Αναλύσεις

Η Αριστερά και το Ενωτικό Δημοψήφισμα του 1950

Το ΑΚΕΛ και οι οργανώσεις του (νεολαίας, αγροτών, εργατών) κινητοποιήθηκαν έντονα στα τέλη του 1949, μετά την υποβολή υπομνήματος στον ΟΗΕ για ανακίνηση του κυπριακού ζητήματος. Εξαγγέλθηκαν παλλαϊκές συγκεντρώσεις και υπογραφή υποστηρικτικού εγγράφου προς το υποβληθέν υπόμνημα, ώστε να καταστεί φανερό στη διεθνή κοινότητα ότι το εθνικό αίτημα ήταν ζήτημα που απασχολούσε το σύνολο του λαού. Η δραστηριοποίηση αυτή της Αριστεράς προκάλεσε την αντίδραση της Εθναρχίας, που εξήγγειλε τη διενέργεια του ενωτικού δημοψηφίσματος, τη 15η-22α Ιανουαρίου 1950

Η απόφαση για διεξαγωγή ενωτικού δημοψηφίσματος λήφθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου τη 18η Νοεμβρίου 1949 και επικυρώθηκε την 1η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους από το Γραφείο της Εθναρχίας. Στην εξαγγελία της διενέργειας δημοψηφίσματος, η Εθναρχία εξηγούσε: «Ουδέποτε να λησμονώμεν ότι η Ελευθερία εδωρήθη μεν υπό του Θεού προς τον άνθρωπον, αλλά μόνον δι’ αγώνων επιμόνων και συνεχών εξαναγκάζονται οι Κυρίαρχοι ν’ αναγνωρίζουν εις τους υπ’ αυτών κυριαρχουμένους το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως». Το αποτέλεσμα της διαδικασίας είναι εν πολλοίς γνωστό: Το 95,7% των Ελλήνων της Κύπρου τάχθηκε υπέρ της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, ενώ η έκφραση της βούλησής τους, παρότι χωρίς θεσμική επίδραση, είχε αντίκρισμα σε επίπεδο συνείδησης. Ήταν, δηλαδή, η ιστορική τομή κατά την οποία διεφάνη ότι τα περιθώρια του ειρηνικού κινήματος εξαντλήθηκαν.

Μια από τις παραμέτρους του φαινομένου, στις οποίες αξίζει να εστιάσει η έρευνα, είναι η συμβολή της κυπριακής Αριστεράς στη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Φαίνεται ότι η κινητοποίηση της Εθναρχίας ήταν απόρροια ακριβώς της πρόθεσης του ΑΚΕΛ να οργανώσει ενωτικό δημοψήφισμα. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία είχε ιδιαίτερη σημασία στον απόηχο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, καθώς και των επικρίσεων που δέχτηκε η Αριστερά εξαιτίας της αποδοχής συμμετοχής της στη Διασκεπτική Συνέλευση που προκήρυξε η αποικιακή Διοίκηση του νησιού τον Ιούλιο του 1947, με στόχο την παραχώρηση μορφής αυτοκυβέρνησης στους Κυπρίους.

