Διεθνή

Τα «μαγειρέματα» Τουρκίας και Κατάρ στο Αφγανιστάν

Μπορεί η Άγκυρα να "δικαιολογεί" την ανάμειξη της στο Αφγανιστάν, προβάλλοντας τους κινδύνους των προσφυγικών ροών, εντούτοις, παραμένει προσηλωμένη στο να διασφαλίσει ότι θα έχει έναν διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ Δύσης και Ταλιμπάν, ώστε να πλησιάσει τις ψυχραμένες ΗΠΑ και τις απεγνωσμένες Βρυξέλλες

Καμιάν έκπληξη δεν προκάλεσε το γεγονός ότι οι δύο συνήθεις ύποπτοι, το Κατάρ και η Τουρκία, έχουν αναδειχθεί ως οι κύριοι διαμεσολαβητές μεταξύ του δυτικού κόσμου και των Ταλιμπάν στην κρίση στο Αφγανιστάν. Με κοινή ιδεολογική αφετηρία οι δύο χώρες εμπλέκονται στο χάος που δημιουργήθηκε μετά την αποχώρηση των Αμερικανών, ψάχνοντας ευκαιρίες για να ενισχύσουν τη θέση τους στην περιφερειακή σκακιέρα της Μέσης Ανατολής. Ειδικότερα η Τουρκία, ξέροντας να παίζει καλά σε διπλό ταμπλό, ήδη άρχισε να απολαμβάνει το κέρδη της, κερδοσκοπώντας σε βάρος του φόβου των Βρυξελλών και της ανάγκης της Ουάσιγκτον. Ειδικότερα, η τελευταία, έχοντας αποχαιρετήσει με αιματηρό τρόπο την Καμπούλ, ψάχνει να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, με τον Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να βρίσκεται σε ασφυκτικό κλοιό για τους χειρισμούς του εντός και εκτός της χώρας.

Ο σκιώδης ρόλος του Κατάρ

Υπό οποιαδήποτε σκοπιά και εάν δει κάποιος τα γεγονότα στο Αφγανιστάν, θα εντοπίσει με ευκολία τον κεντρικό ρόλο που παίζει το Κατάρ στις εξελίξεις.

Σύμφωνα με ειδικούς, όμως, πίσω από τις κινήσεις εντυπωσιασμού βρίσκεται μια καλά μελετημένη στρατηγική. Συγκεκριμένα, το Κατάρ παρουσιάζεται ως μια χώρα η οποία έχει τη δυνατότητα να συνομιλεί με εξτρεμιστικές ομάδες, ενώ την ίδια ώρα προσπαθεί να πείσει τη διεθνή κοινότητα ότι στηρίζει τη σταθερότητα και συνεργάζεται με άλλες χώρες για να «μαζέψει» τα σπασμένα που αφήνουν πίσω τους οι ομάδες αυτές.

Στην περίπτωση του Αφγανιστάν ακολουθεί αυτήν ακριβώς την τακτική και εμφανίζεται ως ο παίκτης κλειδί που επιδιώκει συνεργασίες με άλλες χώρες για την επίλυση των σύνθετων περιφερειακών ζητημάτων που προέκυψαν μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν, τους οποίους υποστήριζε η ίδια η Ντόχα.

Σύμφωνα με ανάλυση της Dina Esfandiary, ανώτερης συμβούλου του International Crisis Group, το Αφγανιστάν και οι Ταλιμπάν θα είναι μια σημαντική νίκη για το Κατάρ, όχι μόνο επειδή θα δείξει ότι είναι σε θέση να μεσολαβήσει με τους Ταλιμπάν, αλλά το καθιστά επίσης σοβαρό παίκτη για τις δυτικές χώρες που εμπλέκονται.

Αναλυτές διαπιστώνουν ότι το διπλό παιχνίδι του Κατάρ ομοιάζει με αυτό της Τουρκίας. Πρόκειται για δύο χώρες «συμμάχους» των ΗΠΑ, οι οποίες συχνά δουλεύουν με παραστρατιωτικές οργανώσεις που εχθρεύονται τους Αμερικανούς, αλλά την ίδια ώρα εξασφαλίζουν εύκολα τη στήριξη των Δυτικών συμμάχων.

Η χρονική συγκυρία μάλιστα είναι σημαντική για την ενδυνάμωση του μουσουλμανικού τόξου Ντόχας – Άγκυρας, χώρες οι οποίες υποστηρίζουν τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και διάκεινται φιλικά προς ακραίες ομάδες όπως η Χαμάς και οι Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Ουσιαστικά, η επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία συνιστά μια νέα στροφή προς τον Ισλαμισμό, με βασική επιδίωξη την αναδιάταξη της κυβέρνησης και της κοινωνίας σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο.

Ενώ παρατηρήθηκε μια προσωρινή παρακμή των ακραίων ισλαμιστών από την περιφέρεια τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με ειδικούς, η πόρτα για την άνοδό τους άνοιξε όταν ο Τραμπ νομιμοποίησε τους Ταλιμπάν κατά τη διάρκεια των συνομιλιών στο Κατάρ. Ο ρόλος της Ντόχας εδώ σε καμιά περίπτωση δεν είναι αθώος, αφού ουσιαστικά ήταν σε θέση να επηρεάζει την πολιτική τόσο των ΗΠΑ όσο και των Ταλιμπάν προς όφελός της.

