Και τώρα πού βαδίζουμε;
Ποιοι και πώς καταβαράθρωσαν το Κυπριακό; Ποιοι άλλοι, εκτός από αυτούς που το χειρίστηκαν.
Καταπάτησαν τους όρκους και τις διακηρύξεις τους, αγνόησαν τη θέληση του Κυπριακού Λαού, το Ενωτικό Δημοψήφισμα της 15ης/1/1950, τους αγώνες και τις θυσίες των Αγωνιστών της ΕΟΚΑ (1955-59), απεμπόλησαν το δικαίωμα αυτοδιάθεσης, εγκατέλειψαν το αίτημα της ΕΝΩΣΕΩΣ και υπέγραψαν τις επάρατες συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου.
Με αυτές επανέφεραν την Τουρκία στην Κύπρο, στο μόνο μέρος που επανήλθε μετά την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αναγνώρισαν σε αυτή «δικαίωμα μονομερούς επέμβασης» ως «εγγυήτριας δύναμης», παραχώρησαν εξωφρενικά δικαιώματα στην τουρκοκυπριακή μειονότητα όσα καμία άλλη μειονότητα δεν έχει σε ολόκληρη την υφήλιο, παραχώρησαν στους Βρετανούς «κυρίαρχες βάσεις» (από τις οποίες ειρήσθω εν παρόδω ουδέποτε θα αποχωρήσουν, όπως συμβαίνει και στο Γιβραλτάρ) και δημιούργησαν μία «κρατική γελοιογραφία» -ως χαρακτηρίστηκε διεθνώς- και όχι ένα πραγματικά ανεξάρτητο, εδαφικά ακέραιο και κυρίαρχο κράτος.
Παρά ταύτα με την έλευση μιας Ελληνικής Μεραρχίας το 1964 με ενισχυμένη δύναμη πυρός η ΕΝΩΣΗ ήταν πλέον τετελεσμένο γεγονός, η μόνη δίκαιη και βιώσιμη λύση που διασφάλιζε τη διαρκή ειρήνη και τη φυσική και εθνική επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού.
Ο τορπιλισμός του σχεδίου της ούτω καλούμενης μονομερούς ΕΝΩΣΗΣ, το οποίο κόμισε στις 20 Αυγούστου 1964 ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας Πέτρος Γαρουφαλιάς κατ’ εντολήν του τότε Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, που προέβλεπε την ταυτόχρονη κήρυξή της από τη Βουλή των Ελλήνων και τη Βουλή των Αντιπροσώπων της Κύπρου, την οποία ματαίωσε με διάφορα προσχήματα η κυπριακή ηγεσία - ειρήσθω εν παρόδω για όλες αυτές τις εξελίξεις αναφέρθηκα σε αρθρογραφία μου πλειστάκις στο παρελθόν - και στη συνέχεια η απόσυρση (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1967) της Ελληνικής Μεραρχίας άφησαν την Κύπρο ανοχύρωτη στο έλεος της Τουρκίας, η οποία ουδέποτε απέκρυψε τις προθέσεις της για επανάκτηση και ολοκληρωτικό έλεγχο της Κύπρου, πολιτική που ακολουθεί με συνέπεια μέχρι και σήμερα.
Ακόμα και μετά την τουρκική εισβολή (Ιούλιος - Αύγουστος 1974) η κυπριακή πολιτική ηγεσία δεν αντιλήφθηκε ότι η Τουρκία προχωρούσε ανεμπόδιστη στην εφαρμογή των σχεδίων της.
Αντί λοιπόν οι πολιτικοί και κομματικοί ηγέτες και ηγετίσκοι της Λευκωσίας να προχωρήσουν στη σύμπηξη ενός ενιαίου και αδιαίρετου αντικατοχικού εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου ως προϋπόθεσης ενότητας σκοπού και δράσης, απο-ενοχοποίησαν την Τουρκία με τις ούτω καλούμενες «συμφωνίες υψηλού επιπέδου» - «συμφωνίες κορυφής» - όπως συνηθίζεται να αποκαλούνται Μακαρίου - Ντενκτάς (1977) και Κυπριανού - Ντενκτάς (1979).
Με αυτές η Τουρκία και το Κυπριακό από θέμα εισβολής μετατράπηκε σε «διακοινοτική διαφορά».
Αντικατοχικά συνθήματα όπως «Δεν ξεχνώ», «Σύνορά μας οι ακτές της Κερύνειας», «Όλοι οι πρόσφυγες στα σπίτια τους» «Την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω» και άλλα εγκαταλείφθηκαν. Στη συνέχεια μάλιστα και με την υποβολή χάρτου για το «εδαφικό» αποδεχθήκαμε ουσιαστικά και τη διχοτόμηση.
Αποτύχαμε πλήρως και παταγωδώς να αξιοποιήσουμε έστω και ένα από τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, τα οποία τελικά αποδείχτηκαν «επιταγές χωρίς αντίκρισμα» ως έχουν χαρακτηριστεί.
Μας δόθηκε η τελευταία ευκαιρία με την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν να επανατοποθετήσουμε το Κυπριακό ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής αλλά και πάλι παταγωδώς αποτύχαμε, αφού «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία».
Αλλά τέτοιες αρετές δεν διέκριναν ποτέ την κυπριακή πολιτική ηγεσία.
Διακηρύξεις για «απελευθέρωση» και «επανένωση» είναι λόγια κενά περιεχομένου, γιατί δεν συνοδεύονται από ανάλογες ενέργειες και πράξεις.
Και τώρα, λοιπόν, πού βαδίζουμε;