Η κινητοποίηση του ΑΚΕΛ για τη διενέργεια δημοψηφίσματος εκδηλώθηκε μέσω του Εθνικού Απελευθερωτικού Συνασπισμού (ΕΑΣ), που συγκροτήθηκε το 1947 και έδρασε μέχρι το 1953 (με πρώτο πρόεδρο τον νομικό και πολιτευτή Ιωάννη Κληρίδη). Όπως σημειώνει ο ερευνητής Ανδρέας Μακρίδης στη σχετική μελέτη του, «κυρίαρχος σκοπός του ΕΑΣ ήταν η οργάνωση και ο συντονισμός του λαϊκού - μαζικού κινήματος για την εθνική απελευθέρωση και την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα» (Ιστορικό υπόμνημα ΕΑΣ προς τον ΟΗΕ και το Συμβούλιο Ασφαλείας 1949, εκδ. Αιγαίον 2009). Την 21η Νοεμβρίου 1949, λοιπόν, ο ΕΑΣ απέστειλε υπόμνημα στον ΟΗΕ και στο Συμβούλιο Ασφαλείας, στους Υπουργούς Εξωτερικών των κρατών μελών του διεθνούς Οργανισμού, σε Βρετανούς βουλευτές και σε συνδικαλιστικές οργανώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου. Στο υπόμνημα (με τίτλο «Ο κυπριακός λαός κατηγορεί τη Μεγάλη Βρετανία») γινόταν προσπάθεια να καταδειχθεί η ελληνικότητα της Κύπρου, ενώ εζητείτο να παραχωρηθεί στους Κυπρίους το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Ως προς το τελευταίο σημείο, ο Συνασπισμός καλούσε τον ΟΗΕ να επιβλέψει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Το υπόμνημα (που δημοσιεύθηκε αυτούσιο στον «Νέο Δημοκράτη» της 27ης Νοεμβρίου 1949) υπέγραφαν εξέχουσες προσωπικότητες της κυπριακής Αριστεράς, όπως ο Εζεκίας Παπαϊωάννου, ο Κώστας Παρτασίδης, ο Αδάμ Αδάμαντος και ο Ανδρέας Ζιαρτίδης.


Ο Εζεκίας Παπαϊωάννου για το υπόμνημα του ΕΑΣ

Ο Εζεκίας Παπαϊωάννου έγραφε σχετικά στον «Νέο Δημοκράτη» (24 Νοεμβρίου 1949) χαρακτηρίζοντας το υπόμνημα ως «ένα κατηγορώ ενάντια στον βρεττανικό ιμπεριαλισμό και μια έκκληση προς τα Ενωμένα Έθνη να το θεωρήσουν καθήκον τους προς τις αρχές της λευτεριάς και της δικαιοσύνης να επιληφθούν του ζητήματός μας και να υποστηρίξουν την εθνική απαίτηση του λαού μας. […] Είναι ένα ιστορικό έγγραφο, το σοβαρώτερο που γράφτηκε ποτέ πάνω στο κυπριακό εθνικό ζήτημα». Ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ εξηγούσε ότι, καθώς για 71 χρόνια οι Κύπριοι ζητούσαν την ευόδωση του πόθου τους επικαλούμενοι τα «φιλελεύθερα αισθήματα» των Βρετανών, η «μαχητική εργατική τάξη» αναλάμβανε να συνεχίζει «αδιάλλακτα τον ενωτικό αγώνα». Προαναγγέλλοντας την αποστολή αντιπροσωπίας στον ΟΗΕ το επόμενο έτος για ανακίνηση του Κυπριακού, δήλωνε: «Απορρίπτουμε, λοιπόν, ασυζητητί κάθε “Συνταγματική” πρόταση του ξένου κυριάρχου και επιμένουμε αδιάλλαχτα στην Ένωση». Σε σχέση δε με τη στάση της ελληνικής Κυβέρνησης ήταν απόλυτος: «Η Κύπρος απαιτεί από την “Ελληνική Κυβέρνηση” να γκρεμοτσακκιστεί, να κάνει ό,τι διάολο θέλει, μα να θέσει το Κυπριακό σαν ελληνική εθνική διεκδίκηση», όπως έπραττε στην περίπτωση της Βορείου Ηπείρου. Η προειδοποίησή του ήταν σαφής: «Ουαί και αλλοίμονο στην “Ελληνική” κυβέρνηση, που ενώ θα μπαίνει το Κυπριακό στον ΟΗΕ, αυτή θα κάνει την πάπια και θα σιωπά. Ουαί και αλλοίμονο σ’ εκείνους που θα θελήσουν να σαμποτάρουν αυτό το εθνικό διάβημα. Ο ελληνικός λαός ξέρει να τιμωρεί και θα τιμωρήσει αλύπητα».

