το 1950. Επίσης, διετέλεσε Υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη το 1932, Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Μαξίμου το 1947 και στην κυβέρνηση Σοφούλη που την διαδέχθηκε. Από το υπουργικό αξίωμα παραιτήθηκε το 1948, αλλά ποτέ δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για τα κοινά και ιδιαίτερα για τα μεγάλα εθνικά θέματα, ανάμεσα στα οποία την πρώτη θέση κατείχε το Κυπριακό. Μάλιστα ο Διγενής στα Απομνημονεύματά του αναφέρει ότι πρόταση αναλήψεως ένοπλου αγώνα στην Κύπρο τού έγινε από τον Γεώργιο Στράτο και τους αδελφούς Σάββα και Σωκράτη Λοϊζίδη τον Μάιο του 1951. Ο τότε απόστρατος συνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας αποδέχθηκε την πρόταση υπό τον όρο να κατέλθει στην Κύπρο για επιτόπια μελέτη της όλης κατάστασης.

Γράφει σχετικά ο Σάββας Λοϊζίδης: «Μετά την συγκατάθεσιν του Αρχιεπισκόπου ήλθαμεν μετά του αδελφού μου εις επαφήν με έναν δοκιμασμένο φίλο της Κύπρου και τέως υπουργό Στρατιωτικών, τον Γεώργιον Στράτον, ο οποίος συμφώνησε ενθουσιασμένος με την ιδέαν και συνέστησε ότι έπρεπε να κερδίσωμεν την συνεργασίαν του Κυπρίου Συνταγματάρχου ε.α., Γεωργίου Γρίβα, γνωστού διά λαμπράς εθνικάς υπηρεσίας και ιδίως διά την ανδρείαν, την παλληκαριάν και προσόντα του». Τον Γ. Στράτο ο Σωκράτης Λοϊζίδης τον συνάντησε με τον Καπετάν Ζήση, τον άνθρωπο που είχε διαθέσει το πλοιάριό του «Άγιος Γεώργιος» για τη μυστική μεταφορά οπλισμού από την Ελλάδα στην Κύπρο, για τις ανάγκες του Αγώνα. Οι αδελφοί Σάββας και Σωκράτης Λοϊζίδης τον γνώριζαν από τον καιρό της Κατοχής. Είχαν συνεργαστεί μαζί του εναντίον των Γερμανοϊταλών και τον είχαν υπερασπιστεί, όταν κατηγορήθηκε από τους Γερμανούς, ότι με το καΐκι του εκτέλεσε διάφορες αποστολές των συμμάχων εναντίον των γερμανικών στρατευμάτων. Μόλις συνάντησαν τον Γ. Στράτο τού μίλησαν χωρίς περιστροφές για τα σχέδιά τους και τον ρώτησαν αν είναι πρόθυμος να συνεργαστεί για τον καταρτισμό της Επιτροπής Αγώνα για την απελευθέρωση της Κύπρου. Ο Στράτος άκουε με μεγάλη προσοχή τα όσα του έλεγαν και σε κάποια στιγμή τούς διέκοψε και τους είπε δακρύζοντας από ιερή συγκίνηση: «Είμαι έτοιμος δι’ οτιδήποτε. Και να πεθάνω ακόμη για την Κύπρο». Και στη συνέχεια τούς είπε να μη χασομερούν, αλλά να κινηθούν με προσοχή. Τους πρότεινε να προσεγγιστούν στρατιωτικοί κυπριακής καταγωγής και πρώτος απ’ όλους ο συνταγματάρχης εν αποστρατεία Γεώργιος Γρίβας. Επίσης, πρότεινε να προσεγγιστεί και ο Συνταγματάρχης Ηλίας Αλεξόπουλος, ανώτερος αξιωματικός των Μυστικών Υπηρεσιών, που είχε νυμφευθεί Κυπρία.

Από εκείνη τη στιγμή άρχισε ουσιαστικά η κίνηση για τη μύηση μελών στη Επιτροπή Αγώνα. Προσεγγίστηκε ο Αλεξόπουλος και με συγκίνηση αποδέχθηκε κι αυτός να συμμετάσχει στην Επιτροπή Αγώνα και να παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια. Σε μια στιγμή της μύησής του είπε στους άλλους: «Να μην αργούμε. Να δούμε τον Γρίβα. Η συμμετοχή του είναι απολύτως αναγκαία». Ο Αλεξόπουλος γνώριζε πολύ καλά τον Γρίβα και είχε συνεργαστεί στενά στη διάρκεια της Κατοχής, τόσο με τον Γ. Στράτο, όσο και με τον Γρίβα. Είχε πλούσια αντικατοχική δράση, ως αξιωματικός των Μυστικών Υπηρεσιών, είχε προδοθεί, είχε καταζητηθεί και περιλαμβανόταν στον τελευταίο κατάλογο 70 αντιστασιακών πατριωτών, που αναζητούσε η Γκεστάπο για να εκτελεστούν, με διαταγή του αρχηγού των Ες-Ες, στρατηγού Σεμάνα.