Στο παιχνίδι και η Τουρκία

Παρούσα από την αρχή του παιχνιδιού ήταν και η Άγκυρα. Αν και οι εξελίξεις την πρόλαβαν και δεν κατάφερε να κλειδώσει τον ρόλο της εγγυήτριας της ασφάλειας του αεροδρομίου της Καμπούλ, τελικά, όπως έγινε γνωστό από τους Ταλιμπάν, έκανε μια γενναιόδωρη οικονομική χορηγία ύψους 30 εκατομμυρίων δολαρίων μαζί με το Κατάρ για την επαναλειτουργία του.

Οι κινήσεις της Άγκυρας, όπως και της Ντόχας, δεν είναι τυχαίες. Ειδικοί υποστηρίζουν ότι ο Ερντογάν επιδιώκει να χρησιμοποιήσει το αφγανικό ζήτημα για να ενισχύσει τη διαπραγματευτική του ισχύ με τη Δύση. Οι διεθνείς παίκτες φαίνεται ότι αναγνωρίζουν τον ρόλο που θα μπορούσε να παίξει η Τουρκία στην περιφέρεια στο άμεσο μέλλον. Μάλιστα, η Γερμανία, διά μέσου του Υπουργού Εξωτερικών της, Χάικο Μάας, έσπευσε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του προς την Τουρκία επειδή «προσφέρθηκε» να συνεχίσει να βοηθά στη λειτουργία του αεροδρομίου της Καμπούλ μετά την αποχώρηση των δυνάμεων του ΝΑΤΟ από το Αφγανιστάν, ενώ διαβεβαίωσε τον Τούρκο ομόλογό του, Μεβλούτ Τσαβούσοβλου, ότι το Βερολίνο είναι έτοιμο να στηρίξει την Άγκυρα οικονομικά και σε τεχνικό επίπεδο.

Μπορεί η Άγκυρα να «δικαιολογεί» την ανάμειξή της στο Αφγανιστάν, προβάλλοντας τους κινδύνους των προσφυγικών ροών, εντούτοις, παραμένει προσηλωμένη στο να διασφαλίσει ότι θα έχει έναν διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ Δύσης και Ταλιμπάν, ώστε να πλησιάσει τις ψυχραμένες ΗΠΑ και τις απεγνωσμένες Βρυξέλλες.

Έτσι κι αλλιώς ο Ερντογάν ποτέ δεν δίστασε να καταφύγει σε τέτοια πολιτικά παιχνίδια στο εξωτερικό. Το 2011, η Τουρκία έσπευσε να βοηθήσει τη Σομαλία κατά τη διάρκεια της εντεινόμενης ανθρωπιστικής κρίσης στην οποία βρισκόταν η χώρα. Αυτή η κίνηση τελικά απέδωσε, αφού πέρα από τα εύσημα που πήρε από τη διεθνή κοινότητα, εξασφάλισε ισχυρή οικονομική επιρροή στη χώρα της Αφρικής.

Οι τουρκικοί σχεδιασμοί, πάντως, βολεύουν και τον Μπάιντεν, καθώς με αυτόν τον τρόπο η Ουάσιγκτον μπορεί να διατηρήσει, με το αζημίωτο, την επιρροή σε κάποιο βαθμό στο Αφγανιστάν, χωρίς την παρουσία των στρατιωτικών της δυνάμεων.

Το αφήγημα του Μπάιντεν

Ο άτσαλος τρόπος με τον οποίο τερματίστηκε ο «αιώνιος πόλεμος» των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν πυροδότησε τη μεγαλύτερη μέχρι στιγμής κρίση στην επτάμηνη θητεία του Μπάιντεν στην αμερικανική προεδρία, με σφοδρές επικρίσεις τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας του.

Ο ίδιος, πάντως, στα συχνά προεδρικά του διαγγέλματα δεν στάθηκε στις υποσχέσεις που συστηματικά αθέτησε, αλλά υπερασπίστηκε τους χειρισμούς του, ρίχνοντας την ευθύνη για το χάος που επικράτησε στη διεφθαρμένη -αλλά χορηγημένη από τις ΗΠΑ- κυβέρνηση της Καμπούλ και θεωρώντας ότι αν και δέχεται επικρίσεις ακόμα και από το στρατόπεδο των Δημοκρατικών, τελικά η ιστορία θα τον δικαιώσει γιατί είχε την πολιτική βούληση να βάλει τέλος σε έναν πόλεμο που κράτησε 20 χρόνια.

Στις τελευταίες του δηλώσεις, μάλιστα, προχώρησε σε μια σημαντική «διακήρυξη» για το μέλλον της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι «αυτή η απόφαση για το Αφγανιστάν δεν είναι μόνο για τους Αφγανούς. Αφορά το τέλος της εποχής των μεγάλων στρατιωτικών επιχειρήσεων για την αναδιαμόρφωση άλλων χωρών».

Ακόμα και εάν μακροπρόθεσμα δικαιωθεί για τους χειρισμούς του στο Αφγανιστάν, προς το παρόν παραμένει ο πλανητάρχης, ο οποίος διαψεύστηκε με πανηγυρικό τρόπο σε σειρά «αισιόδοξων» προβλέψεών του για τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν.

Οι επικριτές του δεν μπορούν να ξεχάσουν την περίφημη δήλωση ότι «δεν υπάρχει περίπτωση να δούμε ελικόπτερα να περισυλλέγουν ανθρώπους από την ταράτσα της αμερικανικής πρεσβείας στην Καμπούλ». Επίσης, δεν λησμονείται η άποψη που εξέφραζε ότι «είναι απίθανο οι Ταλιμπάν να πάρουν τον έλεγχο και να κυριαρχήσουν σε όλη τη χώρα», μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν.

(δημοσιεύθηκε στη «Σημερινή της Κυριακής», 05/09/2021)