Η συλλογή υπογραφών από την Αριστερά και η εξαγγελία του ενωτικού δημοψηφίσματος της Εθναρχίας

Λίγες ημέρες μετά την αποστολή του υπομνήματος έγινε κάλεσμα για συμμετοχή των Κυπρίων σε παλλαϊκές συγκεντρώσεις της 4ης Δεκεμβρίου. Οι συγκεντρώσεις, όπως ενημέρωνε ο «Νέος Δημοκράτης» (27 Νοεμβρίου 1949), θα γίνονταν προς ενίσχυση του υπομνήματος που είχε σταλεί στον ΟΗΕ, παρουσιάζοντας το εθνικό αίτημα ως αποτέλεσμα της συλλογικής βούλησης των Κυπρίων. Στο ίδιο πλαίσιο θα συγκεντρώνονταν υπογραφές προς υποστήριξη του υπομνήματος. Η Ένωσις Αγροτών Κύπρου [ΕΑΚ], που επρόσκειτο στην Αριστερά, διατράνωνε: «Κι ο τελευταίος Έλληνας της Κύπρου καλείται να βάλει περήφανα την υπογραφή του κάτω από το ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. […] Δεν υπάρχει Έλληνας Κύπριος που να μη θέλει την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Κι αν υπάρχει δε θα ‘ναι Έλληνας, αλλά γνωστός ως “Χριστιανός Ορθόδοξος”. Όλοι, λοιπόν, αριστεροί και δεξιοί, άντρες και γυναίκες, νέοι και γέροι να υπογράψουμε το ενωτικό μας υπόμνημα». Σε παρόμοιο κάλεσμα προέβη και η Παγκύπρια Εργατική Ομοσπονδία [ΠΕΟ], αλλά και η Ανορθωτική Οργάνωσις Νεολαίας [ΑΟΝ] του ΑΚΕΛ. Σε διακήρυξη της τελευταίας, που δημοσιεύθηκε την 29η Νοεμβρίου 1949, σημειωνόταν ότι «ο πιο δίκαιος και ιερός αγώνας του λαού μας, ο αγώνας για την Ένωσή του με τη μάνα Ελλάδα», έμπαινε σε νέα φάση. Την ίδια ώρα η Επαρχιακή Επιτροπή ΑΚΕΛ Λευκωσίας δεσμευόταν να εργαστεί για την επιτυχία των συγκεντρώσεων και της συλλογής υπογραφών για «ένωση με την Πατρίδα μας Ελλάδα».