Οι αδελφοί Λοϊζίδη μετά τον Στράτο και τον Αλεξόπουλο συνάντησαν τον Γρίβα. Για τη συνάντηση γράφει ο Σάββας Λοϊζίδης: «Χωρίς κανένα δισταγμόν εξεδήλωσεν ο Γρίβας την προθυμίαν συμμετοχής του, δεδομένου δε ως ήτο φυσικόν αμέσως ως προϋπόθεσιν, ότι θα είχε την στρατιωτικήν ηγεσίαν του Αγώνος, εξεδήλωσεν αμέσως την πρόθεσιν να μεταβή σύντομα ως επισκέπτης εις την Κύπρον... Ομολογώ ότι εκείνο το οποίο αμέσως μάς εγέμισε την ψυχήν και μας διέθεσεν ενθουσιαστικά διά την εκ μέρους του ανάληψιν της στρατηγικής ηγεσίας, ήτο η αδίστακτος θέλησίς του να μεταβή διά τον Αγώνα εις την Κύπρον και με προσωπικόν κίνδυνον της ζωής του να διευθύνει τον Αγώνα. Άλλοι ανώτατοι αξιωματικοί και Κύπριοι ακόμη, που αργότερα κάτι μυρίστηκαν και μου επρότειναν συμμετοχήν των, έθεταν ως προϋπόθεσιν ότι ο στρατιωτικός ηγέτης έπρεπε να μείνει και να διευθύνη τον Αγώνα από τας Αθήνας. Αυτή ήτο η διαφορά από την παλληκαριάν και την αποφασιστικότητα διά κινδύνους και αυτοθυσίαν του Γρίβα...».

Οι επαφές για μυήσεις συνεχίστηκαν, ενώ παράλληλα άρχισε και η συγκέντρωση οπλισμού. Και στις 2 Ιουλίου 1952 έγινε στην Αθήνα μια μυστική ιστορική συνάντηση για πρώτη φορά, καθοριστική για τον Αγώνα της Κύπρου, στο σπίτι του καθηγητή της Παντείου Ανωτάτης Σχολής, Δημήτρη Βεζανή, στην οδό Σκουφά 34. Θέμα της ένα και μοναδικό: «Η συζήτηση δυνατοτήτων αναλήψεως απελευθερωτικού αγώνος στην Κύπρο». Στη σύσκεψη, που πραγματοποιήθηκε υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, συμμετέσχαν: Γεώργιος Στράτος, βουλευτής και πρώην Υπουργός στρατιωτικών, Νικόλαος Παπαδόπουλος – Παππούς, απόστρατος στρατηγός, Ηλίας Αλεξόπουλος, απόστρατος συνταγματάρχης, Γεράσιμος Κονδάρης, καθηγητής θεολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Δημήτρης Βεζανής, καθηγητής Παντείου Ανωτάτης Σχολής, Ηλίας Τσατσόμοιρος, δικηγόρος, αδελφοί Σάββας και Σωκράτης Λοϊζίδης, δικηγόροι, Αντώνιος Αυγίκος, δικηγόρος, Δ. Σταυρόπουλος και Γεώργιος Γρίβας, απόστρατος Συνταγματάρχης. Ακολούθησαν και άλλες μυστικές συναντήσεις σε διάφορα σπίτια και γραφεία. Στην απουσία του Μακαρίου, της Επιτροπής προήδρευε ο Γεώργιος Στράτος.

