Για την Κίκα Ολυμπίου
"Καλή μου και αγαπημένη μου Κίκα, στο καλό να πας κι εύχομαι να είναι ούριος ο άνεμος και φουσκωμένα τα πανιά για το στερνό σου ταξίδι στην Ιθάκη"
Η Κίκα ήταν ένας άνθρωπος ξεχωριστός. Ήταν προικισμένη με πολλές αρετές και πολλά χαρίσματα. «Στο ράψιμο δεν τα καταφέρνω», μου έλεγε χαριτολογώντας. «Δεν πειράζει, Κίκα μου, έχεις μεγάλο ταλέντο στο γράψιμο», της απαντούσα.
Θυμάμαι πως, μόλις γνωριστήκαμε, μου χάρισε το πρώτο της βιβλίο «Το ημερολόγιο της Άννας», που το φυλάω μέχρι σήμερα σαν θησαυρό.
Μετά από αυτό ακολούθησαν άλλα πολλά και σημαντικά.
Ήταν όμως και εξαιρετική καθηγήτρια, ευσυνείδητη, εργατική και κυρίως επικοινωνιακή. Γι’ αυτό ήταν τόσο αγαπητή στους μαθητές της, αλλά και στους συναδέλφους της.
Η Κίκα, όμως, ήταν και παλληκάρι. Μετά την τραγωδία που κτύπησε την οικογένειά της, όταν έχασε τον καλό της σύζυγο, σήκωσε τα μανίκια και στάθηκε και μάνα και πατέρας στα παιδιά της μέχρι που τους είδε πετυχημένους, όπως ήθελε. Καμάρωνε για τα παιδιά της και πολύ περισσότερο για τα εγγόνια της, τα οποία υπεραγαπούσε.
Όσο για εμένα, οφείλω να πω πως υπήρξε μια αγαπημένη και πολύτιμη φίλη.
Γιατί, τι άλλο είναι η φιλία εκτός από ένα χαμόγελο, ένας ειλικρινής έπαινος, ένα κτύπημα στην πλάτη, μια καλή κουβέντα, μια αποδοχή, μια ανοιχτή αγκαλιά, μια χρήσιμη συμβουλή, μια παρηγοριά, μια αγάπη;
Κίκα μου, θα σε θυμάμαι όσο ζω, θα θυμάμαι τις ατέρμονες, πολύωρες συζητήσεις μας στο τηλέφωνο.
Λέγαμε τα νέα μας, μιλούσαμε για τα βιβλία που διαβάσαμε, τις απορίες μας, τα πράγματα που ξεχάσαμε και τόσα άλλα που θυμόμασταν. Αποσπάσματα από τους μεγάλους συγγραφείς, αποσπάσματα από τα αρχαία κείμενα.
Μια απορία σου, όμως, έμεινε αναπάντητη: Πριν από λίγες μέρες μού είπες ότι ο Καζαντζάκης σ’ ένα από τα βιβλία του γράφει πως ο παππούς του τού άφησε μιαν παραγγελιά: «Όταν φύγει (εννοούσε ο Τούρκος), να ’ρθεις πάνω από τον τάφο μου και να φωνάξεις τρεις φορές «παππού έφυγε, έφυγε, έφυγε». Την ίδια παραγγελιά, μου είπες πως άφησες κι εσύ στα εγγόνια σου. Η απορία που έμεινε άλυτη ήταν από ποιο βιβλίο ήταν αυτό το απόσπασμα. Ξαναδιάβασα την «Αναφορά στον Γκρέκο», μου είπες, και δεν το βρήκα. Ίσως είναι από τον «Καπετάν Μιχάλη», αλλά εγώ διάβασα τον «Καπετάν Μιχάλη» τρεις φορές και δεν το θυμάμαι, της είπα. Τώρα που το σκέφτομαι, πρέπει να ξαναδιαβάσω πιο προσεχτικά τον «Καπετάν Μιχάλη» και την «Αναφορά στον Γκρέκο», για να της λύσω την απορία. Σου το χρωστάω, Κίκα μου, μην ανησυχείς. Θα ’ρθει μια μέρα που θα φύγει ο Τούρκος και τότε τα εγγόνια σου θα έρθουν στον τάφο σου και θα φωνάξουν δυνατά, «γιαγιά, έφυγε, έφυγε, έφυγε».
Τώρα, όμως, αγαπητοί μου Γιώργο, Θόη, Βασίλη, Κούλλα, εγγόνια κι αδέλφια, θέλω να τελειώσω απευθυνόμενη σε σας μ’ αυτά τα σοφά λόγια που είπε ο Άγιος Αυγουστίνος στους δικούς του, όταν έχασε τη μητέρα του. «Ας μη λυπόμαστε που την χάσαμε, ας είμαστε ευγνώμονες που την είχαμε».
Καλή μου και αγαπημένη μου Κίκα, στο καλό να πας κι εύχομαι να είναι ούριος ο άνεμος και φουσκωμένα τα πανιά για το στερνό σου ταξίδι στην Ιθάκη.