Στο κλίμα αυτό, έναντι της μεγάλης κινητοποίησης της κυπριακής Αριστεράς η Εθναρχία ανακοίνωσε (όπως προαναφέρθηκε) στις αρχές Δεκεμβρίου 1949 την απόφασή της για διεξαγωγή ενωτικού δημοψηφίσματος, που ορίστηκε για την περίοδο 15-22 Ιανουαρίου 1950. Η ενέργεια αυτή ουσιαστικά ανέτρεψε το πλάνο και τις εκδηλώσεις που προετοίμαζε το ΑΚΕΛ και οι οργανώσεις του (παρόλο που η συλλογή υπογραφών προχώρησε κανονικά το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου - βλ. τον «Νέο Δημοκράτη» της 4ης Δεκεμβρίου, όπου γίνεται αναφορά για 5.000 υπογραφές στη Λευκωσία, 3.500 στη Λεμεσό και 2.000 στη Λάρνακα). Ο συνδικαλιστής Ανδρέας Φάντης, καταγγέλλοντας την Εθναρχία ότι αρνήθηκε την πρόταση της Αριστεράς για από κοινού υποβολή του υπομνήματος στον ΟΗΕ, έκανε λόγο για «απόγνωση μερικών εθνοκαπήλων». Αλλά και ο Εζεκίας Παπαϊωάννου χαρακτήριζε ως «λαϊκή νίκη» την απόφαση της Ιεράς Σύνοδου, που λήφθηκε κάτω από την πίεση που ασκήθηκε από την πρωτοβουλία της Αριστεράς, «μπροστά στον κίνδυνο να ξεσκεπαστεί ολότελα και ν’ απομονωθεί από τον λαό». Σε κάθε περίπτωση, ο ΕΑΣ (παρότι κατηγόρησε ουσιαστικά την εν λόγω πρωτοβουλία ως έχουσα στόχο την ανακοπή της δυναμικής της Αριστεράς), ανακοίνωσε ότι ήταν έτοιμος να στηρίξει «μ’ όλες του τις δυνάμεις» το δημοψήφισμα που εξήγγειλε η Εθναρχία, «εφόσον τούτο θα είναι ένα πραγματικό ενωτικό δημοψήφισμα». Τη 10η Δεκεμβρίου ο Σύνδεσμος υπογράμμιζε ξανά τη δύναμη του λαού, η κινητοποίηση του οποίου «εξανάγκασε» την Εθναρχία να ανακοινώσει τη διενέργεια του δημοψηφίσματος. Την επομένη δημοσιεύθηκε άρθρο του Εζεκία Παπαϊωάννου, με το οποίο πληροφορούσε για την απόφαση διακοπής της συλλογής υπογραφών προς υποστήριξη του υπομνήματος που υποβλήθηκε στον ΟΗΕ. Καλούσε δε τον λαό να «υποστηρίξει με φανατισμό το ενωτικό δημοψήφισμα της 15ης του Γενάρη. Όλοι και όλα πρέπει να δραστηριοποιηθούν για την πιο πανηγυρική, την πιο αποφασιστική, την πιο ενθουσιώδη και μαχητική υποστήριξη» του δημοψηφίσματος. Γνωστοποιούσε, ακόμα, ότι το ΑΚΕΛ θα επιδιδόταν με όλες τους τις δυνάμεις «στη μεγαλύτερη και πληρέστερη εθνική κινητοποίηση που γνώρισε ποτέ ο τόπος μας», ώστε το δημοψήφισμα να αποτελέσει «την πιο αποστομωτική απάντηση στον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό και σε κάθε εχθρό της ενωτικής μας υπόθεσης». Τη συμμετοχή στο δημοψήφισμα της Εθναρχίας υποστήριξαν και οι οργανώσεις ΑΟΝ, ΕΑΚ και ΠΕΟ (παρότι η τελευταία οργάνωση διευκρίνιζε ότι σε περίπτωση που η εκδήλωση ελάμβανε κομματικό χαρακτήρα, δεν έπρεπε να τύχει της στήριξης των εργατών). Το ΑΚΕΛ, μάλιστα, υπερασπίστηκε τη διαδικασία έναντι υπονοιών που άφηναν οι Βρετανοί περί επικείμενων ταραχών στη διάρκειά της. Η Γραμματεία της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος ανακοίνωνε τη 19η Δεκεμβρίου 1949 ότι επρόκειτο για μια «ειρηνική, εθνική, ενωτική μάχη. Δεν βλέπουμε πώς είναι δυνατό να προκληθεί σύγχυση ή ερεθισμός, ούτε πώς είναι δυνατό να διαταραχθεί η δημόσια τάξη και ασφάλεια». Καλούνταν, συνεπώς, τα μέλη του να αποφύγουν τις προκλήσεις και να τηρήσουν την τάξη, αξιώνοντας ένωση με την Ελλάδα και απαλλαγή από τον «ιμπεριαλιστικό ζυγό».