Κατά τη σύσκεψη ο Μακάριος, επηρεασμένος από τις ελληνικές κυβερνήσεις, που τηρούσαν αρνητική στάση, επανέλαβε τις επιφυλάξεις και τους ενδοιασμούς του και επανέλαβε τη γνώμη ότι δεν ήταν εύκολη η ανάληψη επαναστατικής δράσης, καθ’ όσον, όπως υποστήριξε χαρακτηριστικά, δεν θα βρίσκονταν ούτε 50 άτομα να ακολουθήσουν τους αρχηγούς. Αντίθετα, ο Γρίβας εξέφρασε τη γνώμη ότι «γνώριζε καλά τους Κυπρίους και ήταν βέβαιος ότι θ’ ανταποκριθούν στην πρόσκλησή του». Ο Γεώργιος Στράτος συνεπικουρώντας στη γνώμη του Διγενή είπε: «Δεν γεννάται κανείς γενναίος αλλά γίνεται, αρκεί να υπάρξει ηγεσία κατάλληλη». Η συνάντηση δεν απέφερε κανένα θετικό αποτέλεσμα και αποφασίστηκε ν’ ακολουθήσει άλλη, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 21 Ιουλίου και πάλι υπό την προεδρία του Μακαρίου. Κατ’ αυτήν αποφασίστηκε η σύσταση δυο επιτροπών, μιας για το πολιτικό και άλλης για το στρατιωτικό σκέλος. Οι δυο επιτροπές στην απουσία του Μακαρίου θα προεδρεύονταν από τον Γεώργιο Στράτο.

Στις 15 Σεπτεμβρίου 1952 Γρίβας και Στράτος συναντήθηκαν με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σπυρίδωνα, ο οποίος συμφώνησε μαζί τους ότι δεν δικαιολογείτο άλλη καθυστέρηση στην κάθοδο του Αρχηγού στην Κύπρο και στην έναρξη του Απελευθερωτικού Αγώνα. Σχολιάζοντας τους ενδοιασμούς και τις επιφυλάξεις του Μακαρίου, ο Σπυρίδωνας τόνισε: «Η ελευθερία δεν δωρίζεται, αλλά αποκτάται με αίμα». Μετά τη συνάντηση αυτή, ο Στράτος, ως προεδρεύων των δυο Επιτροπών, ενήργησε για την επίσπευση της καθόδου του Αρχηγού στην Κύπρο και επιστράτευσε όλα τα μέλη τους για τη συγκέντρωση οπλισμού. Αξίζει να επισημανθεί ότι ο αείμνηστος Στράτος ήταν ο πρώτος που υποστήριξε με ζέση μέχρι τέλους τη θέση του Διγενή ότι ο Αρχηγός του Αγώνα πρέπει να βρίσκεται στην Κύπρο, να τον διευθύνει εκ του σύνεγγυς, να εκτιμά επί τόπου τις εξελίξεις και όχι εκ του μακρόθεν, από την Αθήνα, δηλαδή, όπως υποστήριζαν ο στρατηγός Παντελίδης και άλλοι υποψήφιοι αρχηγοί. Και ο Μακάριος, που είχε τον τελευταίο λόγο για τον Αρχηγό, συμφώνησε απόλυτα με τον Γ. Στράτο.

Ο μεγάλος αυτός φίλος της Κύπρου αφιέρωσε κάθε ικμάδα της ζωής του για τη δικαίωση του Κυπριακού Ελληνισμού. Μέχρι τον θάνατό του δεν έπαψε να προσφέρει στο μέτρο των δυνατοτήτων του, ό,τι μπορούσε για να χαρεί η μαρτυρική Κύπρος την πραγματική ελευθερία της. Και έφυγε πικραμένος, που ο ενωτικός αγώνας, στον οποίο πολλά είχε προσφέρει, δεν δικαιώθηκε. Αιωνία του η μνήμη.

Η ορκωμοσία

Η ορκωμοσία των μελών της Επιτροπής έγινε στις 7 Μαρτίου 1953, στο σπίτι του καθηγητή της Θεολογίας Γεράσιμου Κονιδάρη, στην οδό Ασκληπιού. Το κείμενο του όρκου, γραμμένο από τον Αντώνη Αυγίκο, υπογραμμένο από τα 13 μέλη της Επιτροπής, είναι το ακόλουθο: «Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος, να φυλάξω θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα, μυστικόν παν ό,τι γνωρίζω και θέλω ακούση διά την υπόθεσιν της Ενώσεως της Κύπρου, θα υπακούω δε τυφλώς εις τας εκάστοτε διδομένας μοι σχετικάς επιταγάς».

Εν Αθήναις τη 7η Μαρτίου 1953

Ο Κύπρου Μακάριος, Γ. Στράτος, Ν. Παπαδόπουλος, Γερ. Κονιδάρης, Αντ. Αυγίκος, Σάββας Λοϊζίδης, Σωκρ. Λοϊζίδης, Γ. Γρίβας, Ηλ. Τσατσόμοιρος, Δ. Σταυρόπουλος, Δ. Βεζανής, Ηλίας Αλεξόπουλος

(δημοσιεύθηκε στη «Σημερινή της Κυριακής», 26/09/2021)