Ομάδες επιρροής στην άσκηση εθνικής στρατηγικής

Η επίσκεψη σε Αθήνα και Λευκωσία του γερουσιαστή και προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ, Μπομπ Μενέντεζ, αλλά και η εν γένει στάση του σε θέματα, που άπτονται ελληνικής εθνικής κυριαρχίας και αποκατάστασης της διεθνούς νομιμότητας στην Κύπρο, υπομιμνήσκει τη μεγάλη σημασία των ομάδων επιρροής, γνωστών και ως λόμπι στη διαμόρφωση και πραγμάτωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Σημειώνεται πως, ως γνωστόν, η έννοια λόμπι ενσαρκώνει τη διεργασία πραγμάτωσης στον μέγιστο δυνατό βαθμό άσκησης επιρροής στην Ουάσιγκτον, εν προκειμένω στη διαμόρφωση εξωτερικής πολιτικής υπέρ των συμφερόντων της χώρας, την οποία το κάθε λόμπι εκπροσωπεί. Η παραπάνω διεργασία, όχι μόνο δεν εμπεριέχει αρνητικά στοιχεία, αλλά συνιστά επιβεβλημένη δράση στο πλαίσιο ανάπτυξης εξωτερικών δράσεων και πολιτικών κάθε υποκειμένου διεθνούς δικαίου σε έναν σύγχρονο κόσμο, που διακρίνεται από την απουσία δομών και θεσμών επιβολής της διεθνούς νομιμότητας.

Κλασική διάσταση στις διαδικασίες διαμόρφωσης πολιτικής και άσκησης επιρροής συνιστούν το εβραϊκό, το αρμενικό, αλλά και το ελληνικό λόμπι που λειτουργούν αυτοδύναμα και αυτοτελώς, εκκινούμενα από τη θέλησή τους να στηρίξουν τις εθνικές υποθέσεις των χωρών τους, ενώ αντιθέτως ταυτοχρόνως και διαχρονικά η Τουρκία δαπανά τεράστια ποσά για την οικοδόμηση χρηματοδοτούμενων λόμπι, έτσι ώστε να ασκήσουν επιρροή υπέρ των τουρκικών συμφερόντων στις δομές εξουσίας των ΗΠΑ.

Τούτο συμβαίνει στην Ουάσιγκτον κατά τρόπο παραδοσιακό σε μια διαδρομή δεκαετιών. Ενετάθη δε πολύ περισσότερο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και όσον αφορά το ελληνικό λόμπι εκδηλώθηκε τη δεκαετία του 1950, εντατικοποιήθηκε δε με την ανάδειξη της κυπριακής υπόθεσης σε διεθνές πρόβλημα κατά τη δεκαετία του 1970, μετά την τουρκική εισβολή.

Είναι χαρακτηριστικό πως η τουρκική εισβολή του 1974 βρήκε το ελληνοαμερικανικό λόμπι σε πλήρη κινητοποίηση, σε βαθμό που κατάφερε να επιβάλει ένα τριετές εμπάργκο (1975 – 1978) εναντίον της Τουρκίας από την Ουάσιγκτον σε σχέση με τη στρατιωτική συνεργασία σε εξοπλιστικά προγράμματα. Ως εκ τούτου, οι ΗΠΑ έπαυσαν να χορηγούν δωρεάν οπλικά συστήματα στην Άγκυρα, όπως έκαναν με τους συμμάχους τους, υποχρεώνοντάς την να προχωρήσει σε πολυδάπανες αγορές, που οδήγησαν την τουρκική οικονομία στα όρια της κατάρρευσης το 1978. Σημειώνεται πως η υπόσχεση που έδωσε ο τότε Πρωθυπουργός της Τουρκίας, Μπουλέντ Ετσεβίτ, στον Κωνσταντίνο Καραμανλή πως θα φροντίσει να άρει τα στρατεύματα κατοχής, η οποία και δεν ετηρήθη εν τέλει, οδήγησε τον Καραμανλή σε καθοδήγηση του ελληνοαμερικανικού λόμπι για άρση του εμπάργκο, όπερ και επήλθε.

Πρόσφατο παράδειγμα εν προκειμένω επιτυχούς άσκησης πολιτικής ομάδων επιρροής συνιστά η αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας από τις ΗΠΑ, που αποτελεί προϊόν πολυετούς προσπάθειας και αγώνα των ανά τον κόσμο Αρμενίων, ιδιαιτέρως δε του αρμενικού λόμπι στην Ουάσιγκτον.

Η παρουσία του Γερουσιαστή Μενέντεζ σε Ελλάδα και Κύπρο, αλλά και ο ρόλος του στη Γερουσία των ΗΠΑ, σε συνάρτηση με την υφιστάμενη κρίση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις συνιστούν μια ευκαιρία για την ηγεσία του Ελληνισμού σε Λευκωσία και Αθήνα να θέσουν επί τάπητος την πραγματική διάσταση του κυπριακού προβλήματος, που παραπέμπει σε πρόβλημα εισβολής και κατοχής, αλλά και το συναφώς διαπραττόμενο διεθνές έγκλημα του εποικισμού.

Η παρούσα χρονική συγκυρία, που χαρακτηρίζεται και από την αρνητική για τους Αμερικανούς παρουσία του Ερντογάν στην ηγεσία της Τουρκίας, αλλά και τη διαδραματιζόμενη ρωσοτουρκική προσέγγιση, ίσως εκδηλώνεται και ως παράθυρο ευκαιρίας για τα ελληνικά συμφέροντα με την έννοια της αξιοποίησης του μομέντουμ για την εμπέδωση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική της αρνητικής διάστασης της παρουσίας και στρατηγικού ελέγχου της κρίσιμης γεωπολιτικά Κύπρου από την Άγκυρα.

Συναφώς, εν κατακλείδι και γνωστού όντος πως η αφετηρία εκπόνησης επιτυχούς στρατηγικής για ένα κράτος είναι να γνωρίζει ευκρινώς τι θέλει, δηλαδή ποια είναι η στοχοθεσία του πολιτικού του συστήματος, καθώς και η ικανότητά του να «παντρεύει» τα μέσα με τους στόχους, το ερώτημα που προκύπτει είναι σαφές. Τι θέλουν σήμερα Ελλάδα και Κύπρος ως προς τη βούληση των δυο κρατών για εθνική επιβίωση, επιβολή της διεθνούς νομιμότητας και ενίσχυση της διεθνούς παρουσίας τους σε έναν κόσμο κυριαρχούμενο από συγκρούσεις και ανταγωνισμούς;