Τρεις ημέρες πριν από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, σε ανακοίνωση της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ επισημαινόταν η ιστορική σημασία του γεγονότος και εκφραζόταν με βεβαιότητα η πρόβλεψη: «Στη μακρόχρονη ιστορία της δουλείας του κυπριακού λαού λίγα γεγονότα θα πάρουν τόσο σημαντική θέση όσο θα πάρει το Παγκύπριο Ενωτικό Δημοψήφισμα της 15ης του Γενάρη». Όσο για τη σημασία του γεγονότος, η Κ.Ε. του κόμματος της Αριστεράς επεσήμαινε ότι, πέραν της επίσημης διατύπωσης των αξιώσεων των Ελλήνων της Κύπρου και της απάντησης προς τους συκοφάντες του εθνικού τους αιτήματος, «η αξία του δημοψηφίσματος βρίσκεται και στο ότι ξεσηκώνει τον λαό, τον ενώνει στην πάλη του για την εθνική λευτεριά, τον λευτερώνει από την αρρώστεια της αδράνειας και της ηττοπάθειας», συστηματοποιώντας τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Λίγες ημέρες αργότερα, με το πέρας της διαδικασίας (το αποτέλεσμα της οποίας είναι γνωστό), ο Εζεκίας Παπαϊωάννου έκανε λόγο για «θριαμβευτική νίκη» του λαού και αναδείκνυε τη σημασία της εθνικής ενότητας, μακριά από τα κομματικά πάθη.

Υπέρ του δημοψηφίσματος και η Ομόνοια

«Το αθλητικό σωματείο ΟΜΟΝΟΙΑ εν όψει του δημοψηφίσματος της 15ης Ιανουαρίου, που διενεργείται από την Εθναρχία, κοινοποιεί τις ακόλουθες αποφάσεις. 1. Ανεπιφύλακτα επιδοκιμάζει την απόφαση της Εθναρχίας περί διενέργειας δημοψηφίσματος. 2. Εντέλλεται δε όλα τα μέλη του, να πρωτοστατήσουν στην προπαρασκευαστική δουλειά για το δημοψήφισμα και ομόθυμα με εθνική περηφάνεια και εθνικό ενθουσιασμό να υποστηρίξουν την απαίτηση του κυπριακού λαού για εθνική αποκατάσταση. 3. Υπόσχεται πως και μετά το δημοψήφισμα δεν θα υποστείλει τη σημαία του εθνικού αγώνα και πως θα δουλέψει μαχητικά στο πλευρό των συνεπών εθνικοαπελευθερωτικών δυνάμεων του τόπου για την Ένωσή μας με την μητέρα Ελλάδα» («Ανεξάρτητος», 12 Ιανουαρίου 1950).

Το ΑΚΕΛ προς τους Τούρκους της Κύπρου

Προκειμένου να προληφθούν οι τουρκικές αντιδράσεις και να μην εκμεταλλευτούν οι Βρετανοί τη διάσταση μεταξύ των δύο μεγαλύτερων πληθυσμιακών στοιχείων του νησιού, η Κ.Ε. του ΑΚΕΛ δημοσιοποίησε στα μέσα Ιανουαρίου 1950 διακήρυξη προς τους Τούρκους της Κύπρου. Αφού σημειωνόταν η πιθανότητα να εκμεταλλευτεί τις εξελίξεις η βρετανική προπαγάνδα, εφαρμόζοντας «τη γνωστή τακτική της του “διαίρει και βασίλευε”», γινόταν λόγος για την εθνική και πολιτική καταπίεση Ελλήνων και Τούρκων από τους αποικιοκράτες. Υπογραμμιζόταν παράλληλα πως το δημοψήφισμα θα γινόταν χωρίς αντιτουρκικές εκδηλώσεις, στη βάση των δημοκρατικών δικαιωμάτων των Ελλήνων, ενώ γινόταν προσπάθεια να καταδειχθεί «πως μέσα σε μια ελεύθερη από τον εγγλέζικο ζυγό Κύπρο κι εσείς οι Τούρκοι θα γνωρίσετε την πραγματική ευτυχία, που δεν την έχετε γνωρίσει ποτές κάτω από την εγγλέζικη διοίκηση».